Από την Ισμήνη Χαρίλα
To 1926 o Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ολοκλήρωσε το πρώτο του βιβλίο με τον ρωσικό τίτλο «Mashenka» που ο ίδιος απέδωσε σαράντα πέντε χρόνια αργότερα στην αγγλική μετάφραση, ως «Mary».
Παρόλο που στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει, ο δημιουργός είχε παραδώσει στο αναγνωστικό κοινό το σημαντικότερο έργο του, τη «Λολίτα», διατηρούσε σύμφωνα με τον σχολιασμό του στον πρόλογο της αγγλικής μετάφρασης το 1970, συναισθηματικό δέσιμο με το πρώτο του βιβλίο. Γράφει συγκεκριμένα
«Επειδή τόσο μακρινή ήταν πια η Ρωσία και επειδή η νοσταλγία παραμένει σε όλη μας τη ζωή ένας τρελός σύντροφος, με τις σπαραξικάρδιες παραξενιές της οποίας συνηθίζουμε να αναμετριόμαστε δημοσίως, δεν νιώθω αμηχανία ως προς το να δηλώσω το συναισθηματικό μου δέσιμο με το πρώτο μου βιβλίο. Τα ψεγάδια του, τα τεχνήματα της αθωότητας και της απειρίας, που κάθε κριτικίσκος θα μπορούσε να επισημάνει και να ταξινομήσει με εύθυμη ευκολία, για μένα (τον μοναδικό κριτή σε τούτη την υπόθεση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου) αντισταθμίζονται από την παρουσία κάμποσων σκηνών (…) που (…) θα μπορούσα να μεταφέρω σχεδόν αυτολεξεί στο μετέπειτα αυτοβιογραφικό μου έργο».
Βασικός ήρωας στο παρόν μυθιστόρημα είναι ο Λεβ Γκανίν, ένας πρώην αξιωματικός του Λευκού Στρατού, που διαμένει σε μια πανσιόν στο Βερολίνο στις αρχές του 20ου αιώνα μαζί με άλλους Ρώσους εμιγκρέδες που εγκατέλειψαν τη Ρωσία λόγω των γεγονότων που ακολούθησαν τον Ρωσικό εμφύλιο πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην πανσιόν ο Γκανίν ανακαλύπτει τυχαία ότι ο γείτονάς του στο διπλανό δωμάτιο είναι ο σύζυγος της Μαίρης, της κοπέλας που υπήρξε ο πρώτος και μεγάλος εφηβικός του έρωτας. Η είδηση της επερχόμενης άφιξής της την ίδια ημέρα που ο ήρωας έχει προγραμματίσει να εγκαταλείψει την πανσιόν και το Βερολίνο, ανατρέπει αναπάντεχα τα σχέδιά του και ανοίγει την κερκόπορτα των αναμνήσεων που τον οδηγούν στο παρελθόν και σε στιγμές μιας ζωής που έχει μεν σβήσει, αλλά δεν έχει ξεχαστεί.
Σταδιακά και μέσω εκπληκτικών περιγραφών, που οπτικοποιούν τις εικόνες και μετατρέπουν την ιστόρηση του πρωταγωνιστή σ’ ένα φωτογραφικό άλμπουμ που συνοδεύεται από ένα κείμενο επεξηγηματικής λεζάντας, ο μυθιστοριογράφος πλέκει έναν περίτεχνο ιστό με τα νήματα της νιότης, της αγάπης και της νοσταλγίας.

«Σκέφτομαι πως όλα είναι θέμα αγάπης. Όσο πιο πολύ αγαπάς μια ανάμνηση, τόσο πιο δυνατή και παράξενη είναι», είχε σχολιάσει ο Ναμπόκοφ και το εν λόγω πόνημα οικοδομείται ακριβώς πάνω σ’ αυτήν την ισχύ των αναμνήσεων που ενισχύονται και μοιάζουν περισσότερο σημαντικές απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.
Το ανεκπλήρωτο, αυτό που χάθηκε ή δεν κατακτήθηκε και ιδίως η επιθυμία για την υλοποίηση του ονείρου εξιδανικεύεται με τα μάτια της φαντασίας και λάμπει σ’ έναν επίπλαστο οραματισμό όπου τα φίλτρα της τελειοποίησης διαγράφουν τα ψεγάδια και δημιουργούν μια εικονική ολότητα.
Ο Γκανίν τοποθετείται στο κέντρο της ιστορίας, αλλά περιστοιχίζεται από τους υπολοίπους ενοίκους της πανσιόν που λειτουργούν ως συμβολικοί άξονες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος και κατά συνέπεια της πρόθεσης στασιμότητας ή αναγέννησης και ανασυγκρότησης που ταλαντεύεται ανάμεσα στο χθες, το σήμερα και το αύριο.
Οι σκέψεις του Γκανίν αφήνονται ελεύθερες από τον Ναμπόκοφ να εκφραστούν και οι αναφορές του για την καθημερινότητα και την αγωνία επιβίωσης των άλλων εμιγκρέδων ενοίκων, όχι μόνο καταγράφουν το κλίμα μιας εποχής που για τις σύγχρονες γενιές αναβιώνει μόνο μέσω των ιστορικών μαρτυριών, αλλά περιγράφουν κυρίως τα συναισθήματα και την ψυχική κατάσταση εκείνων που βίωναν τον εκπατρισμό και την προσπάθεια να στήσουν τα νέα θεμέλια της ζωής τους μακριά από τον τόπο καταγωγής τους.
Και αυτή ακριβώς η συναισθηματική αποτύπωση είναι το πλεονέκτημα της λογοτεχνίας, έναντι της ιστορίας. Διότι η δεύτερη οφείλει να καταγράφει τα τεκταινόμενα και τις εξελίξεις μέσα στα πλαίσια της αντικειμενικότητας και ως εκ τούτου αδυνατεί να εστιάσει στη διαφορετικότητα της προσλαμβάνουσας παράστασης ή της πληροφορίας από ετερόκλητες προσωπικότητες.
Βάσει όλων αυτών επομένως, δέον είναι να ειπωθεί ότι το «Mary» που επανακυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη, αν και είναι το πρώτο πόνημα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, δίνει ευθύς εξ’ αρχής το στίγμα της σπουδαιότητας του δημιουργού του, αφού έθεσε ψηλά τον πήχη γι’ αυτό που έμελλε να ακολουθήσει.