Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 9ο μέρος

Ο Βόλφγκανγκ ήξερε πλέον ότι είχε φθάσει στο τελευταίο στάδιο του ταξιδιού του. Σε λίγο θα συναντούσε τα απόκρημνα βράχια και αν κατάφερνε να σκαρφαλώσει, τότε απέμενε να πάρει ένα φτερό από τον κόρακα, να ξεκλειδώσει το κλουβί της αχλαδιάς και να κόψει έναν καρπό της.

«Απλά πράγματα δηλαδή», ειρωνεύτηκε τις σκέψεις του και χαμογέλασε, καθώς διαπίστωνε ότι είχε μπλεχτεί σε μια περιπέτεια που ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητές του.

Είχε δώσει όμως μια υπόσχεση στην κίσσα και τον γεράκο και ήταν αποφασισμένος να την κρατήσει. Όχι μόνο για να τιμήσει τον λόγο του, αλλά και γιατί ήθελε πραγματικά να βοηθήσει τη Μαργκώ, τον Κλάους και τους κατοίκους του λόφου να ξαναβρούν τις χαμένες τους ζωές.

«Κανένας δεν πρέπει να ανέχεται ή να υφίσταται την αδικία και την κακία από όπου και αν πηγάζουν», μονολόγησε και έπειτα στράφηκε στην κίσσα που καθόταν ήσυχη στον ώμο του και τη ρώτησε.

«Απέχουμε πολύ ακόμα από τα βράχια;»

«Όχι», αποκρίθηκε εκείνη και όντως ύστερα από πέντε λεπτά τα αντίκρισαν.

Ψηλά, δύσβατα, αιχμηρά, κακοτράχαλα και κυριολεκτικά απρόσιτα.

«Είναι αδύνατο να σκαρφαλώσω στην κορυφή τους», είπε απογοητευμένος ο Βόλφγκανγκ στην κίσσα, αλλά εκείνη δεν σχολίασε τη διαπίστωσή του.

Τον κοίταξε μονάχα και καθώς το βλέμμα της τον αποδοκίμαζε που βιάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθειά του, ο Βόλφγκανγκ ένιωσε ότι πρόδωσε την εμπιστοσύνη της.

«Εντάξει», συλλογίστηκε. «Αφού οι νεράιδες όρισαν ότι η διαδικασία είναι υλοποιήσιμη, σίγουρα θα υπάρχει και ο τρόπος για να προσπελάσω το εμπόδιο».

Κοίταξε λοιπόν τριγύρω μήπως εντοπίσει κάποια δίοδο ή λεία πλευρά που θα διευκόλυνε την αναρρίχηση.

Στην αρχή δεν έβρισκε τίποτα, αλλά αυτήν τη φορά δεν τα παράτησε. Έβγαλε από τον σάκο του τα πανιά που είχε πάρει μαζί του, τα τύλιξε γύρω από τα χέρια του και άρχισε να ψηλαφεί τα βράχια. Το άγγιγμά τους έσκιζε το ύφασμα, τραυμάτιζε τα χέρια του, αλλά ο Βόλφγκανγκ, παρόλο που πονούσε, συνέχιζε να προσπαθεί.

Ώσπου, ύστερα από μισή ώρα και αφού τα χέρια του ήταν γεμάτα πληγές, παρατήρησε κάτι περίεργο. Όπου έπεφτε μια σταγόνα από το αίμα του, έβαφε τα βράχια και εκείνα διαλύονταν και γίνονταν σκόνη. Καθώς δε κονιορτοποιούνταν, το ύψος τους φαινόταν να μειώνεται.

«Ίσως αυτή είναι η λύση», σκέφτηκε τότε ο Βόλφγκανγκ και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση προχώρησε κατά μήκος των βράχων και έριξε μια αιμάτινη σταγόνα στη βάση τους.

Όταν έφθασε στην άκρη των βράχων, ακούστηκε άξαφνα ένα φοβερό βουητό που τον τρόμαξε και τον ανάγκασε να οπισθοχωρήσει.

Με κάθε βήμα οπισθοχώρησης, ο θόρυβος εντεινόταν και σταμάτησε όταν ο Βόλφγκανγκ είχε ήδη απομακρυνθεί δέκα μέτρα.

Τότε, επικράτησε η απόλυτη σιωπή και έπειτα η γη σείστηκε. Τα βράχια χωρίστηκαν σε δυο κομμάτια, ύστερα σε τέσσερα, οχτώ, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες.

Κάθε κομμάτι ακουμπούσε εκείνο από το οποίο διαχωρίστηκε, βαφόταν κόκκινο και στοιβαζόταν πάνω από τα υπόλοιπα σε χαμηλές στοίβες που είχαν σαφώς μικρότερο ύψος από το προηγούμενο βραχώδες σύμπλεγμα, αλλά εξακολουθούσαν να είναι αποτρεπτικές στην πρόσβαση, αφού ήταν εξαιρετικά αιχμηρές.

«Ωραία, και τώρα τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Βόλφγκανγκ την κίσσα και εκείνη του απάντησε ότι εκείνος έπρεπε να λύσει το πρόβλημά του.

«Πριν τα βράχια μετατρέπονταν σε σκόνη με το αίμα μου, τώρα όμως δεν συνέβη αυτό. Διασπάστηκαν μόνο σε μικρότερα κομμάτια. Ίσως… Ίσως, αν….».

Δίχως να ολοκληρώσει τη φράση του, άνοιξε τον σάκο του και έβγαλε το φύλλο παχίρα που του είχε δώσει η γοργόνα, η Σμαραγδένια.

«Εκείνη μου είπε ότι αυτό το φυτό αντιπροσωπεύει το ξύλο, τη γη, το νερό, τη φωτιά και το μέταλλο. Πέντε βασικά δηλαδή στοιχεία της Φύσης και απαραίτητα για την επιβίωση. Όπως δηλαδή και το αίμα», εξήγησε στην κίσσα που παρατηρούσε τις κινήσεις του και συμπλήρωσε «η Σμαραγδένια μου είχε πει ότι θα μου φαινόταν χρήσιμο και αυτήν τη στιγμή νομίζω ότι είναι το καταλληλότερο από τους δυο θησαυρούς που μου έχει προσφέρει αυτό το ταξίδι».

Πήρε λοιπόν το φύλλο παχίρα, το ακούμπησε επάνω στα κομμάτια των βράχων και έριξε λίγο νερό από το παγούρι του. Το ξεραμένο αίμα υγροποιήθηκε, έπεσε επάνω στο φύλλο και εκείνο μεταμορφώθηκε αρχικά σε φωτιά που έκαψε τα βράχια και έπειτα σε νερό που έσβησε τη φωτιά και μετέτρεψε τα βράχια σε έναν χωμάτινο σωρό.

Τώρα πια ο Βόλφγκανγκ μπορούσε πολύ εύκολα να σκαρφαλώσει και φυσικά δεν έχασε καθόλου καιρό. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά βρισκόταν στην κορυφή του χωμάτινου λοφίσκου και ένα μόνο βήμα από την τελευταία δοκιμασία και την πύλη του κήπου, όπου φυλασσόταν η αχλαδιά.

Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Ροδακινένια

Υλικά:

4 ποτήρια φυσικός χυμός ροδάκινου

5 κ. σ. ζάχαρη

5 κ. σ. κορν φλάουρ

Εκτέλεση:

Ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα τα τρία ποτήρια από τον χυμό ροδάκινου, τη ζάχαρη και το κορν φλάουρ που το έχουμε διαλύσει στο τέταρτο ποτήρι του χυμού.

Βράζουμε τα υλικά και τα ανακατεύουμε διαρκώς για να μην κολλήσουν. Μόλις πήξει το μίγμα, αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και αδειάζουμε τον πελτέ σε μπολάκια. Τον αφήνουμε να κρυώσει και τον σερβίρουμε με μια μπάλα παγωτό καϊμάκι.