Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 1ο μέρος

Ήταν ήρεμη εκείνη η νύχτα. Δεκαπενταύγουστος και η πόλη είχε αδειάσει, αφού οι κάτοικοί της την είχαν εγκαταλείψει για να αναζητήσουν στιγμές διασκέδασης και χαλάρωσης σε κάποιον ταξιδιωτικό προορισμό.

Ο Λαυρέντης, παρ’ όλη την αγωνία του, απολάμβανε τη σιγαλιά της νύχτας σ’ αυτήν τη μεγαλούπολη που είχε ξεχάσει την ευτυχία της ησυχίας.

Οι μπαλκονόπορτες των διαμερισμάτων στις αντικρινές πολυκατοικίες ήταν κλειστές, επειδή οι ένοικοι είτε έλειπαν διακοπές, είτε κοιμούνταν συντροφιά με το κλιματιστικό και έτσι ο Λαυρέντης ήταν μόνος. Μόνος σ’ αυτό το νυχτερινό σκηνικό που φωτιζόταν από τα αστέρια και τις λάμπες των δρόμων.

Γύρω του βασίλευε η ερημιά και δεν κυκλοφορούσε ούτε ένα αυτοκίνητο. Όμως…

Καθώς σηκώθηκε από την καρέκλα του και στηρίχθηκε στην κουπαστή του μπαλκονιού, το βλέμμα του διέκρινε μια σκιά.

Έναν άνθρωπο που περπατούσε στο πεζοδρόμιο και φορούσε φαρδιά μαύρα ρούχα και καπέλο που δεν επέτρεπαν στον Λαυρέντη να καταλάβει αν επρόκειτο για άνδρα ή γυναίκα.

Η απροσδιόριστη αυτή μορφή περπατούσε με γοργό βηματισμό και κοντά στους τοίχους των κτιρίων σαν να φοβόταν ή να ήθελε να κρυφτεί.

Στη γωνία του οικοδομικού τετραγώνου κοντοστάθηκε. Κοίταξε τριγύρω και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κανένας περαστικός, άνοιξε την πόρτα ενός αυτοκινήτου, κάθισε στη θέση του οδηγού, άναψε τη μηχανή και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.

Ο Λαυρέντης παρακολουθούσε τις κινήσεις αυτού του άγνωστου ατόμου από το μπαλκόνι του και άξαφνα ένιωσε ότι συνέβη το θαύμα για το οποίο παρακαλούσε τόσον καιρό.

Η ιδέα που αναζητούσε, έστεκε μπροστά του και άρχιζε σταδιακά να σχηματοποιείται. Μια ιδέα που τον καλούσε να ακολουθήσει ένα τελείως διαφορετικό αφηγηματικό μονοπάτι.

Ένα μονοπάτι που τον οδηγούσε σ’ έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο μυστικών, ψεμάτων και σκοτεινών εμπειριών. Μια ιστορία που ξεπηδούσε από το τρομακτικό ποτάμι του ερέβους και οι πρωταγωνιστές της κινούνταν στους χώρους του υποκόσμου και της παρανομίας.

Ο Λαυρέντης δεν είχε ξαναγράψει ποτέ για το μεθύσι της παρασιτικής ζωής ή τη γλυκιά γεύση της αμαρτίας. Τα κείμενά του ήταν κυρίως ηθικοπλαστικά και εμμέσως στηλίτευαν κάθε μορφή αδικίας ή παραβατικότητας.

Τώρα όμως…. Αυτή η μορφή, αυτός ο άγνωστος εξίταρε τις αισθήσεις του και του έδειχνε ότι συχνά οι καταστάσεις δύνανται να έχουν μια ετερόκλητη ερμηνεία.

Αν περνούσε δίπλα του, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα τον φόβιζε. Η απόσταση όμως και το γεγονός ότι ο Λαυρέντης βρισκόταν στην ασφάλεια του σπιτιού του, ενώ εκείνος έμοιαζε να αναζητά καταφύγιο, έδιναν στην ιστορία μια άλλη οπτική.

Μια διάσταση που αφαιρούσε από τον άγνωστο την πιθανή ιδιότητα του εγκληματία και του προσέφερε το άλλοθι της αθωότητας και του θύματος.

Οι σκέψεις κατέκλυζαν το μυαλό του, οι λέξεις γίνονταν φράσεις που ζητούσαν να καταγραφούν και οι ήρωες έπαιρναν σιγά – σιγά σάρκα και οστά και γίνονταν συνοδοιπόροι του σε ένα νέο και πρωτόγνωρο για εκείνον σκηνικό.

Άλλοι συνάδελφοί του θα προσπαθούσαν πιθανότατα να βρουν λεπτομέρειες για τη ζωή του άγνωστου αυτού ανθρώπου. Ούτως ή άλλως η ταμπέλα της «αληθινής ιστορίας» που χρησιμοποιούταν κατά κόρον τα τελευταία χρόνια ήταν ένα συνηθισμένο διαφημιστικό ατού.

Ο Λαυρέντης όμως δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθει την ιστορία αυτή καθ’ αυτή. Του αρκούσε απλώς μια ψηφίδα για να κατασκευάσει το αφηγηματικό μωσαϊκό του. Ως άνθρωπος του συγγραφικού χώρου γνώριζε εξάλλου ότι η έννοια της αληθινής ιστορίας ήταν ανυπόστατη. Σ’ ένα διήγημα, μυθιστόρημα ή έστω σε μικρές ιστορίες όπως εκείνες που έγραφε ο Λαυρέντης, ο δημιουργός αποτυπώνει την πραγματικότητα με τη δική του αντίληψη και εμπλέκει λεπτομέρειες που αλλοιώνουν το νόημα. Το αληθινό γεγονός μπερδεύεται με τον μύθο και οι ήρωες αναλύονται σε βάθος δείχνοντας πτυχές του χαρακτήρα τους που ενδεχομένως δεν θα ήταν εύκολο να διακριθούν από τον περίγυρό τους.

Και σε αυτό ακριβώς το σημείο κρύβεται η μαγεία. Εκεί όπου η πραγματικότητα συναντά το παραμύθι και οι ήρωες αφαιρούν από τον δημιουργό τους τον μανδύα του δημοσιογράφου ή του βιογράφου και του χαρίζουν το πολύτιμο δώρο του μυθιστοριογράφου. Εκείνου που έχει την ικανότητα να οπτικοποιεί με την πένα του τα ταξίδια του νου και να ρίχνει αστερόσκονη στην πεζότητα και την κοινοτυπία.

Και ναι. Ο Λαυρέντης, όντας καμωμένος με τη στόφα του μυθοπλάστη, δεν χρειαζόταν να μάθει τίποτα περισσότερο για τον άγνωστο που αντίκρισε νωρίτερα. Του αρκούσε να κλείσει τα μάτια και να αφήσει τη φαντασία του να του αποκαλύψει τα μυστικά του.

Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Μεθυστικό σκοτάδι

Υλικά:

5 βανίλιες

10 φρέσκα δαμάσκηνα

10 φρέσκα σύκα

1 κούπα σπόροι ροδιού

1 κυδώνι

½ κούπα ζάχαρη

2 λοβοί βανίλιας

5 σπόροι τόνγκα

2 αστεροειδείς γλυκάνισοι

1 λίτρο τσικουδιά (άοσμη και απαλή)

½ λίτρο κονιάκ

Εκτέλεση:

Πλένουμε και χαράζουμε τις βανίλιες, τα δαμάσκηνα και τα σύκα. Κόβουμε το κυδώνι και τους λοβούς βανίλιας και σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα. Στη συνέχεια αδειάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για έναν μήνα. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε μια κρυστάλλινη μποτίλια.