Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 5ο μέρος
Ο Λαυρέντης ξαναδιάβασε τις σημειώσεις του για την προετοιμασία του τέταρτου μέρους της ιστορίας που είχε ξεκινήσει να γράφει. Είχαν ήδη περάσει τρεις εβδομάδες από την αρχική δημοσίευση και το αναγνωστικό κοινό συνέχιζε να αδημονεί για τη συνέχεια του αφηγήματος.
Ακόμα και ο αρχισυντάκτης του ήταν πολύ ευχαριστημένος με την ιδέα και κάθε φορά που ο Λαυρέντης του έστελνε το νέο κείμενό του, κατέκλυζε το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο με διθυραμβικά σχόλια.
Ο Λαυρέντης ένιωθε ανακουφισμένος που είχε ξαναβρεί την έμπνευσή του, όμως παράλληλα αισθανόταν πως υπήρχε κάτι που του διέφευγε.
Η μαυροντυμένη φιγούρα – που ο ίδιος είχε ταυτοποιήσει ως ένα αθώο θύμα με αγαθές προθέσεις – είχε εξάψει την περιέργειά του και ήθελε οπωσδήποτε να ανακαλύψει το μυστικό της.
Η παρουσία της δεν ήταν τυχαία και δεν είχε πλέον καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, αφού την είχε ξαναδεί και άλλες φορές να ξεγλιστρά μέσα στο σκοτάδι. Πάντοτε την ίδια ώρα, φορώντας τα ίδια ρούχα και κινούμενη με τις ίδιες επιφυλάξεις.
Έξι συνεχόμενα βράδια, μέχρι που δημοσιεύτηκε το πρώτο σχετικό κείμενό του. Έπειτα η μορφή εξαφανίστηκε και δεν ξαναφάνηκε ούτε μια φορά.
Η απουσία της παραξένεψε στην αρχή τον Λαυρέντη, στη συνέχεια όμως και αφού ανέλυσε τα δεδομένα, κατάλαβε ότι η μορφή είχε διαβάσει την ιστορία του και κρύφτηκε για να τον αποφύγει.
Το ίδιο το γεγονός θα μπορούσε επομένως να τον οδηγήσει σε άπειρα συμπεράσματα, όμως ο Λαυρέντης – φύσει προσεκτικός και καλός αναλυτής δεδομένων – κατέληξε ότι η μορφή δεν ήταν επισκέπτης στη γειτονιά, αλλά κάποιος κάτοικος που γνώριζε τόσο ότι ο ίδιος κατοικούσε στην περιοχή, όσο, πιθανότατα, και την πολυκατοικία του.
«Προφανώς διάβασε την εφημερίδα, κατάλαβε ότι την είχα δει και γι’ αυτό δεν ξαναπέρασε από τον δρόμο μου», μονολόγησε ευχαριστημένος με τη διαπίστωσή του και παράλληλα ανήσυχος για την ταυτότητα της άγνωστης παρουσίας, αφού αν επρόκειτο για κάποιον κακοποιό, ίσως να κινδύνευε.
Ο συλλογισμός του τον τρόμαξε και καθώς ένα ρίγος φόβου διαπέρασε το κορμί του, αποφάσισε να ερευνήσει το ζήτημα, ώστε να έχει και εκείνος το πλεονέκτημα της γνώσης, έναντι του αγνώστου.
«Ξέρει ποιος είμαι και πού μπορεί να με βρει, ενώ εγώ δεν έχω κανένα στοιχείο», σκέφτηκε και έτσι, δίχως να χάσει άλλον καιρό, αποφάσισε να ξεδιαλύνει το μυστήριο και να ανακαλύψει το πρόσωπο που κρυβόταν κάτω από τη μαυροντυμένη φιγούρα.
Η αναζήτησή του φυσικά δεν ήταν διόλου εύκολη, επειδή – παρά τις προσπάθειές του τα βράδια που την είχε αντικρίσει – δεν είχε καταφέρει να διακρίνει ούτε το φύλο, ούτε κάποιο χαρακτηριστικό της. Όσον δε για το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε, αυτό ήταν διαφορετικό μοντέλο κάθε φορά και ακολουθούσε μια κατεύθυνση που ήταν εκτός του οπτικού πεδίου του Λαυρέντη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαβάσει την πινακίδα του.
Το μοναδικό στοιχείο που είχε στη διάθεσή του ήταν πως το άγνωστο αυτό άτομο έστριβε στη γωνία που βρισκόταν δυο τετράγωνα παρακάτω από το σπίτι του. Δεδομένου λοιπόν ότι σ’ εκείνη την περιοχή υπήρχε πάντοτε άπλετος κενός χώρος στάθμευσης, ο Λαυρέντης συμπέρανε ότι η μορφή απέφευγε να αναγνωριστεί.

Με αφετηρία αυτήν τη λεπτομέρεια, ξεκίνησε να περιδιαβαίνει στους κοντινούς δρόμους, ελπίζοντας ότι θα την ξετρυπώσει.
Δυο ολόκληρες εβδομάδες τριγυρνούσε μάταια με την αγωνία της ποθητής συνάντησης, αλλά – καθώς οι περισσότεροι δεν είχαν επιστρέψει ακόμα από τις καλοκαιρινές τους διακοπές – δεν βρήκε ούτε έναν περαστικό στο διάβα του.
Δεν υπήρχε λοιπόν κανείς τριγύρω. Κανείς, εκτός από μια νεαρή νοσοκόμα που διακρινόταν από τη στολή που φορούσε και η οποία έβγαινε από μια μικρή πολυκατοικία, έμπαινε σ’ ένα μαύρο smart αυτοκίνητο πενταετίας και έφευγε προς άγνωστη κατεύθυνση.
Το πρώτο βράδυ που την είδε ο Λαυρέντης, δεν έδωσε καμιά σημασία. Το δεύτερο τη λυπήθηκε που ήταν αναγκασμένη να εργάζεται τη νύχτα, αλλά το τρίτο η λογική υπερίσχυσε του συναισθήματος και του έδειξε τα σημάδια που είχε αγνοήσει.
Πρώτα απ’ όλα εστίασε στην ώρα, διότι, αν και οι γνώσεις του για τις βάρδιες των νοσοκομείων ήταν περιορισμένες, θεωρούσε ότι θα έπρεπε να «χτυπάει κάρτα» μία ή δυο ώρες νωρίτερα.
Έπειτα, υπήρχε κάτι επάνω σε αυτήν την κοπέλα που τον έκανε να διαισθανθεί ότι ήταν πλασματική.
Σε πρώτο επίπεδο δεν εντόπιζε τίποτα περίεργο. Ήταν μετρίου ύψους, με αδιάφορα χαρακτηριστικά, άβαφη και φορούσε μια στολή νοσοκόμας και αθλητικά παπούτσια.
Υπήρχε όμως κάτι απροσδιόριστο που χτυπούσε στον Λαυρέντη ένα καμπανάκι κινδύνου. Ένα δυσδιάκριτο στοιχείο που παιδεύτηκε πολύ για να το ανακαλύψει, αλλά στο τέλος κατάφερε να το εντοπίσει.
Ξαφνικά και ενώ πίστευε ότι βρισκόταν σ’ αδιέξοδο, είχε μια αναλαμπή. Μια μικρή λάμψη φώτισε τα ίχνη, όπως ακριβώς όταν προσπαθούσε να σκιάσει τις κρυμμένες λέξεις σε κάποιο παιχνίδι αναγραμματισμού. Έτσι ακριβώς, σε ανύποπτο χρόνο, κατάλαβε ότι το στοιχείο που δεν ταίριαζε με τη συνολική εικόνα της νοσοκόμας ήταν το περπάτημά της.
Ένας βηματισμός αλαζονικός και κυριαρχικός που παρέπεμπε σε μια ηγετική, φιλόδοξη και σκληρή προσωπικότητα και όχι σε μια κοπέλα που εξασκούσε ένα ανθρωπιστικό επάγγελμα που επικεντρωνόταν στη φροντίδα και τη στήριξη ασθενών.
Ένα άτομο που συνδιαλέγεται καθημερινά με τη θλίψη και τον πόνο, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αδίστακτο. Τουλάχιστον έτσι πίστευε ο Λαυρέντης και γι’ αυτό ήταν σίγουρος ότι αυτή η κοπέλα δεν ήταν νοσοκόμα από επιλογή, αλλά από ανάγκη.
Εκτός βέβαια και αν …
Αν η στολή ήταν απλώς μια μεταμφίεση και αν αυτή η κοπέλα κρυβόταν από κάποιους, όπως και η εξαφανισμένη μαυροντυμένη φιγούρα;;;;

Συνεχίζεται….
Συνταγή της Αμβροσίας: Μασκαρεμένο πορτοκάλι
Υλικά:
10 μανταρίνια
1 ½ κιλό τσικουδιά (άοσμη και απαλή)
1 κούπα κονιάκ
2 κούπες ζάχαρη
Εκτέλεση:
Πλένουμε και σκουπίζουμε καλά τα μανταρίνια. Τα χαράζουμε σε τέσσερα σημεία και στη συνέχεια αδειάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό δυο φορές (για να μην υπάρχουν ίνες από τα μανταρίνια) και το αδειάζουμε σε μια κρυστάλλινη μποτίλια.