#illusionskiller Γιώργος Παρασκευόπουλος
Στο κατάστημα της γειτονιάς.
Ένα μαγαζί από αυτά που λέμε “γενικού εμπορίου”.
Λίγο μπακάλικο, λίγο μίνι μάρκετ, ψιλικατζίδικο, χαρτικά, διακοσμητικά, ακόμα και αποκριάτικες στολές πουλάει κατά την περίοδο των Αποκριών.
Ως είθισται, το συγκεκριμένο κατάστημα εκτελεί και χρέη “σημείου διερχομένων”. Κοινώς, είναι στέκι.
Οι πελάτες, που κατά κανόνα είναι και γείτονες, κάθονται συνήθως λίγο περισσότερο απ’όσο χρειάζεται για να ανταλλάξουν καμιά κουβέντα με άλλους πελάτες γείτονες, επί παντός του επιστητού!
Όλα κάτω από την επίβλεψη της Αντιγόνης, της ιδιοκτήτριας του μαγαζιού, η οποία ξέρει τα πάντα για τη γειτονιά και είναι ένα άτυπο είδος συντονίστριας των διαφόρων συζητήσεων.
Συζητήσεις, που άλλες φορές περιορίζονται σε μερικές φράσεις ελαχίστων λεπτών, άλλες φορές πάλι, κρατάνε ώρα, ακόμα και ώρες!
Στο χώρο υπάρχουν και κανά δυό καθίσματα, για κάποιον που θα ήθελε να αράξει εκεί για λίγο.
Το ένα κάθισμα είναι συνήθως πιασμένο από την κυρία Ευγενία. Την ογδοντάρα του πρώτου ορόφου, που μην έχοντας κάτι άλλο να κάνει, έχει κάνει το εν λόγω κατάστημα μόνιμο στέκι της.
Οι διάφορες συζητήσεις, δίνουν και παίρνουν, πολλές φορές έχοντας ως αφορμή κάτι που θα ακουστεί από τη μόνιμα αναμμένη μικρή τηλεόραση, που συνήθως λέει τα νέα.
Εκείνο το απόγευμα, ήταν άλλη μία συνηθισμένη μέρα, με τους διερχόμενους πελάτες γείτονες να πάνε και να έρχονται.
Μια συζήτηση, από αυτές που συχνά ανάβουν, είναι σε εξέλιξη και υπάρχει μια σχετική ιλαρότητα. Κάτι αστείο περιγράφεται και ακούγονται μερικά γέλια.
Ξάφνου, ακούγεται η σιγανή μα και τραχιά φωνή της κυρά Ευγενίας!
“Ο γρουσούζης!”, λέει και αμέσως πέφτει νεκρική σιγή..
Τα βλέμματα και τα κεφάλια, όσο πιό διακριτικά γίνεται, στρέφονται προς την είσοδο του μαγαζιού.
Εκείνη τη στιγμή, ανοίγει η τζαμένια πόρτα και μπαίνει ο “γρουσούζης”.
Αδιευκρινίστου ηλικίας, κάτι μεταξύ πενήντα και εξήντα. Σχετικά ψηλός και ευθυτενής.
Απόλυτα αγέλαστος και μόνιμα σκυθρωπός. Εξού και το προσωνύμιο “γρουσούζης”.
Κανείς δε τον θυμάται να γελά. Έστω να χαμογελά.
Τα ρούχα του ταίριαζαν με τη σκοτεινή και μίζερη φυσιογνωμία του. Φτηνιάρικα, κατά πάσα πιθανότητα αγορασμένα από καλάθια.
Εμφάνιση που σε παραπέμπει σε περιορισμένο εισόδημα, μόνο που κάτι τέτοιο δε συνέβαινε.
Ο “γρουσούζης”, είχε καλή δουλειά σε Δημόσια Υπηρεσία και λάμβανε αξιοπρεπή μισθό. Επίσης έπαιρνε νοίκι από ένα διαμέρισμα που είχε στην πολυκατοικία.
Η Αντιγόνη επίσης, σε μια κουτσομπολίστικη εκτροπή της, είχε πει στους υπόλοιπους πως ο κυρ Γιάννης ο υδραυλικός που είχε πάει στο σπίτι του γρουσούζη για ένα μαστόρεμα, της είχε πει πως το σπίτι του ήταν όπως αυτός! Μίζερο!
“Μα τι τα κάνει τόσα λεφτά που κερδίζει;” ήταν η απορία όλων! Άσε που πολλές φορές έκανε φασαρία για τις τιμές του μαγαζιού, μέχρι που η Αντιγόνη του είπε πως αν της ξανακάνει κουβέντα, θα χρησιμοποιήσει το δικαίωμα της να αρνηθεί την εξυπηρέτηση!
Ο γρουσούζης της είχε ρίξει μια φαρμακερή και ξυνή ματιά, αλλά δε μίλησε και συνέχισε να ψωνίζει από εκεί, ελάχιστα πράγματα και τσιγκούνικα όπως πάντα.
Τα παιδιά στη γειτονιά τον φοβόντουσαν έτσι σκυθρωπός και κακότροπος που ήταν πάντα και τον απέφευγαν. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, μόνο το δικό του κουδούνι δε χτύπαγαν για να πουν τα κάλαντα.
Άλλωστε, μόνο το δικό του σπίτι ήταν αστόλιστο.
…και όμως!
Η κυρά Ευγενία τον θυμάται από τα παλιά! Από τα μικράτα του!
Από τότε που ήταν μικρό παιδάκι και έπαιζε στη γειτονιά με τα άλλα παιδάκια! Τον θυμάται που….. χαμογέλαγε!
Όχι μόνο αυτό, αλλά το χαμόγελο ήταν από τα χαρακτηριστικά του! Ήταν ένα γελαστό παιδί, που αργότερα είχε γίνει ένας γελαστός έφηβος και ένας γελαστός και όμορφος νέος άνδρας! Το χαμόγελο πάντα ομορφαίνει! Ακόμα και ένας άσχημος άνθρωπος, με ένα χαμόγελο μπορεί να γίνει όμορφος!
Ο γρουσούζης παλιά, όπως λέει η κυρά Ευγενία, ήταν χαρακτηριστικά γελαστός και θετικός άνθρωπος!
Οι υπόλοιποι δυσκολεύονται να την πιστέψουν. Εχέγγυο είναι το γεγονός πως, παρά τις δεκαετίες που τη βαραίνουν, η κυρά Ευγενία τα’χει τετρακόσια και είναι η ζωντανή μνήμη της γειτονιάς, από τότε που υπήρχαν μόνο μονοκατοικίες..
Μα είναι δυνατόν αυτός ο τόσο σκοτεινός και μίζερος άνθρωπος να ήταν κάποτε έτσι;!
Για να το λέει η συγκεκριμένη έγκριτη πηγή, έτσι θα ήταν!
Αλλά τι έγινε και κατάντησε έτσι;! Γιατί περί κατάντιας πρόκειται..
Η ηλικιωμένη γυναίκα συνεχίζει τις πληροφορίες.
Περιγράφει έναν όμορφο και αισιόδοξο νέο άνδρα, που του άρεσε να βοηθά και να στηρίζει τους γύρω του.
Μέχρι που έπεσε θύμα εκμετάλλευσης. Όχι κάτι ασύνηθες για ανθρώπους σαν αυτόν, που τους αρέσει να προσφέρουν βοήθεια.
Κάπου εκεί, εκείνα τα χρόνια που είχε φάει απανωτές σφαλιάρες από άτομα που νόμιζε για φίλους, ήταν που ήρθε και το μεγάλο χτύπημα.
Έπιασε την αρραβωνιαστικιά του με άλλον!
Όχι με οποιονδήποτε άλλον, αλλά με τον κολλητό του φίλο! Αυτό που είχε σαν αδελφό!
Κάπου εκεί ο κόσμος του κατέρρευσε και χάθηκε στα σκοτάδια του θυμού..
Τότε ήταν που κλείστηκε στον εαυτό του σα στρείδι και μέρα με τη μέρα γίνονταν όλο και πιό απόμακρος, όλο και πιό σκληρός, όλο και πιό μίζερος.
Μέχρι που κατέληξε να είναι ο σκυθρωπός και κακότροπος γέρος του σήμερα!
Γέρος;
Η ηλικιωμένη λέει στους εμβρόντητους παριστάμενους πως ο “γρουσούζης” είναι λίγο πάνω από πενήντα ετών! Νέος άνθρωπος!
Όλοι τον είχαν για εξηνταπεντάρη!
“Κοίτα τι μπορείς να πάθεις από μερικές αναποδιές”, παρατηρεί η Αντιγόνη, μόνο και μόνο για να τη διορθώσει η κυρά Ευγενία.
“Ξέρεις κοπέλα μου κανέναν που να μην έχει περάσει ζόρια; Εγώ στα ογδοντα τέσσερα μου, δεν ξέρω! Δεν έχει σχέση τι μας συμβαίνει στη ζωή, αλλά πως το αντιμετωπίζουμε και τι μαθαίνουμε από τις αναποδιές που μας τυχαίνουν. Αυτός επέλεξε να κλειστεί στον εαυτό του και να περάσει τη ζωή του στη μιζέρια”..
Μια δυό στιγμές σιωπής, έτσι ώστε οι παριστάμενοι να επεξεργαστούν τα σοφά λόγια της γερόντισσας.
Από τη μικρή τηλεόραση ακούστηκε μία είδηση.
Αφορμή για άλλη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων.
Η Αντιγόνη χτυπά στη ταμειακή ένα προϊόν και το απόγευμα κυλά όπως όλα τα απογεύματα.
Αύριο περιμένει νέες παραλαβές. Στολίδια.
Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα..