Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 1662 ο Μολιέρος παρουσίασε στο Palais Royal μια κωμωδία ηθών, το «Σχολείο Γυναικών». Βασικοί ήρωές του, ο Arnolphe που προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει στην άγνοια και την εξουσία των επιθυμιών του τη νεότερη μέλλουσα σύζυγό του Agnès και η τελευταία που συναντά τον Horace, τον ερωτεύεται, αποδεικνύει ότι είναι έξυπνη και ικανή να επιλέξει τον δρόμο της και αναδεικνύεται στο πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο Μολιέρος για να διακωμωδήσει την απόπειρα χειραγώγησης των γυναικών από τους γονείς και τους συζύγους που αρνούνται να τους παραχωρήσουν το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης.

Έναν αιώνα αργότερα και συγκεκριμένα το 1760, ο Ντιντερό έγραψε το διάσημο έργο του «Η Μοναχή» στο οποίο τόλμησε να θίξει ζητήματα που η κοινωνία της εποχής του συγκάλυπτε στο όνομα της ηθικής και να καυτηριάσει τον ρόλο της μοναστικής εκπαίδευσης των κοριτσιών.

Το 1782, είκοσι δυο χρόνια δηλαδή μετέπειτα, αλλά και δεκατέσσερα πριν την έκδοση της «Μοναχής», ο Πιέρ Σοντερλό ντε Λακλό παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό τις «Επικίνδυνες Σχέσεις», ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από εκατόν εβδομήντα πέντε συνολικά επιστολές. Κύριοι συντάκτες των επιστολών είναι η μαρκησία ντε Μερτέϊγ, ο υποκόμης ντε Βαλμόν, η Σεσίλ Βολάνζ, ο ιππότης Ντανσενί, οι κυρίες ντε Βολάνζ και ντε Ροζμόντ και η κα προέδρου ντε Τουρβέλ.

Οι δυο πρώτοι είναι πρώην εραστές και εκείνοι που αποφασίζουν να παίξουν ένα περίεργο παιχνίδι εξευτελισμού και εκδίκησης απέναντι στην κα προέδρου ντε Τουρβέλ που θεωρείται πρότυπο ηθικής και στον μελλοντικό σύζυγο της δεκαπεντάχρονης και αθώας Σεσίλ.

Με αφετηρία επομένως τις αρχές του Διαφωτισμού που επαναπροσδιορίζει την έννοια της ηθικής και συγχρόνως επισημαίνει την ανάγκη παροχής εκπαίδευσης στα κορίτσια, επειδή είναι το μοναδικό αγαθό που δύναται να οξύνει το πνεύμα τους και να θέσει τις βάσεις για μια κοινωνία ισονομίας, ο Λακλό σατιρίζει τα ήθη της εποχής του και δη τη συμπεριφορά των ευγενών.

Η απραξία, η απουσία αγωνίας για την κάλυψη καθημερινών αναγκών, το πλήθος προνομίων, αλλά και η αίσθηση υπεροχής έναντι των εκπροσώπων των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, ευνοούν την τάση κορεσμού και επιζήτησης πρόσκαιρης ικανοποίησης και ευφροσύνης μέσω απολαύσεων που αντιβαίνουν τα καλώς κείμενα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Και αυτή ακριβώς η έννοια της ηθικής είναι που επιχειρεί να αναλύσει και να αποδομήσει ο συγγραφέας, ο οποίος δίνει το σχετικό στίγμα στον πρόλογο του έργου του με τη φράση «Γνώρισα τα ήθη της εποχής μου και εξέδωσα τις παρούσες επιστολές», που περιέχεται στο επιστολικό μυθιστόρημα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, τη «Νέα Ελοϊζ», που δημοσιεύτηκε το 1761.

Όπως η Ζιλί, η ηρωίδα του Ρουσσώ, αντίστοιχα και η Σεσίλ ανατράφηκε σ’ ένα περιβάλλον μ’ έντονη θρησκευτικότητα. Αν όμως η πρώτη φοβήθηκε να αφεθεί στον έρωτα, η δεύτερη παραβαίνει – δίχως να έχει φυσικά πλήρη επίγνωση της κατάστασης και δίχως να αντιλαμβάνεται την παγίδα των άσπονδων φίλων της, της μαρκησίας και του υποκόμη – τους κανόνες και γεύεται τους ερωτικούς καρπούς. Όντας όμως ακόμα έφηβη και ιδίως αδυνατώντας να διακρίνει την κακόβουλη στάση της μαρκησίας και του υποκόμη, πέφτει στα δίχτυα τους και μετατρέπεται στο τέλειο θύμα που αναζητούν για να ολοκληρώσουν το σχέδιό τους.

Στο σημείο αυτό η Σεσίλ αντιπαραβάλλεται συνεπώς από τη μια πλευρά με την ηρωίδα του Μολιέρου που αφυπνίζεται από τον έρωτα και μανιπουλάρει τον κηδεμόνα της, αντί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσής του και από την άλλη με την ηρωίδα του Ντιντερό που ξεφεύγει από το μοναστικό περιβάλλον, εν αντιθέσει με τη Σεσίλ που καταφεύγει σε αυτό για να κρυφτεί. Παράλληλα, ο ιππότης Ντανσενί βρίσκεται στον αντίποδα του ήρωα του Ρουσσώ, τον Saint Preux, αφού – ενώ είναι ερωτευμένος με τη Σεσίλ – δεν έχει ούτε το σθένος, ούτε την προνοητικότητα να προστατεύσει την αγαπημένη του από την επιβλαβή συναναστροφή της μαρκησίας και του υποκόμη.

Στο σύνολο των εκατόν εβδομήντα πέντε αυτών επιστολών λοιπόν ο Λακλό σκιαγραφεί τον μυθιστορηματικό καμβά του με την κοριτσίστικη αθωότητα, την δολιότητα και την πλάνη, αλλά κυρίως με την αδυναμία των καλών και δίκαιων ανθρώπων είτε να προφυλαχθούν από τους φθονερούς και βλαβερούς, είτε – παρόλο που ακούν τη φωνή της λογικής, όπως οι κυρίες ντε Βολάνζ και ντε Ροζμόντ, – να κρατήσουν τους αγαπημένους τους μακριά από τους κινδύνους.

«Οι ανόητοι υπάρχουν για να εξασφαλίζουν τις μικρές μας απολαύσεις», σχολιάζει η μαρκησία δανειζόμενη τη ρήση του Γκρεσέ και ενσαρκώνει την υποκρισία, τον σαρκασμό και τη χυδαιότητα της ψυχής. Χαρακτηριστικά δηλαδή που δεν αποτελούν προνόμιο της εποχής του Λακλό, αλλά παραμένουν αέναα παρόντα υπερθεματίζοντας το αίτημα δικαιοσύνης και διασφάλισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Όπως άλλωστε αναφέρει ο Φιλίπ Σολέρς στο επίμετρο του πονήματος που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και σε μετάφραση του Κώστα Κατσουλάρη, ο Λακλό είχε δηλώσει πως «αποφάσισε να συνθέσει ένα έργο που να παρεκκλίνει από τα συνήθη, που να προκαλέσει θόρυβο και που να αντηχεί για καιρό στη γη, όταν εκείνος δεν θα βρισκόταν πια σε αυτήν…».

Όντως, διακόσια τριάντα εννέα έτη αργότερα, παρόλο που έχουν σημειωθεί αρκετές αλλαγές και παρατηρείται μεγαλύτερη ελευθερία και αποδοχή στην ελευθερία έκφρασης, το κακό εξακολουθεί να κυριαρχεί και ο δείκτης επικινδυνότητας αυξάνει διαρκώς. Και αν το κείμενο των «Επικίνδυνων Σχέσεων» δεν σοκάρει πλέον τους αναγνώστες, όπως την εποχή της έκδοσής του, εντούτοις περιγράφει καταστάσεις εξαπάτησης και παραπλάνησης που στον πυρήνα τους παραμένουν επίκαιρες και διαχρονικές.