Από την Ισμήνη Χαρίλα
Η έννοια του spleen μεταλαμπαδεύτηκε από την Αγγλία στη Γαλλία του 18ου αιώνα από τον φιλόσοφο Denis Diderot και αναπτύχθηκε ως έννοια στην ποίηση του Charles Baudelaire.
Ο όρος προέρχεται, σύμφωνα με τους ιστορικούς, από τη λέξη «σπλην», το όργανο του λεμφικού ιστού και την πεποίθηση της αρχαιοελληνικής ιατρικής ότι η διόγκωσή του παρεμπόδιζε την καλή λειτουργία του οργανισμού. Κατά τη διάρκεια των ετών, η έκκριση της χολής συνδέθηκε με την αίσθηση της Μελαγχολίας και η τελευταία εκφράστηκε κυρίως στα «Άνθη του Κακού» του Baudelaire που πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1857.
Ο Γάλλος ποιητής αναλύει την έννοια του «Spleen», ως μια βαθειά μελαγχολία, μια ασθένεια που πολιορκεί την ψυχή και πηγάζει από την ίδια τη βιωματική εμπειρία, την ανία, την πλήξη, την αδιαφορία, τη μοναξιά και τη μάταιη αναζήτηση του ιδανικού που εμποδίζεται από ετερόκλητους εξωγενείς παράγοντες. Σταδιακά, το άτομο αισθάνεται δυστυχισμένο και φθάνει να σκεφτεί ακόμα και την επιλογή της αυτοκτονίας.
Αυτά τα στοιχεία επομένως του «Spleen», όπως ερμηνεύονται στη νεότερη εποχή, εντοπίζονται έναν αιώνα αργότερα στη νουβέλα του Τσέζαρε Παβέζε «Κοπέλες μόνες» που κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1949 και στην Ελλάδα το 1969 από τις Εκδόσεις Κέδρος και σε μετάφραση του Στρατή Τσίρκα.
Βασικά πρόσωπα του έργου είναι πέντε γυναίκες, η Κλέλια, η Μαριέλα, η Μομίνα, η Νενέ και η Ροζέτα. Η πρώτη, η οποία αναλαμβάνει και τον ρόλο της αφηγήτριας, επιστρέφει στο Τορίνο έπειτα από είκοσι περίπου χρόνια για να στήσει και να διευθύνει ένα υποκατάστημα του μεγάλου μοδιστράδικου, όπου εργάζεται στη Ρώμη. Αυτόνομη, ανεξάρτητη, απαλλαγμένη από φόβους και αναστολές ανακαλύπτει εκ νέου την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, παρατηρώντας την όμως με μια διαφορετική ματιά, αφού πλέον δεν ζει σε φτωχογειτονιές και έχει αποκτήσει την ικανότητα να διακρίνει τις εικόνες πίσω από τα κλειστά παράθυρα της ζωής.
Στο Τορίνο γνωρίζει τις υπόλοιπες τέσσερις ηρωίδες και μέσω της φιλικής συναναστροφής τους σκιαγραφείται η εύπορη αριστοκρατική κοινότητα μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο κόσμος έχει αλλάξει, οι άνθρωποι που επέζησαν είναι πλέον ελεύθεροι να ζήσουν, να δημιουργήσουν και να θέσουν στόχους. Παρ’ όλα αυτά, οι τέσσερις γυναίκες – εξαιρουμένης της Κλέλιας – δείχνουν να αδυνατούν να εκμεταλλευτούν ωφέλιμα τον χρόνο και αυτή είναι μία από τις βασικές τους αντιθέσεις με την αφηγήτρια, αφού εκείνη έφυγε από το Τορίνο με έναν σκοπό. Προσπαθώντας να επιτύχει και να καταφέρει να ξεφύγει από τη φτώχεια, βασίστηκε στις δικές της δυνάμεις και πραγμάτωσε το όνειρό της και τις φιλοδοξίες της. Οι φίλες της – παρόλο που φαίνεται να έχουν καλύτερες προοπτικές συγκριτικά με εκείνη – προτιμούν τον δρόμο της εφήμερης απόλαυσης και της πρόσκαιρης ευχαρίστησης με περιθωριακές αποχρώσεις που αδυνατούν να σμιλέψουν την προσωπικότητά τους με τα χαρακτηριστικά που θα τις τροφοδοτούσαν με σθένος και αντοχή.

Από τη μια πλευρά λοιπόν διακρίνονται η ανία και η αδιαφορία για το μέλλον και από την άλλη κυριαρχεί η έντονη αίσθηση της κυνικής οπτικής της πραγματικότητας. Δημιουργείται κατά συνέπεια ένας φαύλος κύκλος που οδηγεί αναμενόμενα σε ένα αδιέξοδο που η Νενέ, η Μαριέλα και η Μομίνα αντιμετωπίζουν επιδερμικά και αδιάφορα, ενώ η Ροζέτα βυθίζεται σε αυτό, όταν διακρίνει τις πραγματικές του διαστάσεις και όντας δέσμια του «Spleen», επιχειρεί να διαφύγει με μια αμφιλεγόμενη για πολλούς επιλογή, αφού αποφασίζει να στρέψει την πλάτη στη ζωή και να αγκαλιάσει τον θάνατο.
Νεότατη, μόλις είκοσι τριών ετών, δεν βρίσκει το κίνητρο που θα τη βοηθούσε να ελπίσει στο αύριο και αυτοκτονεί. Προβαίνει άρα σε μια πράξη που ενώ για ορισμένες θρησκείες αποτελεί ύβρη, αφού συνεπάγεται την άρνηση ενός θείου δώρου, για άλλους πολιτισμούς – όπως ο ιαπωνικός – υποδηλώνει την εξιλέωση από την ατίμωση ή τη ντροπή. Στη νόηση βέβαια αρκετών ανθρώπων δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από μια πράξη δειλίας, ενώ κατά την άποψη άλλων είναι μια συνειδητοποιημένη κίνηση που απαιτεί καλή ανάλυση δεδομένων και θάρρος, αφού δεν είναι διόλου εύκολο να απορρίπτεις ό,τι αγαπάς ή ονειρεύεσαι.
Πέρα όμως από την ερμηνεία της ανθρώπινης αντίληψης, μυθιστορηματικά η ίδια η αυτοκτονία, σε συνδυασμό με την επιστροφή της Κλέλιας στην πατρώα γη, λειτουργεί συμβολικά ως το δίπολο της άφιξης και της φυγής, της επανεκκίνησης και του τερματισμού που οφείλει να αναλυθεί υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, μετά δηλαδή το πέρας του πολέμου.
Ούτως ή άλλως είναι θέματα που χαρακτηρίζουν το έργο του Παβέζε, τόσο σε βιογραφικό, όσο και δημιουργικό επίπεδο. Ο νόστος και η επιστροφή του μετανάστη αποτέλεσαν εξάλλου τη θεματική και σε άλλα έργα του, όπως «Το Φεγγάρι και οι Φωτιές», ενώ η αυτοκτονία ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο ίδιος για να κλείσει το βιβλίο της επίγειας παρουσίας του, έναν χρόνο αργότερα από την ολοκλήρωση της εν λόγω νουβέλας του και συγκεκριμένα στις 27 Αυγούστου 1950.
Στο σημείο δε αυτό θα πρέπει ενδεχομένως να αναζητηθεί ο λόγος που ο Παβέζε δεν εμβαθύνει στην ανάλυση των χαρακτήρων των ηρωίδων του, αφού καθ’ αυτήν τη μέθοδο αφήνει μεγαλύτερο περιθώριο στην ανάδειξη της δυναμικής των κοινωνικών στερεοτύπων και των σχολίων που εκρέουν από την αίσθηση που έχει κάποιος για τις καταστάσεις και όχι από τη γνώση των αληθινών δεδομένων.
Η κοινωνική κριτική, η απόρριψη των προαναφερόμενων στερεοτύπων, οι κοινωνικές ανισότητες, το ψυχικό κενό και η αυτοπεριοθωριοποίηση ολοκληρώνουν ως εκ τούτου τον θεματικό αφηγηματικό χάρτη της νουβέλας που εγείρει πολυάριθμους προβληματισμούς και προκαλεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί ποια είναι τελικά η απόσταση ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι» και πόσο εύκολη ή αντίστοιχα δύσκολη είναι η επιλογή και η απόκριση σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι δεδομένο και συχνά η ολοκλήρωση της επιθυμίας γεννά τον πόνο και τη θλίψη.