Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 6ο μέρος

Ο Λαυρέντης ήταν πλέον σίγουρος ότι η νοσοκόμα είτε ήταν το άτομο που αναζητούσε, είτε συνδεόταν μαζί του με κάποιον τρόπο. Σε μια ήσυχη και αδιάφορη γειτονιά, όπως η δική του, ήταν μεγάλη σύμπτωση η παρουσία δυο ανθρώπων που προσπαθούσαν να καλύψουν τα ίχνη και τις δραστηριότητές τους.

Βέβαια, ίσως να μην συνέβαινε τίποτα αξιοπερίεργο και η φαντασία του να ήταν υπεύθυνη για τα σενάρια και τις υποθέσεις που γεννούσε το μυαλό του.

Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Λαυρέντης ένιωθε ότι όφειλε να αναζητήσει την αλήθεια και τη λύση του μυστηρίου και γι’ αυτό το επόμενο βράδυ αποφάσισε να εστιάσει την παρακολούθησή του στη νεαρή νοσοκόμα.

Προετοιμασμένος για την αποστολή του, νοίκιασε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και δέκα λεπτά νωρίτερα από την ώρα που η άγνωστη έβγαινε από την πολυκατοικία, στήθηκε και την περίμενε στη γωνία του δρόμου που συνήθως έστριβε με το αυτοκίνητό της.

Ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά και ο Λαυρέντης κοιτούσε διαρκώς το ρολόι του, αγωνιώντας για όλα όσα θα ακολουθούσαν. Τελικά, ακριβώς στην ώρα που είχε υπολογίσει, το μαύρο smart αυτοκίνητο φάνηκε να κατευθύνεται προς το μέρος του και εκείνος φόρεσε το κράνος του και περίμενε με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

Το αυτοκίνητο έστριψε στη γωνία, πέρασε το σημείο όπου παραφυλούσε ο Λαυρέντης και εκείνος το ακολούθησε, διατηρώντας μια απόσταση ασφαλείας, για να μην γίνει αντιληπτός. Αρωγοί του στάθηκαν άλλωστε το σκοτάδι της νύχτας και η περιορισμένη κίνηση στους δρόμους που του επέτρεπε να οδηγεί με σταθερή ταχύτητα, αλλά και να παρακάμπτει σε στενά, ξαναβρίσκοντας σύντομα το smart που δεν παρέκκλινε της πορείας της λεωφόρου.

Είκοσι πέντε λεπτά αργότερα, έφθασαν τελικά σ’ ένα νυχτερινό κέντρο της παραλιακής. Η νοσοκόμα στάθμευσε στην πλαϊνή είσοδο, βγήκε από το αυτοκίνητο, κατευθύνθηκε προς μια μικρή αποθήκη, ξεκλείδωσε και προχώρησε στο εσωτερικό, κλείνοντας ξανά την πόρτα.

Ύστερα από μερικά λεπτά και ενώ ο Λαυρέντης προσπαθούσε μάταια να βρει έναν τρόπο για να τρυπώσει στην αποθήκη, η πόρτα άνοιξε ξανά και βγήκε μια γυναίκα.

Μια γυναίκα που δεν φορούσε στολή νοσοκόμας και αθλητικά παπούτσια, αλλά ένα μαύρο βραδινό φόρεμα με προκλητικό ντεκολτέ και ψηλοτάκουνες γόβες. Εντυπωσιακή, με άψογο μακιγιάζ και τα μαλλιά της να έχουν απαλλαγεί από το λαστιχάκι που τα συγκρατούσε σε αλογοουρά και να αγγίζουν πλέον ελεύθερα τους ώμους της, δεν έμοιαζε καθόλου με τη νοσοκόμα που παρακολουθούσε ο Λαυρέντης.

Ακόμα και ο ίδιος όφειλε να παραδεχτεί ότι δεν την αναγνώρισε αμέσως και την ταυτοποίησε μόνο από τον βηματισμό της. Τον αλαζονικό και κυριαρχικό βηματισμό της που όσο αντιθετικός ήταν με την προηγούμενη εμφάνισή της, τόσο ταιριαστός ήταν τώρα.

Η «νοσοκόμα» μπήκε στο νυχτερινό κέντρο και ο Λαυρέντης την ακολούθησε. Εκείνη προχώρησε σ’ έναν εσωτερικό διάδρομο και ο ίδιος κάθισε στο μπαρ και παρήγγειλε ένα ποτό.

Μια ώρα αργότερα και ενώ ο Λαυρέντης είχε συλλέξει νοερά όσες πληροφορίες χρειαζόταν για να συνεχίσει την έρευνά του για τον χώρο, η άγνωστη κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, παρατήρησε προσεκτικά την αίθουσα και τους θαμώνες και ύστερα έφυγε, έχοντας πάντα πίσω της τη σκιά του Λαυρέντη ο οποίος ξαφνιάστηκε βλέποντάς την να μην αλλάζει ρούχα, αλλά να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να τον οδηγεί σε μια γνωστή χαρτοπαικτική λέσχη των Βορείων Προαστίων στην οποία η πρόσβαση ήταν διαθέσιμη μόνο σε συγκεκριμένα άτομα.

Ο Λαυρέντης δεν είχε φυσικά τη δυνατότητα να περάσει το κατώφλι, διαισθάνθηκε όμως ότι και σε αυτόν τον χώρο, η άγνωστη δεν πήγε ως παίκτρια, αλλά για να τακτοποιήσει κάποιες περίεργες δοσοληψίες.

Ήταν περασμένες τέσσερις η ώρα το πρωί, όταν βγήκε από τη Λέσχη, έχοντας αλλάξει ξανά ρούχα και φορώντας τζιν παντελόνι, πουκάμισο, δερμάτινο μπουφάν και μποτάκια όλα σε μαύρο χρώμα.

Ο Λαυρέντης την κοιτούσε και δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ενώ είχε αρχίσει παράλληλα να φοβάται, αφού διέκρινε ότι αυτή η γυναίκα, όχι μόνο έκρυβε πολλά μυστικά, αλλά πιθανότατα ήταν και επικίνδυνη.

Παρ’ όλα αυτά δεν δίστασε και την ακολούθησε και στους δυο επόμενους προορισμούς της. Ένα κλειστό κατάστημα στο εμπορικό κέντρο της πόλης και μια πολυκατοικία σε μια παραδοσιακά αριστοκρατική και ακριβή περιοχή, όπου διακρινόταν αναμμένο φως μόνο στο ρετιρέ του τελευταίου ορόφου.

Η παράξενη αυτή διαδρομή ολοκληρώθηκε τις πρωινές ώρες και όταν επιτέλους ο Λαυρέντης επέστρεψε στο σπίτι του γύρω στις οχτώ, δεν είχε ιδέα πώς να ξεμπλέξει το κουβάρι και να συνδέσει όλες αυτές τις κινήσεις που φαίνονταν εντελώς αταίριαστες μεταξύ τους.

Για πρώτη φορά στη ζωή του βρισκόταν αντιμέτωπος με έναν γρίφο που έμοιαζε αναπάντητος και δίχως αρχή ή τέλος.

Όντας όμως θιασώτης της θεωρίας ότι κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του και πως ό,τι κλειδώνει, ξεκλειδώνει, δεν κοιμήθηκε, αλλά κάθισε στο γραφείο του και ξεκίνησε να καταγράφει τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, προσπαθώντας να βρει την άκρη της αλλόκοτης αυτής ιστορίας.

Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Ποθητή αμαρτία

Υλικά:

½ κιλό στραγγιστό γιαούρτι

250 γρ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του

5 αυγά (χωριστά τα ασπράδια μαρέγκα)

90 γρ. αραβοσιτέλαιο

1 κούπα φέτα (τριμμένη)

1 κούπα καπνιστό τυρί (τριμμένο)

½ κούπα καπνιστή γαλοπούλα (ψιλοκομμένη)

Εκτέλεση:

Τοποθετούμε τα υλικά σε μια λεκάνη και τα ανακατεύουμε, προσθέτοντας τελευταία και εναλλάξ το αλεύρι και τη μαρέγκα. Ανακατεύουμε καλά τη ζύμη και στη συνέχεα την αδειάζουμε σε μια βουτυρωμένη και αλευρωμένη φόρμα. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 200ο C, περίπου 1 ώρα.