Γράφει η @Αλεξία Χατζή

Περιμένω στη στάση το λεωφορείο, που εντελώς τυχαία βρίσκεται μπροστά από την πολυ­κα­τοικία με το γραφείο ενός παλιού εργοδότη μου. Πλησιάζω προς την είσοδο, την οποία πέρναγα κάποτε για ενάμιση χρόνο περίπου. Είναι η ίδια, ορθογώνια, ψηλή, με το διπλό τζά­μι της περιορισμένο σ’ ένα πλαίσιο αλουμινίου και ένα τεράστιο γυάλινο πόμολο. Εξωτερικά, έ­χει ντυθεί με λευκό μάρμαρο και πάνω σ’ αυτό έχουν βιδωθεί διατεταγμένες ταμπελίτσες με σκαλιστά ονόματα.

Ίσα που προλαβαίνω να διαπιστώσω πως η σκαλιστή ταμπέλα με το όνομα που μ’ ενδιαφέρει δεν υπάρχει πια, καθώς το λεωφορείο αναγγέλλει από μακριά την άφιξή του, με τη βοήθεια της ηχορύπανσης που προκαλεί ο θόρυβος του.

Ανεβαίνω, κάθομαι δίπλα σ’ ένα παράθυρο και σαν καλή stalker–δεν λέμε πια κουτσομπό­λα- χαλάω τα δεδομένα του κινητού μου για να εντοπίσω τα ίχνη του πρώην εργοδότη. Γρα­φεί­ο σε αναβαθμισμένη περιοχή, σπίτια, πισίνες, σεβασμός. Χαμογελάω γιατί είχε διο­χε­τεύ­σει σ’ αυτήν όλη του την εξυπνάδα, την οργανωτικότητα, την ενέργεια, ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του, σ’ αυτόν τον στόχο. Τον συγχαίρω νοερά και βάζω το κινητό μου στην τσά­ντα.

Όση ώρα το μεταφορικό μέσο τρώει τον χρόνο μου σ’ ένα κόκκινο φανάρι, η μορφή του γερασμένου πρώην εργοδότη μου, διαλύεται από την απρόσμενη εικόνα της Janis με τα χρωματιστά γυαλιά, τα ανακατεμένα φουντωτά μαλλιά, κι αυτό το καταθλιπτικό χαμόγελο που προ­σπα­θού­σε μάταια να πείσει τον κόσμο για τη χαρά της. Ακούω τη φωνή της μέσα στο κεφάλι μου.

Oh Lord, won’t you buy me a Mercedes Benz?

My friends all drive Porsches,

I must make amends

Worked hard all my lifetime, no help from my friends

So Lord, won’t you buy me a Mercedes Benz?

Η προσευχή της Janis χύνεται σαν νερό μέσα στο νου μου και διανθίζεται από την επιτυχία του πρώην εργοδότη μου και τις δικές μου -όχι και τόσο φιλόδοξες – ανάγκες. Προσπαθώ να ταυτι­στώ και να προσευχηθώ μαζί της.

Αγόρασέ μου, Θεέ μου μια Mercedes Benz. Δες πόσο έχω δουλέψει, δες τι έχω θυσιάσει, δες πόσο χρόνο έχω αφιερώσει. Αντάμειψέ με για την καθημερινή ταλαιπωρία μου…

Με πιάνει νευρικό γέλιο μέσα από τη μάσκα, καθώς αντιλαμβάνομαι τη χιουμοριστική ει­ρω­νεί­α του τραγουδιού και το άτοπο μιας MercedesBenz, αφού δεν οδηγώ καν. Προσπαθώ να αντικαταστήσω το πολυτελές αυτοκίνητο με κάτι άλλο. Ρούχα ίσως, κάποια ακριβή τσάντα και παπούτσια Μανόλο. «Αφού δεν έχεις γούστο, πάλι κακοντυμένη θα είσαι», μαλώνω τον εαυτό μου. Ίσως να πήγαινα ένα ταξίδι. «Μα πού θα τρέχεις με την πανδημία»; αναρωτιέμαι πανικόβλητη.

Η μικρή τσιμπιά για τα έργα του εργοδότη μου και τα αγαθά που απολαμβάνει, σταματάει να πονάει το δέρμα μου γιατί ήδη την έχω ακυρώσει. Ούτε ένα καταναλωτικό όνειρο δεν μπορώ να απολαύσω χωρίς να περιγελάσω τον ίδιο μου τον εαυτό και τις επιθυμίες του.

Θυμώνω προς στιγμήν. Επιτέλους, Janis, πρέπει να αισθανθώ κι εγώ ένοχη από την αμείλικτη κριτική σου στο καπιταλιστικό μοντέλο, κι ας έχει γίνει πενήντα χρόνια πριν. Τι από όλα αυτά ταιριάζει σε μένα; Η Janis με βοηθάει με την τελευταία στροφή των στίχων της.

Oh Lord, won’t you buy me a night on the town?

I’m counting on you, Lord, please don’t let me down

Prove that you love me and buy the next round

Oh Lord, won’t you buy me a night on the town?

Γελάω και στρέφω ολόκληρο τον κορμό μου προς το παράθυρο του λεωφορείου για να μην με περάσουν για τρελή. Μία ακόμη νύχτα στην πόλη, χωρίς μάσκες, χωρίς πρωινό ξεσήκωμα, μόνο με την ελαφρότητα μιας άσκοπης κουβέντας που θα την πάρει ο αέρας, ενός ακόμη cocktail κι ενός παραπάνω τσιγάρο.

Για όλους υπάρχει ένας καταναλωτικός πόθος, Janis αγαπημένη!