Από την Ισμήνη Χαρίλα

Ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ είχε σχολιάσει πως κάποιος βλέπει μόνο με την καρδιά και το σημαντικό είναι αόρατο στα μάτια.

Και αυτή ακριβώς η αίσθηση, η δύναμη της όρασης που απελευθερώνεται από το περιτύλιγμα και επιτρέπει να φανεί το περιεχόμενο και η ουσία, αναδεικνύεται στο παραμύθι της Νίτσας Μανωλά «Η Αλίνα των χρωμοσωμάτων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο και σε εικονογράφηση της Νικολέττας Φιλιππίδη.

Η Αλίνα, η ηρωίδα της ιστορίας, είναι ένα ιδιαίτερο κοριτσάκι. Ένα παιδί που έχει σύνδρομο Down και διαφέρει από την πλειονότητα των συνομηλίκων της, επειδή έχει γεννηθεί με ένα επιπλέον χρωμόσωμα.

Αν και ορισμένοι θεωρούν μειονέκτημα αυτή τη διαφοροποίησή της, άλλοι και ιδίως εκείνοι που την αγαπούν και ζουν κοντά της, πιστεύουν ότι είναι ένα δώρο. Ένα χαρακτηριστικό που της χαρίζει το προνόμιο της φαντασίας, της καλοσύνης και της αγάπης. Της αγνής και άδολης ψυχής που μπορεί να αναγνωρίσει την κακία και να δει την αλήθεια που καλύπτεται από το ψέμα.

Γι’ αυτό, παρόλο που η Αλίνα βιώνει στο σχολείο την απόρριψη των συμμαθητών της και υπομένει τα πειράγματά τους, είναι τόσο δυνατή που καταφέρνει να απεγκλωβιστεί και να χαθεί σε δικούς της μαγικούς κόσμους, όπου νιώθει χαρούμενη και ευτυχισμένη.

Κλείνει λοιπόν τα μάτια και ταξιδεύει καθημερινά στις χώρες των δράκων που δεν την τρομάζουν, γιατί είναι φίλοι της και την αγαπούν χωρίς να τους νοιάζει η ιδιαιτερότητα στα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

Ο Σίλοναμ, ο αρχηγός των πολύχρωμων δράκων, είναι άλλωστε εκείνος που θα τη βοηθήσει, όταν θα την απαγάγει ο Άλκαζορ, ο κακός βασιλιάς της Μελανίας, που προσπαθεί να κλέψει τα χρώματα της Ευταξίας, της χώρας δηλαδή όπου κατοικεί η Αλίνα.

Με απλό και επεξηγηματικό λόγο, όπως αρμόζει εξάλλου σ’ ένα κείμενο που απευθύνεται σε παιδιά, η συγγραφέας αποτυπώνει επομένως την πραγματικότητα της διαφορετικότητας και αναδεικνύει με σοβαρότητα το θέμα της περιθωριοποίησης των ατόμων με ειδικές ικανότητες από την ευαίσθητη ακόμα παιδική ηλικία.

Μια απομόνωση που ευνοείται μεν από τις αντιδράσεις των υπολοίπων παιδιών, αλλά καθοδηγείται ουσιαστικά από τους ενήλικες του περιβάλλοντος, αφού τα παιδιά, είτε μιμούνται τη συμπεριφορά τους, είτε υπακούν στις οδηγίες εκείνων που διατηρούν ζωντανές παρακμιακές αντιλήψεις.

Και η συγκεκριμένη θέση προβάλλεται και μέσω της εναλλαγής των χρωμάτων στο κείμενο και δη της ύπαρξης αυτών στην Ευταξία και την απουσία τους στη Μελανία. Παρατηρείται συνεπώς ένα χρωματικό παιχνίδι που αντιπαραβάλλει την ομορφιά της αποδοχής του πλουραλισμού ιδεών, σκέψεων και καταστάσεων που σέβεται την έννοια της ύπαρξης, στην κενότητα της θέασης που εμποδίζεται από τις παρωπίδες απαρχαιωμένων και φοβιστικών απόψεων.

Συνδυαστικά με το παραπάνω πλεονέκτημα της αφήγησης, λειτουργεί και η εικονογράφηση της Νικολέττας Φιλιππίδη που, ενώ κινείται στον ανεπανάληπτο κόσμο των κλασσικών παραμυθιών, δίνει μια μοντέρνα οπτική και υποστηρίζει τη συγγραφική πρόθεση να αναδείξει ένα πρόβλημα που παραμένει δυστυχώς αναλλοίωτο στον χρόνο και εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και σήμερα, παρόλο που ο επιστημονικός διάλογος έχει αποδείξει ότι η τάση απόρριψης οφείλεται στην έλλειψη παιδείας και την εμμονή σε παρωχημένες πεποιθήσεις.

Διότι, όπως κατάλαβε και η Αλίνα «ο φόβος και η άγνοια για τη διαφορετικότητα αναγκάζει πολλές φορές τους ανθρώπους να παραφέρονται (…). Οι συμμαθητές της την πείραζαν, γιατί φοβόντουσαν, επειδή δεν γνώριζαν».

Κατά συνέπεια, μέσω της ιστορίας της Αλίνας, ανοίγει ο διάλογος για τις επιπτώσεις της άγνοιας και της αναγέννησης του σκοταδισμού που υπήρξε ίδιον γνώρισμα παλαιότερων ιστορικών περιόδων.