Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 1930 η Ζέλντα Σάιρ εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική της Ελβετίας και τέσσερα χρόνια αργότερα ο σύζυγός της, ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας και εκπρόσωπος της Χαμένης Γενιάς Αμερικανών Λογοτεχνών, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, εξέδωσε το τέταρτο και τελευταίο εν ζωή μυθιστόρημά του, το «Τρυφερή είναι η νύχτα».

Με τίτλο εμπνευσμένο από το ποίημα του Άγγλου ρομαντικού ποιητή Τζον Κίτς «Ωδή σ’ ένα αηδόνι», και επηρεασμένος από την περιπέτεια της Ζέλντα, ο Φιτζέραλντ τοποθετεί την αρχική γνωριμία των δυο πρωταγωνιστών – του Ντικ και της Νικόλ Ντάιβερ – σε μια ψυχιατρική κλινική της Ελβετίας. Εκείνος είναι ένας νεαρός ψυχίατρος είκοσι έξι ετών με φιλοδοξίες και όνειρα για την επιστήμη του και εκείνη μια κοπέλα περίπου δεκαοχτώ ετών που προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό της και να ξαναβρεί τις ισορροπίες της έπειτα από μια δραματική εμπειρία.

Η σχέση ιατρού και ασθενούς σύντομα θα εξελιχθεί και θα καταλήξει σ’ έναν γάμο που θα χαρακτηρίζεται από βαθειά αγάπη, πάθος, αλλά και αλληλεξάρτηση που σταδιακά θα αντιστρέψει τους ρόλους και θα οδηγήσει το ζευγάρι – έπειτα από δεκαπέντε χρόνια κοινής πορείας – σε διαφορετικές ατραπούς.

Η Νικόλ θα θεραπευθεί, θα επιδείξει μια πρωτόγνωρη και απρόσμενη ικανότητα να αναλάβει τα ηνία της ζωής της και θα είναι εμμέσως χειριστική με τα άτομα του περιβάλλοντός της, ενώ ο Ντικ θα φανεί άβουλος να συνεχίσει και να προχωρήσει.

Σ’ ένα έργο που – όπως αναφέρει ο μεταφραστής του Μιχάλης Μακρόπουλος στο επίμετρο της έκδοσης που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο – δεν είχε την ίδια ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό με τα προηγούμενα – ο συγγραφέας συνθέτει λοιπόν δυο χαρακτήρες αληθινούς και ανθρώπινους. Δυο νέους που διψούν μεν για ζωή και επιθυμούν, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα μέλη της γενιάς του Μεσοπολέμου, να χαρούν, να αγαπήσουν και να ευτυχήσουν, αλλά δεν πετυχαίνουν να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, είτε λόγω αδυναμίας, είτε λόγω έλλειψης πίστης σε αυτά.

Μέσω της δικής τους λοιπόν παρουσίας, ο Φιτζέραλντ οπτικοποιεί την περίοδο των «Années Folles» την ευμάρεια – αφού δεν πρέπει να παραβλεφθεί η πολυτελής διαβίωση που παρέχει στο ζεύγος η οικογενειακή περιουσία της Νικόλ – τον κοσμοπολιτισμό, τα ταξίδια, τις απολαύσεις, τη ξενοιασιά της Γαλλικής Ριβιέρας, αλλά και τον κορεσμό που αισθάνονται εκείνοι που χάνουν τον σκοπό τους και αναλώνουν τις ημέρες τους σε ανούσιες αγορές και διασκεδάσεις, επιζητώντας απλώς να γεμίσουν τις ώρες τους με δραστηριότητες.

Παράλληλα, προβάλλεται η διαφορά νοοτροπίας των Αμερικανών και των Γάλλων – Ευρωπαίων πολιτών. «(…) Η άξαφνη ατονία που καταλαμβάνει τους αμερικανούς ταξιδιώτες σε ήσυχους ξένους τόπους. Κανένα ερέθισμα δεν τις κέντριζε, καμιά εξωτερική φωνή δεν τις καλούσε, κανένας άλλος δεν απηχούσε τις δικές τους σκέψεις και δίχως τη βοή της Αυτοκρατορίας, ένιωθαν πως εδώ η ζωή είχε πάψει».

Ο σχολιασμός του δημιουργού θίγει επομένως την αναζήτηση του νοήματος της ζωής και την απόρριψη του σύγχρονου Αμερικανικού ματεριαλισμού που απασχόλησαν τους λογοτέχνες της Χαμένης Γενιάς και σχολιάστηκαν στα έργα τους, όπως επί παραδείγματι στον «Τροπικό του Καρκίνου» του Χένρυ Μίλλερ που εκδόθηκε την ίδια χρονιά, δηλαδή το 1934.

«Το Παρίσι είναι γεμάτο με φτωχούς κι είναι οι πιο περήφανοι και οι πιο εξαθλιωμένοι φτωχοί του κόσμου, έτσι θαρρώ. Κι ωστόσο δίνουν την εντύπωση ότι είναι μια χαρά εκεί, είναι στο σπίτι τους. Να τι διακρίνει τον Παριζιάνο από τις ψυχές όλων των άλλων μητροπόλεων. (…) Η Νέα Υόρκη κάνει ακόμα κι έναν πλούσιο να αισθάνεται την ασημαντότητά του. Η Νέα Υόρκη είναι κρύα, απαστράπτουσα, κακόβουλη. Το κτίριο κυριαρχεί, δεσπόζει το οικοδόμημα. Υπάρχει ένα είδος εξατομικευμένης φρενίτιδας σε όσα διαδραματίζονται εκεί (…) μια ακόπαστη αναστάτωση, ένας αναβρασμός αέναος (…). Μια ολόκληρη πόλη υψωμένη στο ρηχό κοίλωμα της ασημαντότητας»[1].

Το ύφος γραφής που χαρακτηρίζει το εν λόγω έργο του Φιτζέραλντ είναι περιγραφικό, σκηνογραφικό και με μια διάστικτη αίσθηση μελαγχολίας που επιζητά ενδοσκοπική ανάλυση. Ο ίδιος ο μυθιστοριογράφος φέρεται άλλωστε να έχει δηλώσει «Δείξτε μου έναν ήρωα και θα σας γράψω μια τραγωδία» και ο Ντικ Ντάιβερ, ενώ ξεκινά με τις καλύτερες προοπτικές και υψηλές προσδοκίες, καταλήγει να παρατηρεί την καταβαράθρωση των ιδανικών του και των δεδομένων που θεωρούσε ότι τον τροφοδοτούσαν με σθένος και πίστη για να προχωρήσει.

Το κείμενο ισορροπεί συνεπώς ανάμεσα στην τάση αποκαλυπτικής ωμότητας – υπό την έννοια αντιμετώπισης των καταστάσεων στις πραγματικές τους διαστάσεις – και  τη θεωρία του υπαρξισμού, ενώ σε ορισμένα σημεία οι αναφορές της μητέρας της ηθοποιού, που βάζει σε πειρασμό τον Ντικ, θυμίζουν τη γιαγιά της Ζιζί στο ομώνυμο έργο της Κολέτ.

Εμφανής είναι επίσης και η επιρροή των προσωπικών εμπειριών του Φιτζέραλντ. Μιας επιρροής που λειτουργεί ως καύσιμη ύλη της μυθιστορηματικής γραφής, αφού όπως αποδεικνύεται από εκείνους που άφησαν το αποτύπωμά τους στον λογοτεχνικό κόσμο, κανείς δεν δύναται να περάσει την πύλη της συγκεκριμένης καλλιτεχνικής έκφρασης αν δεν έχει μάθει πρωτίστως τι σημαίνει να ακροβατεί κάποιος σ’ ένα σκοινί που είναι έτοιμο να σπάσει και δίχως να υπάρχει δίχτυ ασφαλείας.


[1] Μτφ Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, Εκδόσεις Μεταίχμιο.