Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 2ο μέρος
Η περιγραφή του κειμένου ταίριαζε γάντι και εκείνη ήταν σίγουρη ότι ο διάσημος αρθρογράφος – που κατοικούσε στη γειτονιά τους – την είχε δει.
«Μια δυσθεώρητη φιγούρα ντυμένη στα μαύρα περπατούσε μέσα στη νύχτα. Ήσυχα, προσεκτικά, φοβισμένα, λες και ήταν μια σκιά που φλέρταρε με το σκοτάδι».
Το άρθρο περιείχε φυσικά άπειρα στοιχεία μυθοπλασίας, αλλά η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει αν γι’ αυτό οφειλόταν η σκοπιμότητα ή η τυχαιότητα.
Πότε άραγε την είχε δει και γιατί έγραφε ότι ήταν άνδρας; Όντως δεν είχε καταλάβει ότι η μορφή που είχε αντικρίσει τα μεσάνυχτα αντιστοιχούσε σε γυναίκα ή μήπως είχε κατορθώσει να μάθει περισσότερες πληροφορίες για το άτομό της και το άρθρο του ήταν ένα έμμεσο εκβιαστικό μήνυμα;
Αν ίσχυε όμως αυτή η πιθανότητα, τότε εκείνος τι σκόπευε να κερδίσει; Η ίδια δεν είχε τίποτα να του δώσει. Τίποτα, εκτός από τη ζωή της που είχε πάψει εδώ και καιρό να την ενδιαφέρει. Πλέον ανέπνεε χάρη στον υγιή οργανισμό της. Δεν ζούσε όμως. Υπήρχε από τύχη και κάθε κίνησή της ήταν μηχανικά επαναλαμβανόμενη.
Βέβαια, όπως και αν ένιωθε, όφειλε να αναλύσει καλύτερα τα γεγονότα για να μην βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
Ξαναδιάβασε το άρθρο και σημείωσε τα στοιχεία που περιέγραφαν τον μαυροντυμένο ήρωα. Ψηλός, γεροδεμένος, περίπου πενήντα πέντε ετών, παντρεμένος, με τρία παιδιά και εξέχουσα προσωπικότητα της χώρας. Είχε όλα όσα μπορούσε να ονειρευτεί κάποιος, αλλά κουβαλούσε και ένα μυστικό που είχε τη δυνατότητα να τον καταστρέψει. Ένα τρομερό μυστικό που πάλευε να κρατήσει κρυμμένο, αφού αν έβγανε στο φως, θα παρέσυρε στο βάραθρο τον ίδιο και όσους αγαπούσε. Ο κειμενογράφος δεν ανέφερε φυσικά λεπτομέρειες, αλλά άφηνε αρκετά υπονοούμενα, δημιουργώντας σασπένς και προλειαίνοντας το έδαφος για μια εξελικτική αφήγηση που θα απασχολούσε το αναγνωστικό κοινό για μεγάλο διάστημα.
Η Έλλη, η γυναίκα που κρυβόταν στην πραγματικότητα πίσω από την άγνωστη φιγούρα που είχε δει ο Λαυρέντης εκείνη τη νύχτα, χαμογέλασε καθώς συνόψιζε στο μυαλό της τις πληροφορίες. Η ζωή της δεν είχε καμιά σχέση και όσο για το μυστικό της, ήταν κάτι μικρό και απλό που δεν μπορούσε να κάνει κακό σε κανέναν άλλο, εκτός από την ίδια. Μια οικονομική ενασχόληση που αύξανε το μηνιαίο εισόδημά της και της επέτρεπε να βιοπορίζεται με αξιοπρέπεια.

Η κάλυψη των καθημερινών αναγκών δεν είναι πάντοτε δεδομένη για όλους και ασφαλώς δεν ήταν ούτε για την Έλλη. Όταν τέλειωσε τις σπουδές της και βρήκε δουλειά, νόμιζε ότι το μέλλον θα ήταν ρόδινο. Μετά τον θάνατο όμως των γονιών της και την απώλειες της στήριξής τους, η πραγματικότητα διέψευσε τις απόψεις της.
Οι δυο αδελφές της είχαν παντρευτεί και οι οικογενειακές τους υποχρεώσεις δεν τους επέτρεπαν να τη βοηθήσουν στην αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου με το οποίο είχε αγοράσει ο πατέρας τους το πατρικό τους.
«Να το πουλήσουμε και να εξοφλήσουμε το δάνειο», πρότειναν οι αδελφές της, αλλά η Έλλη αγαπούσε το σπίτι. Εξάλλου, εκείνη κατοικούσε ακόμα σε αυτό και ούτως ή άλλως θα έπρεπε να μετακομίσει κάπου αλλού και να πληρώνει ενοίκιο. Έκανε λοιπόν τους υπολογισμούς της και αφού αποφάσισε να μεταφέρει το δάνειο στο όνομά της, το ανακοίνωσε στις αδελφές της οι οποίες δεν έφεραν μεν καμιά αντίρρηση, αλλά της ξεκαθάρισαν συνάμα ότι δεν ήταν σε θέση να τη βοηθήσουν.
Ανέλαβε επομένως μόνη της το βάρος και στην αρχή τα πράγματα προχωρούσαν όπως τα είχε φανταστεί. Δύσκολα, αλλά καλά. Σταδιακά όμως και καθώς η εταιρεία που εργαζόταν, έπαψε να καταβάλλει αντίτιμο υπερωριών, η Έλλη άρχισε να ζορίζεται και σκέφτηκε να βρει μια δεύτερη δουλειά.
Μια απογευματινή εργασία που θα της εξασφάλιζε ένα έξτρα εισόδημα και που θα τη βοηθούσε να νιώσει ασφαλής.
Άρχισε λοιπόν να ρωτά φίλους και γνωστούς και να ψάχνει παντού για να βρει κάτι. Τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας όμως στην πόλης της, συνδυαστικά με την υπερπροσφορά διαθέσιμου εργατικού δυναμικού καθιστούσαν σχεδόν μάταιη την έρευνά της.
Ο καιρός περνούσε, οι οικονομίες της εξαντλούνταν και όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει. Τη στιγμή όμως που είχε απελπιστεί και πίστευε ότι οι κινήσεις της ήταν λανθασμένες, συνάντησε ένα πρόσωπο που άλλαξε μεμιάς τη ζωή της και την καθημερινότητά της.
Μια γυναίκα, τη Φρόσω, που έμοιαζε ευγενική και καλοσυνάτη, αλλά έκρυβε μέσα της τη δύναμη του Διαβόλου.

Συνεχίζεται….
Συνταγή της Αμβροσίας: Ροζ αποχρώσεις
Υλικά:
3 ποτήρια φυσικός χυμός φραγκοστάφυλλο
5 κ. σ. ζάχαρη
5 κ. σ. κορν φλάουρ
Εκτέλεση:
Ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα τα τρία ποτήρια από τον χυμό φραγκοστάφυλλου, τη ζάχαρη και το κορν φλάουρ που το έχουμε διαλύσει στο τέταρτο ποτήρι του χυμού.
Βράζουμε τα υλικά και τα ανακατεύουμε διαρκώς για να μην κολλήσουν. Μόλις πήξει το μίγμα, αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και αδειάζουμε τον πελτέ σε μπολάκια. Τον αφήνουμε να κρυώσει και τον σερβίρουμε με μια μπάλα παγωτό φράουλα.