Από την Ισμήνη Χαρίλα
Η ιστορία καταγράφει τα γεγονότα ενός πολέμου, τη χρονική αλληλουχία, τα στατιστικά μεγέθη υλικών και ανθρώπινων απωλειών, καθώς και τις διπλωματικές εξελίξεις. Αν όμως από τη δική της πλευρά επιχειρεί να διερευνήσει και να ερμηνεύσει τους λόγους, τα αίτια και τα αποτελέσματα, ο τομέας της αποτίμησης της καθημερινότητας, των εμπειριών, της αφομοίωσης και της αντίδρασης εκάστου ατόμου απέναντι στη σκληρότητα και τη βίαιη μεταβολή της ομαλότητας μεταφέρεται στις επόμενες γενιές χάρη στη μυθιστοριογραφία.
Χαρακτηριστικό έργο αναφοράς στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου είναι «Η Τριλογία του Λεβάντε» της Ολίβια Μάννινγκ που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ. Στα τρία υποέργα που περιλαμβάνει η Τριλογία, δηλαδή «Το δέντρο του κινδύνου», τη «Μάχη χαμένη και κερδισμένη» και τη «Σύνοψη των πραγμάτων», η συγγραφέας «ταξιδεύει» με τους βασικούς ήρωές της – το ζεύγος Γκάι και Χάριετ Πρινγκλ που είχε συστήσει στους αναγνώστες της με τη «Βαλκανική Τριλογία» – από την Αθήνα στο Κάιρο.
Η αφηγηματική αρχή σηματοδοτείται τον Απρίλιο του 1941, όταν ο Γκάι και η Χάριετ αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να διαφύγουν στην Αίγυπτο, προσπαθώντας να γλυτώσουν από τη γερμανική εισβολή και ελπίζοντας ότι θα καταφέρουν κατ’ αυτόν τον τρόπο να επιβιώσουν και να προστατευθούν από την αγριότητα της Κατοχής.
Ανάμεσα στους ομοεθνείς τους, αλλά και τους Αιγυπτίους, παλεύουν λοιπόν να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα και να βρουν τους ρυθμούς μιας κανονικότητας μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και να ξαναρχίσουν τη ζωή τους με βάση τις επιθυμίες τους.
Τοποθετώντας τους στο κέντρο της ιστορίας, η Μάννινγκ στήνει δυο αφηγηματικούς πυλώνες που διαχωρίζονται στην περιγραφή των πολεμικών γεγονότων και των μαχών και στη συναισθηματική αποτύπωση των πρωταγωνιστών και των προσώπων που τους περιβάλλουν.
Σε πρώτο επίπεδο η δημιουργός αναλύει τη σχέση του ζεύγους. Ο Γκάι είναι καθηγητής και αφοσιωμένος στη μελέτη. Αεικίνητος και κοινωνικός, μαγεύει όσους βρίσκονται γύρω του και χάνεται στις πολυάριθμες υποχρεώσεις του, ενώ η Χάριετ αποζητά να της αφιερώσει κάποιες ώρες από τον χρόνο του και να της αποδείξει την αγάπη και το ενδιαφέρον του. Η ετερόκλητη φιλοσοφική τους θεώρηση γεννά, όπως είναι αναμενόμενο, ορισμένες τριβές στον γάμο τους. Τριβές που τους αφυπνίζουν και τους προκαλούν να αποφασίσουν αν θέλουν και αν μπορούν να συνεχίσουν να είναι μαζί.

Σε δεύτερο επίπεδο και μέσω του στρατιώτη Σάιμον Μπόλντερστοουν, η Μάννινγκ καταπιάνεται με τα τεκταινόμενα στο πεδίο των μαχών και ιδίως με τα συναισθήματα των πολεμιστών που αναγκάζονται να σκοτώσουν, να αντικρίσουν κατάματα τον θάνατο, να αντιμετωπίσουν και να ξεπεράσουν τις φοβίες τους, αλλά και να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι η λήξη του πολέμου δεν σηματοδοτεί απαραίτητα την αρχή μιας νέας ζωής για εκείνους.
Στον αντίποδα τώρα των στρατιωτών στέκεται ο άμαχος πληθυσμός που διακρίνεται σ’ εκείνους που εξακολουθούν να έχουν τα χρήματα για να προσφέρουν στον εαυτό τους τη δυνατότητα διασκέδασης και απόλαυσης και σ’ εκείνους που στερούνται και αγωνίζονται ακόμα και για την εξασφάλιση της καθημερινής τροφής.
Σε εννιακόσιες περίπου σελίδες η Μάννινγκ παρουσιάζει επομένως μια ταραγμένη περίοδο της ιστορίας που παραμένει ακόμα και σήμερα ενεργή στις αναμνήσεις, αφού πολλοί από όσους βίωσαν τις θηριωδίες της εποχής είναι μέχρι σήμερα εν ζωή.
Σταδιακά, με φωτογραφική απεικόνιση που ενισχύεται από έντονες παρομοιώσεις και γλαφυρές περιγραφές, αλλά και βασιζόμενη στην προσωπική μνήμη αφού και η ίδια είχε ζήσει για ένα διάστημα στην Αίγυπτο, η συγγραφέας επιτυγχάνει να αναπαραστήσει τον συναισθηματικό κυρίως κόσμο των ανθρώπων, ανάλογα φυσικά με τη διαφορετική στάση που τείνει να κρατά ο καθένας σε μια εμπόλεμη κατάσταση, όπου ο θάνατος και η απώλεια κερδίζουν σταθερά στην ανάλυση των πιθανοτήτων.
Παρ’ όλα αυτά, δέον είναι να ειπωθεί ότι η Μάννινγκ δεν επιζητά να αφήσει ως παρακαταθήκη ένα δακρύβρεχτο έργο που στοχεύει στη συγκινησιακή φόρτιση των αναγνωστών. Αντιθέτως, ακολουθώντας τις λογοτεχνικές αρχές, παρατηρεί και καταγράφει, δίνοντας ελεύθερο χώρο για να αναπτυχθεί ο έρωτας και η αναζήτηση της χαράς, κυρίως από τις νεαρές παρουσίες του αφηγήματος που αδημονούν να γευτούν τα δώρα της νιότης και να μην χάσουν τις στιγμές ευδαιμονίας που μπορεί να τους προσφέρει.
Ο Ινδός ποιητής Καλιντάσα έγραψε ότι «το σήμερα που το έζησες όμορφα κάνει το κάθε χθες όραμα ευτυχίας και το κάθε αύριο όραμα ελπίδας». Και αυτήν την απειροελάχιστη ενδεχομένως ελπίδα ψάχνουν προφανώς όσοι θέλουν να κλείσουν τα μάτια τους στο αίμα και το μίσος που σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Διότι, πέρα από την απόδοση ευθυνών, τον απολογισμό των ορθών και λανθασμένων κινήσεων ή ακόμα και τον εντοπισμό του κοινού παρονομαστή που θα επιτρέψει στους ανθρώπους να ζήσουν αρμονικά και με ομόνοια μετά το πέρας του πολέμου, ίσως τελικά αυτό που έχει μεγαλύτερη βαρύτητα είναι η λείανση της φρίκης των εικόνων, αφού όπως σχολιάζει και η Χάριετ «υπάρχουν κάποιες αναμνήσεις που ξεπερνούν τα όρια της αντοχής (…)». Αναμνήσεις που ο καθένας θα κουβαλά πάντοτε μαζί του και που θα πρέπει να βρει τον τρόπο να αντέξει το βαρύ και επώδυνο φορτίο τους.