Από την Ισμήνη Χαρίλα

Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται στη Γαλλία από τη μοναρχία του Λουδοβίκου ΧIV που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο Βασιλιάς Ήλιος (Le Roi Soleil) και παράλληλα από τη σημαντική πρόοδο που σημείωσε ο χώρος της Τέχνης.

Στη λογοτεχνία – εκτός από το μπαρόκ που διακρίνεται από την υπερβολή της φαντασίας και του στυλ – κυριαρχεί ο κλασικισμός που επιζητά την τάξη, την πειθαρχία, το μέτρο, την αρμονία του συγγραφέα με το περιβάλλον, αλλά και την ομοτονία της σκέψης και της έκφρασης.

Σταδιακά διαμορφώνεται το πρότυπο του «honnête homme», του ανθρώπου δηλαδή που είναι έντιμος, μορφωμένος, σκεπτόμενος, διακριτικός, γενναίος και ευγενικός. Πρόκειται για ένα άτομο που, αν και έχει αρκετά προτερήματα, δεν επιδεικνύεται, δεν προκαλεί και απέχει παρασάγγας από τους ήρωες που διακωμωδεί ο Ζαν ντε Λα Φονταίν (Jean de La Fontaine) στους «Μύθους» του.

Θαυμαστής των έργων των Μαλέρμπ, Ραμπελαί και Βοκάκιου, αλλά και μελετητής του Ομήρου, του Οράτιου, του Βιργίλιου και του Οβίδιου, ο γάλλος ποιητής και λόγιος εμπνεύστηκε από τους Μύθους του Έλληνα μυθογράφου Αισώπου, του ομότεχνου Ελληνορωμαίου Φαίδρου Γάιου Ιούλιου και του Ινδού φιλοσόφου Πιλπέϊ (Pilpay) και έγραψε τους δικούς του Μύθους, δίνοντας το δικό του στίγμα και ύφος και συνάμα μια νέα ώθηση και οπτική στο συγκεκριμένο είδος.

Μιμούμενος συνεπώς τα έργα των προκατόχων του, παρέδωσε τους Μύθους του στο κοινό σταδιακά στη διάρκεια είκοσι έξι ετών και συγκεκριμένα το 1668 (1ος τόμος), το 1678 (2ος τόμος) και το 1694 (3ος τόμος). Ο ίδιος ο δημιουργός τιτλοφόρησε το έργο του «Fables choisies, mises en vers par M. De La Fontaine»[1] και σχολίασε ότι «το σώμα είναι ο μύθος και η ψυχή η ηθική».

Πρωταγωνιστές στους διακόσιους σαράντα τρεις συνολικά μύθους είναι άλλοτε άνθρωποι και άλλοτε ζώα που διαθέτουν όμως ανθρώπινες αντιδράσεις και συναισθήματα. Ως μελετητής της επικούρειας φιλοσοφίας, ο Λα Φονταίν σέβεται τη Φύση και πραγματεύεται θέματα σχετικά με τη φιλία, την αλήθεια και τον φόβο του θανάτου, ενώ παράλληλα μέσα από το πόνημά του παρουσιάζει την κοινωνία της εποχής του και κριτικάρει όσους επιχειρούν με ανέντιμους και ανορθόδοξους τρόπους να ανέλθουν στο κοινωνικό στερέωμα.

Υιοθετώντας την τάση του σύγχρονού του Μολιέρου, παρατηρεί και στηλιτεύει, δίνοντας όμως κωμικές αποχρώσεις που αποσκοπούν στην τέρψη των αναγνωστών. Κάθε Μύθος του συμβαδίζει μ’ ένα ηθικό δίδαγμα και με μια απάντηση στο θεωρητικό ερώτημα για την κατάλληλη διαχείριση της κατάστασης που περιγράφεται. Η σάτιρα συναντά επομένως τη φιλοσοφία, αλλά και τη δύναμη της λογικής και της ορθής κρίσης. Στα πλαίσια του ιδεώδους του «honnête homme», καταδικάζονται τόσο το ψέμα, η υποκρισία και η ματαιοδοξία, όσο ο εγωισμός και οι ανισότητες ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς και εκείνους που επωφελούνται των συνθηκών για να απολαύσουν προνόμια που δεν τους αξίζουν.

Αναλύοντας το σύνολο του έργου, είναι εμφανές κατά συνέπεια ότι έκαστος μύθος αποτελεί έναν σύντομο σχολιασμό της καθημερινότητας του Λα Φονταίν και μια συλλογιστική θεώρηση υπαρξιακών αναζητήσεων ή ανησυχιών που ταλανίζουν διαχρονικά τους ανθρώπους, όπως η ανάγκη αποφυγής του θανάτου ή η άρνηση μιας επικείμενης καταστροφής.

Γράφει επί παραδείγματι στον μύθο «Ο Θάνατος και ο Ξυλοκόπος»

«Καλύτερα να υποφέρεις, παρά να πεθάνεις, είναι το ρητό των ανθρώπων»

ή «στο Χελιδόνι και τα πουλάκια

«Δεν πιστεύουμε στο κακό, παρά μονάχα όταν έρχεται».

Τέσσερις αιώνες αργότερα επομένως τα θέματα των Μύθων του Ζαν ντε Λα Φονταίν βρίσκουν ακόμα πρόσφορο έδαφος προς συζήτηση και σύγκριση του χθες με το σήμερα, αποδεικνύοντας ότι όσο και αν μεταβληθούν τα στάδια της διαδρομής, η αφετηρία και ο τερματισμός ακολουθούν συχνά το ίδιο μοτίβο.


[1] Μτφ Επιλεγμένοι Μύθοι σε στίχους από τον Κύριο Ντε Λα Φονταίν.