Γράφει ο Ερμής:

Ήταν η επόμενη ημέρα των Χριστουγέννων όταν ο Άγιος Βασίλης κάλεσε τον Φλιφιπατίμ, τον προϊστάμενο του τμήματος δώρων, στο γραφείο του και του είπε

«Καλέ μου Φλιφιπατίμ, είμαι πολύ ευχαριστημένος από την απόδοσή σου. Ως υπεύθυνος του τμήματος δώρων επί είκοσι συναπτά έτη κάνεις εξαιρετική δουλειά και δεν με έχεις απογοητεύσει ποτέ. Αποφάσισα λοιπόν ότι είσαι ο καταλληλότερος για να αναλάβεις το νέο τμήμα που θα δημιουργήσω».

«Νέο τμήμα;» ρώτησε έκπληκτος ο Φλιφιπατίμ που δεν είχε ακούσει τίποτα σχετικό μέχρι τότε.

«Ναι», απάντησε ο Άγιος Βασίλης. «Ένα νέο τμήμα για τους ενήλικες και συγκεκριμένα για εκείνους που δεν πιστεύουν πια στη μαγεία των Χριστουγέννων. Εκείνους που έχουν πονέσει ή έχουν απογοητευτεί τόσο πολύ που δεν μπορούν πια να χαρούν ή να αισθανθούν ευτυχισμένοι αυτήν την ημέρα.

Η αποστολή της ομάδας σου θα είναι να τους εντοπίζει και να τους προσφέρει το δώρο που θα θεραπεύει τις πληγές και θα σπάζει τις αλυσίδες που τους κρατούν δέσμιους στα αρνητικά γεγονότα του παρελθόντος.

Το έργο σας δεν είναι εύκολο, αλλά είμαι βέβαιος ότι είσαι ικανότατος και θα τα καταφέρεις».

Ο Άγιος Βασίλης συνέχισε να εξηγεί στον Φλιφιπατίμ τις λεπτομέρειες λειτουργίας του νέου τμήματος, καθώς και τα κριτήρια βάσει των οποίων επέλεξε τα ξωτικά που θα το στελέχωναν. Η συνάντησή τους διήρκεσε αρκετή ώρα και όταν τέλειωσε, ο Φλιφιπατίμ έφυγε με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και φόβου.

Από τη μια πλευρά ήταν χαρούμενος γιατί οι προσπάθειες και η σκληρή δουλειά του είχαν αναγνωριστεί, αλλά από την άλλη φοβόταν ότι θα αποτύγχανε στο νέο εγχείρημα.

Μέχρι τότε ασχολούταν με δώρα που προορίζονταν για παιδιά και οι επιλογές δεν ήταν τόσο δύσκολες, αφού υπήρχε μια τεράστια γκάμα που ανανεωνόταν διαρκώς. Άλλωστε τις περισσότερες φορές ένα παιχνίδι ήταν αρκετό για να χαρίσει σ’ ένα παιδί το χαμόγελο.

Τώρα όμως έπρεπε να βρίσκει δώρα για ενήλικες και μάλιστα για εκείνους που κατά κύριο λόγο αδιαφορούσαν για τα υλικά αγαθά. Ως εκ τούτου η προοπτική της νέας θέσης τον τρόμαζε και αν είχε τη δυνατότητα θα προτιμούσε να παραμείνει στο παλιό του πόστο. Δεν μπορούσε όμως να φέρει αντίρρηση στον Άγιο Βασίλη και ασφαλώς θα ήταν αντιεπαγγελματική η όποια έκφραση ένστασης για την πιθανότητα επιτυχίας του νέου τμήματος.

Τις επόμενες ημέρες αποχαιρέτησε την παλιά του ομάδα και ξεκίνησε να οργανώνει το τμήμα ενηλίκων σε συνεργασία με τους νέους συνεργάτες του, οι οποίοι, αν και δεν είπαν τίποτα, έδειχναν ξεκάθαρα ότι είχαν τις ίδιες ανησυχίες με εκείνον.

Είχε περάσει ήδη μια εβδομάδα από την ανακοίνωση της προαγωγής του, όταν ο Φλιφιπατίμ σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από τη φίλη του, τη Λευκή, την πολική αρκούδα που ήταν σοφή και του έδινε πάντοτε καλές συμβουλές.

Ετοίμασε λοιπόν ένα πακετάκι με ψαρομπισκότα που της άρεσαν πάρα πολύ και πήγε να την επισκεφθεί ελπίζοντας ότι θα του έδειχνε τον δρόμο για τη λύση του προβλήματός του.

Όντως, η Λευκή – αφού τον άκουσε προσεκτικά, ενώ γευόταν τα μπισκότα της – του είπε.

«Νόστιμα ήταν τα μπισκότα, αλλά το τσιγκουνεύτηκες τα υλικά. Ολόκληρη αρκούδα, είναι δυνατόν να χορτάσω μόνο με τριάντα μπισκότα; Χάθηκε να ρίξεις λίγο αλεύρι παραπάνω; Και τι θα σε πείραζε να βάλεις και δυο – τρία παραπάνω ψαράκια;

Τέλος πάντων, ελπίζω την επόμενη φορά να είσαι περισσότερο γενναιόδωρος.  

Τώρα, όσον αφορά την ιδέα του Αγίου Βασιλείου, θεωρώ πως είναι καταπληκτική και συμφωνώ ότι είσαι το κατάλληλο ξωτικό για τη θέση. Νόμιζα πάντως ότι ήξερες για την ασημένια φώκια».

«Την ασημένια φώκια;» ρώτησε ο Φλιφιπατίμ. «Ποια είναι αυτή;»

«Η ασημένια φώκια κατοικεί στο ασημένιο παγόβουνο και ο θρύλος λέει ότι είναι αθάνατη. Γεννήθηκε μια Χριστουγεννιάτικη νύχτα πριν από πολλούς αιώνες και η μαμά της πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού. Όταν η Σελήνη αντίκρισε το μωρό δίπλα στη νεκρή μητέρα, το λυπήθηκε και αποφάσισε να του προσφέρει ένα δώρο. Του χάρισε επομένως την αθανασία και την ικανότητα να βλέπει μέσα στο ασημένιο παγόβουνο την αλήθεια της ευτυχίας και της θλίψης.

Η ασημένια φώκια λοιπόν είναι εκείνη που θα σε βοηθήσει και θα σε καθοδηγήσει».

Με αναπτερωμένο ηθικό, ο Φλιφιπατίμ ευχαρίστησε τη Λευκή και αφού της υποσχέθηκε ότι θα της έφερνε σύντομα μπισκότα και της ζήτησε να του υποδείξει το σημείο που βρισκόταν το ασημένιο παγόβουνο, τη χαιρέτησε και κίνησε να βρει την ασημένια φώκια.

Στο παγόβουνο υπήρχαν φύλακες που εμπόδιζαν την είσοδο, αλλά η Λευκή είχε δώσει στον Φλιφιπατίμ ένα ξύλινο ομοίωμα φώκιας.

«Θα το δώσεις στους φύλακες και θα τους πεις να το δείξουν στην ασημένια φώκια. Είναι ένα δώρο που μου είχε προσφέρει κάποτε η ίδια και όταν το δει, θα το αναγνωρίσει και θα καταλάβει ότι σ’ έστειλα εγώ».

Ο Φλιφιπατίμ ακολούθησε επομένως τις οδηγίες της Λευκής και όλα έγιναν όπως του είχε πει. Η φώκια άκουσε την ιστορία του και παρόλο που παραδέχτηκε ότι το παγόβουνο της έδειχνε την αλήθεια της ευτυχίας και της θλίψης, συμπλήρωσε ότι δεν μπορούσε να μεταφέρει όσα βλέπει σε άλλους.

«Πρέπει να σου επιτρέψει το παγόβουνο να δεις μόνος σου τα μυστικά του. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να σε εμπιστευθεί και να πιστέψει ότι είσαι άξιος να κουβαλήσεις το φορτίο της αλήθειας».

«Ωραία. Τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε ο Φλιφιπατίμ που δεν ήθελε να εγκαταλείψει την προσπάθειά του.

«Πρέπει να του φέρεις ένα ασημένιο δάκρυ», αποκρίθηκε η φώκια. «Δηλαδή το δάκρυ ενός ανθρώπου που πονά, αλλά κρύβει τις πληγές του και δεν τις αποκαλύπτει ποτέ και σε κανέναν. Το ασημένιο δάκρυ είναι εκείνο που αφήνεται ελεύθερο στο σκοτάδι και όταν είναι σίγουρο ότι δεν υπάρχει κανείς τριγύρω για να το αντικρίσει. Για να το βρεις, πρέπει να είσαι αόρατος και να επισκεφθείς τον κόσμο των ανθρώπων.

Πήγαινε, βρες το και έπειτα έλα πάλι εδώ για να το δώσεις στο παγόβουνο».

Ο Φλιφιπατίμ ευχαρίστησε τη φώκια και έφυγε για να ετοιμαστεί για το ταξίδι του. Την ίδια κιόλας ημέρα ενημέρωσε την ομάδα του ότι θα έλειπε για μερικές ημέρες, χωρίς να αποκαλύψει φυσικά τον προορισμό του και τον σκοπό της απουσίας του, βρήκε στο μαγικό βιβλίο των ξωτικών το ξόρκι του διακτινισμού και αφού διάβασε δυνατά «Χόρουμ μπονόρουμ χομινόρουμ», βρέθηκε σε μια μεγαλούπολη από τις πολλές που είχε δει στην τεράστια οθόνη στο κέντρο ελέγχου των ταξιδιών του Αγίου Βασιλείου.

Ήταν η πρώτη φορά που ο Φλιφιπατίμ έφευγε από τον τόπο του και η κίνηση, η φασαρία, αλλά κυρίως τα έντονα φώτα του φάνηκαν περίεργα. Επειδή όμως ήταν ευκολοπροσάρμοστος, συνήθισε γρήγορα στο νέο περιβάλλον και επικεντρώθηκε αμέσως στον εντοπισμό του ανθρώπου που θα του έδινε το ασημένιο δάκρυ.

Δυστυχώς η αναζήτηση δεν ήταν εύκολη. Μια ολόκληρη ημέρα τριγύριζε στους δρόμους της πόλης και συναντούσε διάφορους ανθρώπους. Άλλοι γελούσαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι διαπληκτίζονταν, άλλοι έδειχναν νευρικοί ή χαρούμενοι και άλλοι περπατούσαν βιαστικά ή ανέμελα και αδιάφοροι για το τι συνέβαινε γύρω τους.

Ο Φλιφιπατίμ, όντας αόρατος ως ξωτικό, τρύπωσε σε γραφεία, σε σπίτια, σε δημόσια κτίρια και σε χώρους διασκέδασης, αλλά πουθενά δεν βρήκε τον άνθρωπο που έψαχνε. Ώσπου και ενώ ήταν κατάκοπος και απογοητευμένος, είδε σε μια στάση λεωφορείων έναν άνδρα που του κίνησε το ενδιαφέρον. Έναν ηλικιωμένο που περίμενε υπομονετικά και όταν έφθασε το λεωφορείο του, αντί να συμπιεστεί μαζί με τους άλλους επιβάτες που κρέμονταν κυριολεκτικά από τις πόρτες, προτίμησε να σταματήσει ένα ταξί για να πάει στον προορισμό του.

Αν και φαινομενικά δεν υπήρχε τίποτα περίεργο στις κινήσεις και τη συμπεριφορά αυτού του άνδρα, ο Φλιφιπατίμ διέκρινε κάτι ακαθόριστο. Κάτι που αδυνατούσε να εξηγήσει, αλλά του υποδείκνυε ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος που αναζητούσε.

Δίχως να χάσει λοιπόν καιρό, τον ακολούθησε στο σπίτι του. Ένα μικρό και τακτοποιημένο διαμέρισμα από το οποίο απουσίαζε η αίσθηση της χαράς. Δεν υπήρχε τίποτα περιττό και τα αντικείμενα περιορίζονταν στα απολύτως απαραίτητα, λες και ο οικοδεσπότης ήταν έτοιμος να αποχωρήσει ανά πάσα στιγμή και δεν ήθελε να έχει πολλές αποσκευές.

Αρχικά, ο Φλιφιπατίμ υπέθεσε ότι ο άνδρας ήταν σπαγκοραμμένος, αλλά αφού ψαχούλεψε τα πράγματά του, διαπίστωσε ότι ήταν απλώς ένα μοναχικό άτομο που αδιαφορούσε για τον πλουραλισμό του υλισμού.

«Από αυτόν θα πάρω το ασημένιο δάκρυ», σκέφτηκε ο Φλιφιπατίμ και όντως, όταν νύχτωσε και ο άνδρας αποκοιμήθηκε, τα όνειρά του μετατράπηκαν στους εφιάλτες που στοίχειωναν ολόκληρη τη ζωή του.

Τα δάκρυα μούσκεψαν τα μάγουλά του και ο Φλιφιπατίμ έβγαλε από το πουγκί του το ασημένιο κουταλάκι που του είχε δώσει η φώκια, φόρτωσε σ’ αυτό ένα δάκρυ και το έριξε μέσα σ’ ένα ασημένιο μπουκαλάκι.

Έπειτα είπε ανάποδα τη φράση που τον είχε οδηγήσει στην πόλη «μουρονίμοχ μουρόνοχ μουρόχ» και βρέθηκε μεμιάς στο σπίτι του.

Με τον πολύτιμο θησαυρό στο πουγκί του, πήγε αμέσως στη φώκια και της έδωσε το μπουκαλάκι. Εκείνη το άνοιξε και αφού βεβαιώθηκε ότι είχε φέρει όντως το δάκρυ, τον οδήγησε στο κέντρο του παγόβουνου.

«Πνεύμα», φώναξε η φώκια. «Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου».

Το παγόβουνο σείστηκε και ξεπήδησε από το εσωτερικό του ένα αερικό που είχε ασημένια μαλλιά και φορούσε ένα ασημένιο φόρεμα.

«Τι θέλεις φώκια; Γιατί με κάλεσες και ποιο είναι το ξωτικό που ήρθε μαζί σου;» ρώτησε το πνεύμα.

«Είναι ο Φλιφιπατίμ», αποκρίθηκε η φώκια και αφηγήθηκε στο πνεύμα τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί.

«Ιδού και το ασημένιο δάκρυ», συμπλήρωσε και του έδωσε το μπουκαλάκι.

Το πνεύμα το πήρε, άνοιξε ένα μενταγιόν που φορούσε και έκρυψε μέσα του το δάκρυ. Τότε το μενταγιόν φωτίστηκε, σχημάτισε στο κέντρο του μια γαλάζια καρδιά και το πνεύμα, δίχως να πει λέξη, κρύφτηκε πάλι στο εσωτερικό του παγόβουνου.

Ο Φλιφιπατίμ πίστεψε στιγμιαία ότι ο κόπος του πήγε χαμένος, αλλά προτού προλάβει να εκφράσει τις σκέψεις του, το παγόβουνο φωτίστηκε και η επιφάνειά του μετατράπηκε σε καθρέφτη. Έναν καθρέφτη που αποκάλυπτε στον Φλιφιπατίμ όλα όσα ζητούσε. Ανθρώπους λυπημένους, απογοητευμένους, δυστυχισμένους, ανθρώπους που δεν πίστευαν πια στο μέλλον και δεν έβρισκαν κανένα νόημα στην ύπαρξή τους.

Ο Φλιφιπατίμ είδε την πηγή των προβλημάτων τους και αφού σημείωσε γρήγορα τα στοιχεία που χρειαζόταν, ήξερε ποια ήταν τα δώρα που έπρεπε να ετοιμάσει για εκείνους.

Όταν τέλειωσε την καταγραφή του, το παγόβουνο ξαναπήρε την κανονική του μορφή και η φώκια του είπε ότι ήταν ώρα να φύγει.

Ο Φλιφιπατίμ την ευχαρίστησε ξανά και έτρεξε στο εργαστήριο των δώρων. Τους μήνες που ακολούθησαν μέχρι τα Χριστούγεννα ετοίμασε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του τα δώρα που ήταν κυρίως συναισθηματικής και όχι υλικής αξίας.

Ο Άγιος Βασίλης τα μοίρασε την παραμονή των Χριστουγέννων μαζί με τα δώρα των παιδιών και όταν τις επόμενες ημέρες το τμήμα στατιστικής αποτίμησε το ποσοστό ικανοποίησης των ατόμων που τα έλαβαν, ο Φλιφιπατίμ χάρηκε πάρα πολύ με τα αποτελέσματα. Εκείνος και η ομάδα του πέτυχαν επίτευξη στόχου στο 90% για την αναγέννηση της ελπίδας στο κοινό που προσέγγισαν και στο 100% της έστω και στιγμιαίας μετατροπής των ασημένιων δακρύων τους σε γαλάζια. Σε δάκρυα δηλαδή που θεραπεύουν και διαλύουν με το φως τους το σκοτάδι.

Παρόλο δε που ο Φλιφιπατίμ ήξερε ότι τα γαλάζια δάκρυα δεν είχαν τη δύναμη να νικήσουν για πάντα τα ασημένια και τα τελευταία θα επέστρεφαν δριμύτερα, αφού είχαν χάσει απλώς μια μάχη και όχι τον πόλεμο, ήταν ευχαριστημένος διότι έμαθε, έστω και αργά, ότι δεν πρέπει ποτέ να βγάζει κανείς συμπεράσματα από αυτά που βλέπει και η αλήθεια κρύβεται τόσο βαθιά που συχνά είναι αδύνατο να την εντοπίσει εκείνος που στέκεται μόνο στην πρώτη εικόνα.

Εικονογραφήσεις Jenny Eugenia Nyström (1854 – 1946)