Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 7ο μέρος
Πίεσε τον εαυτό του να θυμηθεί και την παραμικρή λεπτομέρεια. Καθετί που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στη λύση του μυστηρίου και όταν επιτέλους τέλειωσε την καταγραφή των γεγονότων της προηγούμενης νύχτας και διάβασε το κείμενό του, συνειδητοποίησε ότι είχε μπλέξει σε μια επικίνδυνη ιστορία.
Δεν είχε πλέον καμιά αμφιβολία ότι αυτή η γυναίκα είχε παράνομες δραστηριότητες. Αν ήταν νομοταγής, ούτε θα άλλαζε την εμφάνισή της, ούτε θα προφυλασσόταν από αδιάκριτα βλέμματα.
«Καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται», ανέφερε η λαϊκή ρήση και ο Λαυρέντης συμφωνούσε απόλυτα.
Η λογική του τον προειδοποιούσε να μην ασχοληθεί άλλο με αυτήν την υπόθεση, αλλά εκείνος ήταν ακόμα περίεργος και ήθελε να βρει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματά του για την ταυτότητα και τη δράση αυτής της άγνωστης που τον απωθούσε και τον έλκυε ταυτόχρονα σαν μια λαμπυρίδα.
Έχοντας συλλέξει επομένως τα στοιχεία της παρακολούθησης, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια ενός φίλου και συναδέλφου του, του Φαίδωνα, που ήταν αστυνομικός συντάκτης.
Δίχως να χάσει καιρό, του ζήτησε να βρεθούν στο σπίτι του το απόγευμα της ίδιας ημέρας και τότε του αφηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί.
«Λαυρέντη, βουτάς σε σκοτεινά νερά», σχολίασε ο Φαίδωνας, μόλις ολοκληρώθηκε η ιστόρηση.
«Το ξέρω, αλλά πρέπει να μάθω».
«Γιατί; Ας υποθέσουμε ότι ανακαλύπτεις το μυστικό αυτής της γυναίκας και είναι εγκληματίας, τι θα κάνεις; Θα την καταδώσεις στην Αστυνομία, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή σου; Αν και τονίζω αν, γιατί δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει, αν λοιπόν αυτή η άγνωστη ανήκει σε κάποιο παράνομο κύκλωμα, πιστεύεις ότι η ίδια ή οι συνεργάτες της θα σε αφήσουν στην ησυχία σου; Στην περίπτωση που θα μιλήσεις, θα φοβάσαι να ξεμυτίσεις από το σπίτι σου».
«Φαίδωνα, ξέρω ποιες θα είναι οι συνέπειες και αυτήν τη στιγμή, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ιδέα ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις μου.
Προς το παρόν, θέλω μόνο να βρω απαντήσεις και γι’ αυτό ζητώ τη βοήθειά σου».
Ο Φαίδωνας τον κοίταξε και δίχως να βιαστεί να απαντήσει, είπε στο τέλος.
«Εντάξει. Θα δω τι μπορώ να βρω, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα κάνεις τίποτα, προτού μιλήσουμε».
«Σύμφωνοι. Θα είμαι πολύ προσεκτικός, το υπόσχομαι».

Εφόσον ο Φαίδωνας συμφώνησε να τον βοηθήσει, ο Λαυρέντης ήταν πλέον σίγουρος ότι τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης θα φωτίζονταν πολύ σύντομα, αφού ο φίλος του δεν σταματούσε ποτέ να προσπαθεί, μέχρι να φθάσει στην άκρη του νήματος.
Πράγματι, τρεις ημέρες αργότερα, χάρη στις επαφές του στον κόσμο της νύχτας, είχε ανακαλύψει την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας.
«Είναι το δεξί χέρι της Φρόσως, μιας γυναίκας που διαφεντεύει στα κυκλώματα», ενημέρωσε τον Λαυρέντη, όταν ξανασυναντήθηκαν στο σπίτι του. «Ονομάζεται Έλλη και κατοικεί στην πολυκατοικία από την οποία την είδες να βγαίνει ντυμένη ως νοσοκόμα. Βλέπεις, κρύβεται και κανείς στο περιβάλλον της δεν γνωρίζει την πραγματική της ιδιότητα. Οι φίλοι και οι συγγενείς της ξέρουν πως το πρωί εργάζεται σε μια εταιρεία και ενίοτε ως αποκλειστική νοσοκόμα.
Η πρωινή εργασία βέβαια είναι εν μέρει αληθινή, γιατί η Φρόσω έχει όντως μια εταιρεία μέσω της οποίας ξεπλένει τα κέρδη της.
Επίσης είναι ιδιοκτήτρια στο νυχτερινό κέντρο και τη χαρτοπαικτική λέσχη που έχουν μεν νόμιμη άδεια, αλλά λειτουργούν παράλληλα και ως κέντρα διαχείρισης».
«Και τι διαχειρίζονται ακριβώς;»
«Ασχολούνται με διακίνηση ναρκωτικών, εμπορία όπλων, κλεπταποδοχή, παράνομο τζόγο και προμήθεια πλαστών εγγράφων. Μην ανησυχείς όμως. Δεν είναι ανακατεμένες με δολοφονίες ή τουλάχιστον δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ κάποια αντίστοιχη φήμη.
Πάντως αυτή η γυναίκα που είδες, η Έλλη, θεωρείται επικίνδυνη. Φορά ένα διπλό προσωπείο που αλλάζει με τεράστια ευκολία. Την ημέρα υποκρίνεται τη σεμνή, έντιμη και ευγενική κοπέλα που παλεύει για την επιβίωσή της και τη νύχτα είναι σκληρή και αμείλικτη. Σύμφωνα με όσα μου είπαν, τη φοβούνται περισσότερο από τη Φρόσω, κυρίως γιατί μοιάζει αναισθητοποιημένη στο κακό που μπορεί να προκαλέσουν οι ενέργειές τους. Θεωρεί ότι είναι απλώς μια δουλειά και όντας τελειομανής, δεν λυγίζει μπροστά σε κανένα εμπόδιο.
Η Αστυνομία ξέρει τη δράση τους, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν καταφέρει να βρουν αποδείξεις για να τις συλλάβουν. Κρύβονται καλά και η Φρόσω περνά τα περισσότερα βράδια της στο ρετιρέ της, εκεί δηλαδή που είδες να πηγαίνει η Έλλη τη νύχτα που την παρακολούθησες.
Λοιπόν, τώρα που έχεις τις απαντήσεις σου και έμαθες ότι οι άνθρωποι του νόμου έχουν γνώση των τεκταινομένων, θεωρώ ότι δεν θα συνεχίσεις. Αυτή η ιστορία πρέπει να σταματήσει εδώ».
Ο Λαυρέντης κούνησε συναινετικά το κεφάλι του, χωρίς να αποκριθεί. Όταν όμως έφυγε ο Φαίδωνας και έμεινε μόνος, το συγγραφικό του δαιμόνιο επιζητούσε να λάμψει.
«Θα ήταν υπέροχη ιστορία για τη στήλη σου», του ψιθύριζε. «Χρειάζονται ορισμένες μικρές τροποποιήσεις για να μην συνδεθούν τα πρόσωπα και θα μαγνητίσεις ξανά τους αναγνώστες σου με νέα ανανεωμένα κείμενα.
Άντε, μην το σκέφτεσαι. Κάθισε να γράψεις. Ούτως ή άλλως και ο αρχισυντάκτης περιμένει να του στείλεις το νέο σου κείμενο».
Ο Λαυρέντης δεν είχε πρόθεση να φέρει αντιρρήσεις. Αυτή η ιστορία τον είχε ιντριγκάρει από την πρώτη στιγμή και παρόλο που θα σταματούσε τις παρακολουθήσεις και τις έρευνες, δεν έβρισκε κανένα κακό να αφήσει τη φαντασία του να περιπλέξει την αφήγηση.
Εξάλλου το μυστικό του ήρωά του δεν είχε αποκαλυφθεί ακόμα και η διήγησή του ήταν στημένη με τέτοιον τρόπο που επέτρεπε την εμπλοκή νέων προσώπων που θα έδιναν μια νέα τροπή και εξέλιξη.
Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Εξωτικό και επικίνδυνο
Υλικά:
7 γκουάβα
¾ του κιλού καστανή ζάχαρη
Χυμός από ½ λεμόνι
Εκτέλεση:
Καθαρίζουμε τα φρούτα, τα κόβουμε σε τέσσερα κομμάτια και τα βάζουμε σε μια κατσαρόλα. Ρίχνουμε 4 ποτήρια νερό και τα βράζουμε. Όταν έχουν βράσει καλά, τα αφαιρούμε από την κατσαρόλα και τα περνάμε από το πρες πουρέ.
Στη συνέχεια ξαναβάζουμε τα φρούτα στην κατσαρόλα, ρίχνουμε τη ζάχαρη, το λεμόνι και 1 ποτήρι από τον χυμό της προηγούμενης βράσης.
Συνεχίζουμε τη βράση, έως ότου δέσει η μαρμελάδα, προσέχοντας να μην κολλήσει και αν χρειαστεί προσθέτουμε χυμό από την προηγούμενη βράση.