Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Αισθάνθηκα ότι η θεμελιακή και η πιο δυνατή πλευρά της τέχνης της μυθιστοριογραφίας είναι η κατανόηση ή τουλάχιστον η προσπάθεια έντιμης κατανόησης του κόσμου αυτών που δεν σκέφτονται σαν εμάς, δε ζούνε σαν εμάς. Ο μυθιστοριογράφος πρέπει με τις ανθρώπινες πλευρές του να αποκαλύπτει στους αναγνώστες και τον «άλλον», αυτόν που δε θέλουν να ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν και μάλιστα τον θεωρούν επικίνδυνο εχθρό», σχολιάζει ο Νομπελίστας λογοτέχνης Ορχάν Παμούκ στο Επίμετρο του έργου του «Το Χιόνι» που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη και σε μετάφραση της Στέλλας Βρετού.
Και αυτήν την άγνωστη και πιθανότατα απρόσιτη για πολλούς πλευρά της Τουρκίας επιχειρεί να αναπαραστήσει και να αποσαφηνίσει μέσω της ιστορίας του βασικού του ήρωα, του Κερίμ Αλακούσογλου, που όλοι αποκαλούν Κα.
Σαράντα δύο ετών, εργένης, ποιητής, ντροπαλός, μοναχικός και πολιτικός εξόριστος στη Γερμανία, ο ήρωας επιστρέφει αρχικά στη γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, έπειτα από δώδεκα χρόνια απουσίας λόγω του θανάτου της μητέρας του και στη συνέχεια, με αφορμή ένα δημοσιογραφικό άρθρο για τις μαζικές αυτοκτονίες κοριτσιών που αρνούνται να βγάλουν την ισλαμική μαντίλα τους και τις επικείμενες δημοτικές εκλογές, καταλήγει στο Καρς, μια πόλη που βρίσκεται στα σύνορα με την Αρμενία.
Λόγω της ιδιότητάς του, σύντομα βρίσκεται στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων με την ευθύνη ενημέρωσης του Δυτικού κόσμου και παράλληλα έχει την ευκαιρία να ξανασυναντήσει μια παλιά συμφοιτήτριά του, την Ιπέκ, με την οποία εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος.
Οι εξελίξεις ωστόσο δεν είναι αυτές που είχε φανταστεί και κατά τη διάρκεια της τετραήμερης παραμονής του σε αυτήν την φτωχή και απομακρυσμένη πόλη συμβαίνει ένα πραξικόπημα που προκαλεί μια αλληλουχία γεγονότων που – άμεσα ή έμμεσα –του χαρίζουν άλλοτε την ικανοποίηση και την ευτυχία και άλλοτε την απογοήτευση και την απελπισία.
Σταδιακά και καθώς προχωρά η ιστόρηση των τεκταινομένων από τον αφηγητή που είναι ένας φίλος του Κα και – όπως αποκαλύπτεται στο τέλος του μυθιστορήματος – ο ίδιος ο συγγραφέας, το Καρς σχηματοποιείται μπροστά στα μάτια των αναγνωστών και αναπτύσσεται μια πολυάριθμη θεματική παλέτα που διακρίνεται από το έντονο στοιχείο της θεατρικότητας.
Ο Παμούκ, μέσω της περιγραφής της πόλης που ταλανίζεται από τη φτώχεια και τον καθημερινό μόχθο των κατοίκων για την επιβίωση, αλλά και την ψυχογράφηση των ηρώων του, του Κα, της Ιπέκ και των λοιπών προσώπων που τους πλαισιώνουν, αντιπαραβάλλει εύστοχα τις διαφορές ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση και αναλύει παράλληλα τη σημασία της πολιτικής και της θρησκευτικής χειραγώγησης σ’ έναν κόσμο όπου ο λαός στερείται παιδείας και η ελευθερία σκέψης και έκφρασης ουδόλως θεωρείται δεδομένη.
Προχωρώντας με προσεκτικά βήματα, ο συγγραφέας παραδίδει στο κοινό ένα πολιτικό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα που αναπτύσσεται ανάμεσα στον κόσμο των ισλαμιστών, των Κεμαλιστών και των αντιθέσεων που ενδέχεται να φθάσουν μέχρι τη σύγκρουση ή ακόμα και το πραξικόπημα, όπως συμβαίνει στο Χιόνι.

Ο στόχος βέβαια του αφηγήματος, όπως εξηγεί και ο ίδιος ο δημιουργός στο Επίμετρό του, δεν είναι να κρίνει, αφού κατά τη γνώμη του «το ουσιαστικό δίλημμά του πολιτικού μυθιστορήματος εδρεύει στην αντίφαση ανάμεσα στη δύναμή του να τους κρίνει ηθικά (…) τα μυθιστορήματα δε γράφονται για να κρίνουν τους ανθρώπους ηθικά, αλλά για να τους καταλαβαίνουν».
Και αυτή η κατανόηση δεν σταματά μόνο στη μικρή τουρκική πόλη, αλλά αναδύει τις διαφορές ενός κοσμικού και θρησκευτικού κράτους και συγκρίνει τη Δυτική σκέψη και φιλοσοφία με αυτήν της Ανατολής, θέτοντας έμμεσα τον προβληματισμό ευθύνης των ατόμων στην ατομική ανάπτυξή τους.
Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα του εν λόγω προβληματισμού είναι ο ίδιος ο Κα, ο οποίος αν και ζει στη Φραγκφούρτη που είναι μια πόλη ενός σύγχρονου, αναπτυγμένου και ισχυρού κράτους με άπειρες δυνατότητες, στερείται στοιχειωδών απολαύσεων, δεν έχει ενταχθεί και παραμένει πάντοτε ένας μετανάστης που βρέθηκε εκεί από ανάγκη και όχι από επιλογή.
Στις εξακόσιες τριάντα περίπου σελίδες επομένως του μυθιστορήματος, ο Παμούκ προσπαθεί να δώσει βήμα σε όλες τις φωνές και να δείξει ποια είναι η αντίληψη του καθενός για την έννοια της πατρίδας και του τρόπου διαμόρφωσης της κοινωνίας.
Η πίστη, η φιλία και η εμπιστοσύνη αντιτάσσονται στην προδοσία και το μίσος ενώ η έννοια του θανάτου, υπό τη μορφή αυτοκτονίας, αναδεικνύει την έννοια της ελεύθερης βούλησης και της επιλογής ακόμα και σε περιπτώσεις που φαίνεται ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Οι άνθρωποι εγκλωβίζονται σε στερεότυπα και επιβεβλημένες συμπεριφορές, δίχως να έχουν πάντοτε τη δυνατότητα ή το σθένος να ορθώσουν το ανάστημά τους και να διαχωρίσουν τη θέση τους, ενώ μεγαλύτερη πίεση δέχονται οι γυναίκες, οι οποίες εξακολουθούν να βιώνουν τα αποτελέσματα της πατριαρχίας και της ανδρικής εξουσίας.
Φυσικά τίποτα στη ζωή δεν είναι απόλυτο και η ερεβώδης αυτή κατάσταση φωτίζεται από την ελπίδα που παραμένει αέναα ζωντανή και τον έρωτα που τροφοδοτεί τα όνειρα και δίνει το θάρρος για την κατάκτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Από τη μια πλευρά λοιπόν η σκιά και το σκοτάδι που κρύβει ό,τι δεν πρέπει να φανερωθεί και από την άλλη το φως που μάχεται να φέρει την αισιοδοξία και τη χαρά.
Ένα παιχνίδι που συμβολίζεται με το χιόνι που εγκλωβίζει τον Κα επί τέσσερις ολόκληρες ημέρες στο Καρς και υποδηλώνει την αγνότητα και την καθαρότητα, αλλά συνάμα τη δέσμευση, τον περιορισμό και την κρυψίνοια. Ένα σύμβολο δηλαδή που εμπεριέχει την ομορφιά και την ασχήμια, το εμφανές και το άδηλο, το άγραφο και το γραμμένο.