Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 3ο μέρος

Η γνωριμία τους συνέβη τυχαία κάποιο απόγευμα που η Έλλη είχε κανονίσει να πάει στο θέατρο με δυο φίλες της. Η μια από αυτές είχε προσκαλέσει τη Φρόσω και η Έλλη – πάντοτε κοινωνική και ανοιχτή σε νέες επαφές – ένιωσε αμέσως άνετα με τη νεόφερτη της παρέας.

Όταν τέλειωσε η παράσταση, η έξοδος συνεχίστηκε στο διπλανό καφέ και κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η Έλλη δεν δίστασε να αναφέρει τις οικονομικές της δυσκολίες και την αναζήτησή της για ένα έξτρα εισόδημα.

Η Φρόσω την άκουγε προσεκτικά και παρόλο που δεν έκανε κανένα σχόλιο, ενόσω μιλούσε η Έλλη, όταν αποχαιρετίστηκαν, της έδωσε μια κάρτα με το τηλέφωνό της και της ζήτησε να την καλέσει την επόμενη ημέρα.

«Νομίζω ότι έχω τη λύση για το πρόβλημά σου», της είπε και η Έλλη ένιωσε ότι η μέχρι προ ολίγου άγνωστη μπορούσε να της δώσει διέξοδο.

Γι’ αυτό ακριβώς δεν της προξένησε εντύπωση η παράκληση της Φρόσως να μην ενημερώσει κανέναν για τη συνάντησή τους που ορίστηκε το επόμενο απόγευμα και θεώρησε ότι απλώς η νέα της φίλη απέφευγε να της φορτώνουν οι άλλοι τα προβλήματά τους και επέλεγε η ίδια ποιους ήθελε να βοηθήσει.

Είχαν περάσει ήδη πέντε χρόνια από εκείνο το απόγευμα, αλλά η Έλλη θυμόταν ακόμα κάθε λεπτομέρεια.

Η Φρόσω την είχε καλέσει στο σπίτι της, έναν χώρο που είχε πολλά κοινά στοιχεία με την ιδιοκτήτριά του. Διακριτικός και φινετσάτος, αλλά συνάμα μυστικοπαθής και απόμακρος.

«Η δουλειά είναι πανεύκολη», της εξήγησε η Φρόσω. «Τρεις φορές την εβδομάδα θα πηγαίνεις σ’ ένα κατάστημα ρούχων, θα επιλέγεις ένα φόρεμα, θα μπαίνεις στο δοκιμαστήριο και εκεί θα βρίσκεις μια τσάντα από την οποία θα παίρνεις ένα πακέτο που θα παραδίδεις σε μια διεύθυνση που θα σου δώσω. Το κατάστημα θα είναι διαφορετικό κάθε φορά και από το δοκιμαστήριο θα έχει βγει νωρίτερα μια άλλη γυναίκα, την οποία θα έχεις δει σε φωτογραφία. Η αμοιβή σου θα είναι δυο χιλιάδες ευρώ και ο μοναδικός όρος που πρέπει να θυμάσαι, είναι ότι ποτέ δεν θα ανοίξεις το πακέτο, δεν θα μιλήσεις για τη δουλειά σου σε κανέναν και φυσικά δεν θα προσπαθήσεις ποτέ να έχεις επαφή με τη γυναίκα που σου ανέφερα. Εκείνη θα γνωρίζει την ύπαρξή σου, αλλά μεταξύ σας θα είστε πάντοτε άγνωστες».

«Τρεις χιλιάδες ευρώ τον μήνα», υπολόγισε γρήγορα η Έλλη προσθέτοντας τον μισθό της και η εικόνα των χαρτονομισμάτων στο πορτοφόλι της βοήθησε να σχηματιστεί ένα χαμόγελο στα χείλη της.

«Τρεις χιλιάδες», επανέλαβε δυνατά αυτήν τη φορά και ο ήχος των λέξεων επισκιάστηκε από την ένταση της φωνής της λογικής που της υπενθύμισε ότι κανείς δεν κερδίζει χρήματα τόσο εύκολα και γρήγορα μέσω της νόμιμης οδού.

«Υπάρχει περίπτωση να με συλλάβουν;» ρώτησε τότε αυθόρμητα τη Φρόσω και εκείνη – κοιτάζοντάς την με το παγωμένο βλέμμα της – αποκρίθηκε ότι δεν θα αντιμετώπιζε κανέναν κίνδυνο υπό την προϋπόθεση ότι θα ακολουθούσε κατά γράμμα τις εντολές που θα της δίνονταν.

Η Έλλη αν και θα προτιμούσε να της απαντήσει ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν παράνομο, ζύγιασε τις επιλογές της και κατάλαβε ότι το ρίσκο του αποτελέσματος ήταν κατά κάποιο τρόπο ισοβαρές.

Από τη μια πλευρά τα χρήματα που θα έλυναν μεν το πρόβλημά της, αλλά μπορούσαν να την οδηγήσουν στη φυλακή και από την άλλη οι στερήσεις, τα χρέη και το ενδεχόμενο να βρεθεί άστεγη και πεινασμένη.

«Φυλακή ή δρόμος λοιπόν», συλλογίστηκε και καθώς η δεύτερη προοπτική της προκάλεσε μεγαλύτερο τρόμο, δέχτηκε την πρόταση της Φρόσως που της έδειξε αμέσως όλα όσα χρειαζόταν να ξέρει. Πώς να επιλέγει αδιάφορα ένα ρούχο και να κατευθύνεται στο δοκιμαστήριο, πώς να ελέγχει και να εντοπίζει αν κάποιος την παρακολουθούσε, πόσο μεγάλη έπρεπε να είναι η τσάντα της για να μην φαίνεται ότι είχε βάλει μέσα το πακέτο και πώς να φεύγει, δίχως να κινήσει υποψίες.

Το μάθημα διήρκεσε πολλές ώρες και όταν η Έλλη επέστρεψε τα χαράματα στο σπίτι της, ήξερε ότι ήταν πανέτοιμη για την πρώτη της αποστολή που είχε οριστεί για το επόμενο απόγευμα.

Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας:  Η σαγήνη της άγνωστης επίγευσης

Υλικά:

1 ½ κιλό μαύρα μούρα

1 κιλό ζάχαρη

1 βανίλια

1 ποτήρι νερό

Εκτέλεση:

Πλένουμε τα μούρα και τα βάζουμε σε μια κατσαρόλα. Ρίχνουμε το νερό και τη ζάχαρη και τα βράζουμε. Μόλις αρχίσει η βράση, προσθέτουμε τη βανίλια και συνεχίζουμε τη βράση, έως ότου δέσει η μαρμελάδα, προσέχοντας να μην κολλήσει.