Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 4ο μέρος
«Ουδείς ανάγκης μείζον ισχύει νόμος»[1], είχε σχολιάσει ο Μένανδρος και η Έλλη, παρόλο που δεν είχε παρανομήσει ποτέ μέχρι τότε και ανησυχούσε για τις συνέπειες που θα είχε η συναναστροφή της με τον σκοτεινό και άγνωστο αυτόν κόσμο, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να οπισθοχωρήσει και να πει στη Φρόσω ότι μετάνιωσε για την απόφασή της να δεχτεί τη δουλειά, αφού τα χρήματα και η ελευθερία κινήσεων που θα της χάριζαν, ήταν ισχυρότερα από τον φόβο της.
Πέρα από αυτό όμως, δεν αρνιόταν ότι ανέκαθεν ένιωθε δέος απέναντι στις σκιές και ζήλευε κατά βάθος εκείνους που τολμούσαν να αψηφήσουν τον κίνδυνο. Τώρα είχε επομένως την ευκαιρία να κερδίσει ό,τι ποθούσε και γι’ αυτό – αγνοώντας τη φωνή της συνείδησής της, πήγε το απόγευμα στο κατάστημα ρούχων που της είχε πει η Φρόσω και ακολούθησε κατά γράμμα τις εντολές της από την αρχή ως το τέλος.
«Να είσαι ψύχραιμη», την είχε συμβουλεύσει και η Έλλη φρόντισε να είναι προσεκτική για να μην κινήσει υποψίες.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα. Διάλεξε ένα παντελόνι, μπήκε στο δοκιμαστήριο, βρήκε το πακέτο μέσα στην τσάντα που είχε αφήσει η γυναίκα που είχε βγει νωρίτερα και της είχε δείξει σε φωτογραφία η Φρόσω, το έβαλε στη δική της τσάντα και ύστερα βγήκε λέγοντας στην πωλήτρια ότι το παντελόνι δεν ταίριαζε στο σώμα της. Έψαξε δυο – τρία λεπτά στις κρεμάστρες, είδε ότι η κρυφή συνεργάτιδά της επέστρεψε στο δοκιμαστήριο για να πάρει τα πράγματά της και έφυγε με ένα έντονο ύφος απογοήτευσης για τη χαμένη ευκαιρία αγοράς.
Με κανονικό ρυθμό βηματισμού, περπάτησε μέχρι το επόμενο τετράγωνο, σταμάτησε ένα ταξί και πήγε στο πάρκο που της είχε υποδείξει η Φρόσω για να παραδώσει το πακέτο.
Εκεί, κάθισε σ’ ένα παγκάκι, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε μια σακούλα, όπου είχε κρύψει το πακέτο και ένα βιβλίο. Στη συνέχεια ακούμπησε την τσάντα και τη σακούλα δίπλα της και άρχισε να διαβάζει.
Δέκα λεπτά αργότερα, κάθισε δίπλα της μια άλλη γυναίκα – γνώριμη και αυτή από φωτογραφία – και ακούμπησε μια υπερμεγέθη τσάντα πάνω στη σακούλα.
Η Έλλη περίμενε άλλα πέντε λεπτά και έπειτα έφυγε, παίρνοντας μόνο την τσάντα της και αφήνοντας τη σακούλα που ήταν πλέον αθέατη από όποιον και αν την παρακολουθούσε.

Έκανε έναν μικρό περίπατο στην περιοχή και αφού απομακρύνθηκε αρκετά από το πάρκο, σταμάτησε ένα ταξί και επέστρεψε στο σπίτι της.
Αυτή η εύκολη και απλή διαδρομή ήταν λοιπόν για εκείνη το βάφτισμα του πυρός και όπως θα μάθαινε αργότερα από τη Φρόσω, η δοκιμασία της, αφού το πακέτο ήταν εντελώς άδειο.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου τριμήνου, οι εβδομαδιαίες διαδρομές θα εντάσσονταν στην καθημερινότητά της και σύντομα ο φόβος θα παραχωρούσε τη θέση του στην επιθυμία για τολμηρότερες επιχειρήσεις.
Έτσι, όταν η Φρόσω της πρότεινε να δουλέψει στη χαρτοπαικτική της Λέσχη, η Έλλη δέχτηκε δίχως ενδοιασμούς και ρούφηξε σαν σφουγγάρι όλα όσα της δίδαξαν οι συνεργάτες της Φρόσως για τα τυχερά παίγνια και κυρίως για τους τρόπους εξαπάτησης των παικτών.
Έξυπνη, μεθοδική, οργανωτική, εχέμυθη και παρατηρητική, κέρδιζε διαρκώς την εμπιστοσύνη της Φρόσως και μέσα σε δυο χρόνια κατάφερε να ενταχθεί στον στενό κύκλο συνεργατών της. Παραιτήθηκε από τη δουλειά της και προσελήφθη στην εταιρεία της Φρόσως που δεν αποτελούσε παρά μια βιτρίνα για το ξέπλυμα των παράνομων δραστηριοτήτων της.
Ο καιρός περνούσε και η Έλλη δεν μετάνιωνε ούτε στιγμή για τις επιλογές της, αφού είχε κερδίσει πλέον αρκετά χρήματα για να εξοφλήσει το δάνειό της και να απολαύσει ό,τι είχε στερηθεί. Δασκαλεμένη βέβαια από τη Φρόσω, ούτε είχε καταθέσει τα χρήματα στην Τράπεζα, ούτε είχε δώσει σημάδια στον περίγυρό της για την αλλαγή της οικονομικής της κατάστασης. Το κομπόδεμά της ήταν κρυμμένο σε ασφαλές σημείο και οι μικρές πολυτέλειες που προσέφερε στον εαυτό της, πληρώνονταν μόνο με μετρητά και δεν αποκαλύπτονταν σε κανέναν.
Η ζωή της κινούταν σε ένα παράλληλο άξονα και είχε υιοθετήσει ένα διπλό προσωπείο που άλλαζε ανάλογα με τα άτομα που συναναστρεφόταν. Από τη μια πλευρά η σεμνή, έντιμη και ευγενική κοπέλα που πάλευε για την επιβίωση και από την άλλη η σκληρή, αμείλικτη επαγγελματίας και το δεξί χέρι της αφεντικίνας που έτρεμαν όλοι.
Μια διαδρομή ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι και ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι που την προκαλούσε κάθε φορά να υπερβεί τα όριά της.

Συνεχίζεται….
Συνταγή της Αμβροσίας: Λιτή πολυτέλεια
Υλικά:
1 κούπα καραβίδες
2 κούπες γαρίδες
6 – 7 αγγουράκια τουρσί
2 κ. σ. κάπαρη
2 κ. σ. φρέσκα κρεμμυδάκια
2 κ. σ. άνηθος
1 πράσινη πιπεριά
1 κόκκινη πιπεριά
1 δόση μαγιονέζας
1 κ. σ. κέτσαπ
Εκτέλεση:
Βράζουμε τις καραβίδες και τις γαρίδες και τις ψιλοκόβουμε. Ομοίως ψιλοκόβουμε το τουρσί, τις πιπεριές, τον άνηθο και τα κρεμμυδάκια.
Στη συνέχεια τοποθετούμε σε μια λεκάνη όλα τα υλικά, εκτός από τη μαγιονέζα και το κέτσαπ και τα ανακατεύουμε απαλά. Προσθέτουμε τα ¾ μαγιονέζας και το κέτσαπ και ανακατεύουμε. Αναποδογυρίζουμε σε φόρμα, ώστε να πάρει σχήμα, σερβίρουμε σε πιατέλα και γαρνίρουμε με την υπόλοιπη μαγιονέζα.
[1] «Δεν υπάρχει νόμος που να είναι ισχυρότερος της ανάγκης», Μένανδρος, 4ος αι. π.Χ.