Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 10ο μέρος
Ο Βόλφγκανγκ προχώρησε με σταθερά βήματα. Στάθηκε μπροστά στην πύλη του κήπου, την έσπρωξε και εκείνη άνοιξε δίχως δυσκολία και δίχως να τον υποβάλλει σε μια νέα δοκιμασία.
Έχοντας πάντοτε την κίσσα στον ώμο του, ο Βόλφγκανγκ προχώρησε στο εσωτερικό του κήπου και τότε διαπίστωσε ότι, ενώ οι περιγραφές του πατέρα του και όσα είχε συναντήσει κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον είχαν προϊδεάσει για έναν σκοτεινό και φρικτό τόπο, εντούτοις αυτός ο κήπος ήταν ο ωραιότερος που είχε δει στη ζωή του.
Γύρω του υπήρχαν δέντρα διαφόρων ειδών – άλλα γνώριμα, όπως οπορωφόρα, βελανιδιές και πλατάνια και άλλα πρωτόγνωρα και άγνωστα. Ανάμεσα στα δέντρα διακλαδώνονταν μικρά μονοπάτια και τα κενά καλύπτονταν από θάμνους με αρωματικά βότανα ή ανθισμένα λουλούδια., όπως μανόλιες, ρόδα και αγριολούλουδα. Το σιδερένιο κλουβί με την αχλαδιά βρισκόταν στο κέντρο του κήπου και στα κάγκελά του ήταν πλεγμένες μαργαρίτες και αλθαίες. Δίπλα ακριβώς από το κλουβί υπήρχε μια σιδερένια βάση και εκεί έστεκε ο κόρακας που τη φυλούσε.
Ο Βόλφγκανγκ τον πλησίασε, αλλά ο κόρακας δεν αντέδρασε. Τον κοιτούσε μόνο και η διαπεραστική ματιά του πάγωσε τον Βόλφγκανγκ που στιγμιαία ένιωσε να χάνει το θάρρος του.
«Ονομάζομαι Βόλφγκανγκ», τόλμησε τελικά να πει. «Έμαθα τι συνέβη σ’ εσένα και τη Μαργκώ και θέλω να σας βοηθήσω. Μου είπαν όμως ότι για να ξεκλειδώσω το κλουβί, πρέπει να πάρω ένα από τα φτερά σου».
«Ξέρω ποιος είσαι», αποκρίθηκε ο κόρακας. «Μέχρι τώρα επιχείρησαν πολλοί να φθάσουν στον κήπο, αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Χαίρομαι που εσύ ξεπέρασες τα εμπόδια, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σου δώσω ένα από τα φτερά μου, απλούστατα γιατί δεν ξεριζώνονται. Πρέπει να βρεις μόνος σου τον τρόπο για να πάρεις ένα από αυτά και ομολογώ ότι δεν έχω ιδέα πώς να σε κατευθύνω στη σωστή λύση».
Ο Βόλφγκανγκ άκουσε προσεκτικά τον κόρακα και αφού συλλογίστηκε για λίγο, άνοιξε τον σάκο του και πήρε τον πρώτο θησαυρό που είχε αποκτήσει, δηλαδή το πράσινο γυαλάκι που του έδωσε ο σκίουρος. Το κράτησε στα χέρια του και καθώς το περιεργαζόταν, προσπαθώντας να καταλάβει πώς θα το χρησιμοποιούσε, συνειδητοποίησε ότι ιρίδιζε στον ήλιο. Μετακίνησε λοιπόν το γυαλί πολύ κοντά στο φως και εκείνο έχασε το χρώμα του και έγινε διάφανο σαν καθρέφτης. Τότε ο Βόλφγκανγκ το έστρεψε προς τον κόρακα και στο αντικαθρέφτισμα του ειδώλου φάνηκε το πρόσωπο του Κλάους. Ο κόρακας πήρε ξανά την ανθρώπινη μορφή του και τα φτερά έπεσαν στο χώμα.
«Βιάσου», φώναξε τότε η κίσσα στον Βόλφγκανγκ. «Δεν έχεις χρόνο. Πρέπει να κόψεις γρήγορα τον καρπό για να λυθούν τα μάγια».

Ο Βόλφγκανγκ υπακούοντας στην προσταγή, έτρεξε, πήρε ένα φτερό και ξεκλείδωσε τη βαριά κλειδαριά του κλουβιού.
«Κόψε τον σωστό καρπό», φώναξε πάλι η κίσσα και ο Βόλφγκανγκ είδε ότι καθένας από αυτούς είχε διαφορετικό χρώμα. Άλλος ήταν κόκκινος, άλλος κίτρινος, μπλε, πράσινος, μωβ, ροζ, γαλάζιος, μαύρος, λευκός και γενικά δεν υπήρχε ούτε ένας όμοιος με άλλον.
«Ποιον να κόψω;» ρώτησε ο Βόλφγκανγκ την κίσσα, αλλά εκείνη αποκρίθηκε ότι έπρεπε να διαλέξει μόνος του και ότι τον είχε ήδη βοηθήσει αρκετά.
Η αχλαδιά όμως ήταν φορτωμένη με εκατοντάδες καρπούς και ο Βόλφγκανγκ δυσκολευόταν πάρα πολύ στην επιλογή του. Καθώς αμφιταλαντευόταν, σκέφτηκε ότι τα χρώματα έχουν συμβολισμούς. Το μπλε παραπέμπει στη δικαιοσύνη, το κόκκινο στην αγάπη, το πράσινο στην αρμονία, το λευκό στην αγνότητα, το μαύρο στο πένθος και ούτω καθεξής. Η διαπίστωσή του ωστόσο δεν διευκόλυνε την επιλογή και τα χέρια του μετακινούνταν αναποφάσιστα από τον έναν καρπό στον άλλο, δίχως να ξέρει ποιος ήταν ο κατάλληλος. Ώσπου, ανάμεσα στα κλαριά διέκρινε εκείνον που αναζητούσε. Έναν καρπό που είχε όλα τα χρώματα των υπολοίπων.
«Αυτός είναι. Είμαι σίγουρος», αναφώνησε ο Βόλφγκανγκ και αστραπιαία τον έκοψε.
Τότε τα κλαριά βάρυναν προς τα κάτω και έγιναν χέρια που αγκάλιασαν αρχικά τον κορμό και έπειτα τινάχτηκαν προς τα επάνω, εκσφενδονίζοντας τους καρπούς τους προς την κατεύθυνση του Ήλιου. Ο τελευταίος τους άρπαξε στην αγκαλιά του, τους έλιωσε με τη λάμψη του και στη συνέχεια τους επέστρεψε στον κορμό της αχλαδιάς με τη μορφή μιας πολύχρωμης βροχής, ενώ εκείνη άπλωσε τα κλαδιά της και οι μαργαρίτες και οι αλθαίες τυλίχτηκαν γύρω της υποδεχόμενες τη βροχή που κόλλησε τα φύλλα τους επάνω στα κλαριά και τον κορμό.
Αμέσως μετά, χιλιάδες πεταλούδες ξετρύπωσαν από τους θάμνους, φτερούγισαν γύρω από την αχλαδιά και καθώς περιστρέφονταν, δημιούργησαν μια δίνη ανέμου που ξερίζωσε το δέντρο, το μετέφερε στα σύννεφα και έπειτα από λίγο το ακούμπησε ξανά στη γη, όχι όμως ως αχλαδιά, αλλά πλέον ως Μαργκώ, ένα όμορφο και γλυκό κορίτσι που φορούσε ένα φόρεμα που είχε όλα τα χρώματα των καρπών της αχλαδιάς.
Ο Κλάους έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε, ενώ ο Βόλφγκανγκ παρακολουθούσε συγκινημένος τη σκηνή που εξελισσόταν μπροστά του και τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα «Διαδώστε παντού ότι τα μάγια επιτέλους λύθηκαν και ο λόφος μας ελευθερώθηκε!!!!!»

Συνεχίζεται…..
Συνταγή της Αμβροσίας: Οι χυμοί της αχλαδιάς
Υλικά:
1 κιλό αχλάδια βουτύρου
1 φλιτζανάκι του καφέ καθαρό οινόπνευμα ποτοποιίας
300 γραμμάρια ζάχαρη
2 κιλά κουαντρό
Εκτέλεση:
Καθαρίζουμε και κόβουμε τα αχλάδια. Στη συνέχεια βάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Τοποθετούμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για έναν μήνα. Στη συνέχεια, στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.