@γράφει η Αλεξία Χατζή

Στριφογυρίζω το χάρτινο μαύρο καλαμάκι μέσα στο ποτήρι για να λιώσει ο πάγος του κα­φέ. Κάνω την κίνηση αργά για να παρακολουθώ τις σχισμές που δημιουργούνται πάνω στο σφιχτό α­φρό­γα­λα και καταλήγουν σε παραμορφωμένα τετράγωνα και κύκλους, ανάλογα με τη φορά που δίνω στην αυτοσχέδια σμίλη. Βαριέμαι σύντομα και κοιτάω μονότονα τον τοίχο, προ­σπα­θώ­ντας κάτι να σκεφτώ. Πρωί είναι, ένα σαββατιάτικο πρωί κι έχω πολλά να κάνω. Τι α­κριβώς ό­μως; Αναρωτιέμαι γιατί μού φαίνεται ότι το μυαλό μου δεν ανταποκρίνεται στην α­παρίθ­μη­ση, όπως χθες το βράδυ. Αυτό, εκείνο, το άλλο, αν προλάβω κι άλλο ένα… Ξα­να­γυ­ρί­ζω και κοιτάω τον τοίχο λες και θέλω να με βοηθήσει να συγκεντρώσω τη σκέψη μου, αλλά είναι γνωστό σε όλους ότι εδώ και χι­λι­ε­τίες, κανένα ντουβάρι δεν απάντησε ποτέ. Τουλά­χι­στον σε λογικούς ανθρώ­πους.

Εκνευρίζομαι και χτυπάω το καλαμάκι στον πάτο του ποτηριού. Οι σκέψεις έχουν στα­μα­τήσει σήμερα το πρωί. Αρνούνται να κάνουν τη δουλειά τους και να με παρασύρουν στην καθημερινότητα, στις υποχρεώσεις και στη σωτήρια ρουτίνα, σαν να απεργούν. Η α­λή­θει­α είναι ότι δουλεύουν με υπερωρίες. Δεν χουζουρεύω στο κρεβάτι, δεν παίζω παι­χ­νί­δια στο διαδίκτυο ή στο κινητό και τούς δίνω άδεια μόνο όταν βλέπω ταινίες ή σειρές. Βέβαια, θα πρέπει να ομολογήσω ότι δεν σκέφτομαι μεγάλες φιλοσοφικές αλήθειες ούτε κάνω βαρύγ­δουπες αναλύσεις. Πιστεύω ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν θα μ’ εγκατέλειπαν όπως σή­με­ρα, αλλά θα ήταν και περήφανες για το έργο που προσφέρουν. Όχι, κυρίως τις χρη­σι­μο­ποι­ώ για να αγχώνομαι, να αναστατώνομαι, να τσεκάρω λεπτο­μέρειες, και να κριτικάρω. Τον ε­α­υ­τό μου γιατί και πάλι ως γνωστό, ο εαυτός μας έχει τα περισσότερα ελαττώματα. Αν α­να­γνω­ρίζαμε αυτή τη μικρή αλήθεια, θα είχε σωθεί ο κό­σμος από πολλά προβλήματα.

Απεργούν λοιπόν οι σκέψεις μου σήμερα και μέσα στο κεφάλι μου επικρατεί μία από­λυ­­τη ησυχία που αντί να με χαλαρώνει, με γεμίζει εκνευρισμό γιατί η ώρα περνάει και ο χρόνος χάνεται. Όπως στηρίζω τον αγκώνα μου στο ξύλινο σκούρο τραπέζι, μία απερ­γο­σπά­στρια ξεφεύγει κι έρχεται για διαπραγματεύσεις. Σαν ευσυνείδητος καταπιεστής εργοδότης απαιτώ να ε­­πι­στ­ρέ­ψουν οι εργάτριες στο πόστο τους, όμως εκείνη επιμένει να μού χρεώνει όλο το πρω­ι­νό μποτιλιάρισμα του κεφαλιού και υπερασπίζεται με πάθος το δικαίωμα της συντεχνίας της στην ξεκούραση. Καταλήγει πως πρέπει να κάνω μία παύση κι εγώ η ίδια. Να κάτσω στον καναπέ, να διαβάσω ένα περιοδικό ή να κλείσω απλώς τα μάτια μου. Το κυρί­αρ­χο αί­τη­μά της είναι να απολύσω τις σκέψεις που με αγχώνουν γιατί απειλούν τις υπόλοιπες με πλήρη α­φα­νι­σμό.

Την ακούω πολύ σοβαρά και είναι αλήθεια ότι η πρωτοφανής αυτή απεργία με τσα­κί­ζει. Αποφασίζω να ενδώσω στις απαιτήσεις της για να σώσω τουλάχιστον εκείνες τις απλές σκέψεις που πάνε κι έρχονται απλώς για να δίνουν στο μυαλό την ψευδαίσθηση ότι εργάζε­ται. Αυτός είναι ο συμβιβασμός που πετυχαίνω. Συνεχίζω να πίνω τον καφέ, δίνοντας πλέον σημασία μόνο στις αισθήσεις: στη γεύση, στην όσφρηση, στην όραση που μού δείχνει ένα συννεφιασμένο πλάνο από τον ουρανό, στην ακοή που φέρνει από τον δρόμο δύο φωνές οι οποίες χαιρετιούνται. Δεν αναλύω και δεν αναζητώ και αυτές τις στιγμές νιώθω πραγματικά ότι ξεκουράζομαι. Μάλλον θα πρέπει να δίνω στις εργάτριες άδεια κάποιες φορές.