Από την Ισμήνη Χαρίλα
Το 1924 δημοσιεύθηκε το Σουρεαλιστικό Μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν, το οποίο έθετε τις αρχές ενός κινήματος που παρέμεινε ζωντανό – σύμφωνα με τους ιστορικούς – έως το τέλος της δεκαετίας του 1960.
Εξήντα περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1981, πρωτοεκδόθηκε «Ο μεγάλος θανατικός», το πρώτο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη που επανακυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες σε επετειακή έκδοση και με τα σκίτσα του Θανάση Δήμου από τις Εκδόσεις Διόπτρα.
Πρωταγωνιστής του έργου είναι, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στο προλογικό του σημείωμα, «ένας άγρια μοναχικός, ανάπηρος άνδρας που αναπληρώνει την αδυναμία του να ζήσει φυσιολογικά με μια μεταφυσική δαιμονική ικανότητα να επηρεάζει τα χειρότερα ένστικτα κάποιων γειτόνων του. Κάνοντας το δωμάτιό του εργαστήριο θανατερών συντεταγμένων – λίγη φυσική, λίγη χημεία, μπόλικος θυμός και ελάχιστες τύψεις – θα ξαμοληθεί με άφατη εκδικητικότητα προς τους υγιείς, τους ωραίους και τους προνομιούχους, κρατώντας ωστόσο το δικαίωμα σε μια αντίστιξη καλοσύνης….»
Ξεπερνώντας λοιπόν τα όρια της λογικής, ο δημιουργός οικοδομεί το αφήγημά του επάνω στα θεμέλια του υπερρεαλισμού, ακολουθώντας τη βασική αρχή της παντοδυναμίας του ονείρου και της σκέψης που απαλλάσσεται από κάθε λογικό έλεγχο και απορρίπτει κάθε αισθητική ή ηθική προκατάληψη.
Σύμφωνα με την υπερρεαλιστική αρχή ότι «η τρέλα είναι η λογική του παραλόγου», «Ο μεγάλος θανατικός» περιγράφει τόσο σκηνές τηλεπαθητικής επιβολής από την πλευρά του ήρωα που στοχεύουν στην πραγματοποίηση δολοφονιών, όσο και οραματικής τηλεπάθειας από την πλευρά της δεκαπεντάχρονης Ελπίδας Γιαρμά που μεριμνά για την αποτροπή των εγκληματικών ενεργειών και την ανατροπή των σχεδίων του πρωταγωνιστή της ιστορίας.

Και οι δυο αυτές πτυχές φαντάζουν επομένως παράξενες και μη ρεαλιστικές. Ακριβώς όμως μέσω αυτής της υπερβολής και της παραδοξολογίας, επιτυγχάνεται η σκιαγράφηση της κοινωνικής αντίδρασης στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και η ψυχογράφηση του ήρωα που έπειτα «από τόσον καιρό δυστυχίας, περισυλλογής, σοφίας και πνευματικής ανάστασης έπαιρνε πραγματικά θάρρος (…) Θάρρος που έσπαζε δυναμικά το φράγμα του φόβου και της απόλυτης μοναξιάς». Ο ίδιος παύει επομένως να νιώθει εγκλωβισμένος στην αδυναμία της σωματικής του αναπηρίας και αρχίζει να απολαμβάνει τη δύναμη της επιρροής του στις ζωές των άλλων. Απαλλαγμένος από ηθικές πεποιθήσεις, προχωρά σε πράξεις που εξυπηρετούν το προσωπικό του όφελος και μετατρέπεται σ’ έναν ρεβανσιστικό αντι – ήρωα που δρα κατά βούληση.
Προχωρώντας την πορεία της διήγησης, καταδεικνύεται άρα ότι, αντί ο Ξανθούλης να δημιουργήσει ένα πρόσωπο που θα προκαλούσε τον οίκτο και τη συμπόνια του αναγνώστη, αναδύει στην επιφάνεια τον κυνισμό σε συνδυασμό με μια ωμότητα που ενώ, δυνητικά, θα χαρακτηριζόταν ως σοκαριστική – έχοντας ως αντίβαρο το μαύρο χιούμορ – διατηρεί την οριοθέτηση της θεματικής της λειτουργικότητας.
Αν λοιπόν ο ήρωας συνεχίζει να υπενθυμίζει στον συγγραφέα, σύμφωνα με τον σχολιασμό του, «το αξεδιάλυτο μυστήριο και τη ματαιότητα του καλού και του κακού», τότε προβάλλεται ισχυρός ο προβληματισμός για την έννοια της δικαιοσύνης και της ηθικής, αλλά και της τελικής τους ερμηνείας από κάθε ανθρώπινο όν. Διότι, παραφράζοντας την άποψη του Έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ότι δηλαδή η πλάστιγγα κλίνει προς το σημείο που επιθυμεί ο καθένας και σύμφωνα με την προσωπική κατανόηση, είναι ευδιάκριτη η συμβολή της ιδιοτέλειας στην αποσαφήνιση των προθέσεων.