Γράφει ο Ερμής:

Αρθρογράφος είναι ο ήρωας της σημερινής ιστορίας που μου αφηγήθηκε ο Ζέφυρος. Ένας αρθρογράφος, ο Λαυρέντης, που εργαζόταν περίπου είκοσι χρόνια σε μια εφημερίδα καθημερινής κυκλοφορίας.

Ο αρχισυντάκτης του είχε αναθέσει μια στήλη στην τελευταία σελίδα και εκείνος έγραφε μικρές ιστορίες χιλίων περίπου λέξεων που είχαν ως στόχο την τέρψη των αναγνωστών.

Η θεματολογία του δεν είχε συγκεκριμένη βάση και κάθε κείμενό του διέφερε, αφού άλλοτε επέλεγε να κινηθεί στα όρια του ρεαλισμού και της λογικής και άλλοτε στο δυσθεώρητο άδυτο του φανταστικού και του παραλόγου.

Άνθρωποι, ζώα, αντικείμενα, αφηρημένες ιδέες και έννοιες, όλοι και όλα είχαν λάβει κάποια στιγμή περίοπτη θέση σε κάποιο από τα άρθρα του και είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ήταν τόσο καλός χειριστής του λόγου και της πλοκής που είχε αποκτήσει ένα ένθερμο αναγνωστικό κοινό που αδημονούσε για κάθε νέα ιστορία του.

Ο Λαυρέντης λοιπόν έγραφε αδιάκοπα και, όντας εξαιρετικός παρατηρητής, είχε την ικανότητα να βλέπει, να ακούει και να δημιουργεί ιστορίες από μικρές και ανούσιες λεπτομέρειες.

Αρκούσε κατά συνέπεια μια λέξη, μια κίνηση ή μια ασήμαντη χειρονομία για να ανοίξει μπροστά του η πύλη ενός νέου νοητού κόσμου στον οποίο θα μεταφερόταν αρχικά ο ίδιος και στη συνέχεια οι αναγνώστες του.

Όπως όμως όλοι οι δημιουργοί, έτσι και εκείνος, δεν ήταν μια μηχανή, αλλά ένα ανθρώπινο όν και γι’ αυτό, όπως ήταν φυσικό, αισθάνθηκε κάποτε ότι η φαντασία του αρνιόταν πλέον να στηρίξει τη συγγραφή του.

Στην αρχή και δεδομένου ότι είχε αρκετά άρθρα στο συρτάρι του που περίμεναν τη δημοσίευσή τους, δεν αγχώθηκε.

«Σε όλους συμβαίνει», συλλογίστηκε και καθησύχασε τον εαυτό του ότι σύντομα θα ξαναέβρισκε τους γνώριμους ρυθμούς του.

Καθώς όμως οι ημέρες κυλούσαν και η στοίβα με τα αδημοσίευτα άρθρα μειωνόταν, ενώ εκείνος δεν είχε βρει ακόμα τα ερεθίσματα που αποζητούσε, τρομοκρατήθηκε.

Τριγυρνούσε στους δρόμους, διάβαζε, άκουγε μουσική, πήγε ακόμα και διακοπές, αλλά οι προσπάθειές του ήταν μάταιες.

Όλα του φαίνονταν κοινότυπα και χιλιοειπωμένα. Αγωνιζόταν μάταια να ξαναβρεί την έμπνευση και γι’ αυτό αναρωτήθηκε αν τελικά έπρεπε να αλλάξει δουλειά, αφού οι ενδείξεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι το δικό του ταξίδι στο αφηγηματικό σύμπαν είχε τελειώσει.

Ωστόσο, δεν ήθελε να σταματήσει. Η συγγραφή δεν ήταν για εκείνον απλώς μια βιοποριστική εργασία, αλλά η ίδια του η ζωή και η μοναδική πηγή ευτυχίας.

Απελπισμένος και απογοητευμένος, έβλεπε τον χρόνο να τον πιέζει, ώσπου μια Αυγουστιάτικη νύχτα και ενώ καθόταν στη βεράντα του σπιτιού του, συνέβη κάτι που άλλαξε για πάντα την πορεία του.

Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Το μυστικό που περιμένει να αποκαλυφθεί

Υλικά:

10 πιπεριές (κόκκινες, πράσινες, κίτρινες, πορτοκαλί)

Για τη γέμιση

½ κιλό κιμάς

1 μεγάλο ξερό κρεμμύδι (τριμμένο)

½ ποτήρι λάδι

Χυμός από τρεις φρέσκιες ντομάτες + 1 κούπα

Αλάτι, πιπέρι

1/3 κούπας ρύζι

1/3 κούπας κουκουνάρι

1/3 κούπας αποξηραμένα μύρτιλα

1/3 κούπας αποξηραμένα φρούτα του δάσους

Λίγο κύμινο

1 ξυλαράκι κανέλας

Εκτέλεση:

Πλένουμε τις πιπεριές, κόβουμε προσεκτικά το επάνω μέρος και αφαιρούμε τους σπόρους.

Πλένουμε το ρύζι και το βράζουμε.

Σε μία κατσαρόλα βάζουμε τον κιμά, το κρεμμύδι, το λάδι και σοτάρουμε. Προσθέτουμε 1 ποτήρι νερό, το αλάτι, το πιπέρι, τον χυμό από τις τρεις ντομάτες, την κανέλα, το κύμινο και ανακατεύουμε, έως ότου βράσουν τα υλικά και σωθούν τα υγρά. Στη συνέχεια προσθέτουμε το ρύζι, το κουκουνάρι, ανακατεύουμε και αποσύρουμε από τη φωτιά. Αφαιρούμε την κανέλα και ρίχνουμε στο μίγμα τα μύρτιλα και τα φρούτα του δάσους. Ανακατεύουμε ξανά και γεμίζουμε με το μίγμα τις πιπεριές. Όταν γεμίσουμε τις πιπεριές, κλείνουμε το επάνω μέρος τους με το κομμάτι που είχαμε κόψει νωρίτερα.

Τις τοποθετούμε σε ταψί, ρίχνουμε τη μία κούπα χυμό ντομάτας, ½ ποτήρι λάδι, ¾ ποτηριού νερό και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 250ο C. Το φαγητό είναι έτοιμο όταν έχει μείνει με το λάδι του και διατηρούν οι πιπεριές τα χρώματά τους.