Γράφει ο Ερμής:

Ήταν πολύ δυνατή η καταιγίδα εκείνη τη νύχτα και το καράβι είχε παραδοθεί στη μανία των κυμάτων που το χτυπούσαν αλύπητα.

Ο Θωμάς είχε φοβηθεί πάρα πολύ και όταν ο καπετάνιος έδωσε εντολή να κατεβάσουν τις βάρκες και να ετοιμαστούν για να εγκαταλείψουν το πλοίο, πανικοβλήθηκε. Αντί να βοηθήσει το πλήρωμα, προτίμησε να κρυφτεί πίσω από κάποια μεγάλα κιβώτια που ήταν δεμένα στο κατάστρωμα.

«Γρήγορα!!» φώναζε ο καπετάνιος. «Βιαστείτε γιατί δεν έχουμε χρόνο» και όλοι προσπαθούσαν να εκτελέσουν τις οδηγίες του, ισορροπώντας επάνω σ’ ένα καράβι που είχε αρχίσει να παίρνει κλίση και ήταν έτοιμο να βουλιάξει.

Ο Θωμάς τους κοιτούσε που επιβιβάζονταν στις βάρκες, αλλά ο τρόμος τον είχε παραλύσει και δεν τολμούσε να βγει από την κρυψώνα του.

Ο αέρας λυσσομανούσε, οι βάρκες είχαν απομακρυνθεί και εκείνος καθόταν μόνος του να προσμένει το τέλος, αφού μέσα στον χαλασμό κανένας δεν σκέφτηκε να τον αναζητήσει.

Το πλοίο έγερνε όλο και περισσότερο, παραδομένο στο κάλεσμα της θάλασσας που ζητούσε να το τραβήξει στον βυθό της και ο Θωμάς – αποφασίζοντας επιτέλους να αντιδράσει – φόρεσε ένα σωσίβιο και βούτηξε στο νερό κρατώντας μια σανίδα.

Όντας ευτυχώς δεινός κολυμβητής, κατάφερε να αντιμετωπίσει τη μανία των κυμάτων και να παραμείνει ζωντανός μέχρι που ξημέρωσε και η θάλασσα – ικανοποιημένη από την απόκτηση του νέου τρόπαιου – είχε ηρεμήσει.

Σιγά – σιγά όμως οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν.

«Είμαι χαμένος», συλλογίστηκε, καθώς ήταν παγωμένος και εντελώς εξασθενημένος.

«Το καράβι βούλιαξε και οι βάρκες βρίσκονται μακριά. Κανείς δεν θα με βρει και η θάλασσα θα γίνει ο υγρός τάφος μου.

Αχ!! Γιατί να εγκαταλείψω το σπίτι μου και το ξυλουργείο μου; Μια χαρά ήμουν στην πόλη μου. Μπάρκαρα γιατί ήθελα να ταξιδέψω και να γνωρίσω τον κόσμο και ιδού τα αποτελέσματα. Θα πεθάνω και θα γίνω τροφή για τα ψάρια», μονολόγησε και μην μπορώντας πια να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, αποφάσισε να παραδοθεί και να αποδεχθεί την ήττα του.

Καθώς όμως τα χέρια του γλιστρούσαν από τη σανίδα, βρέθηκαν δίπλα του τρεις γοργόνες που τον αγκάλιασαν και τον μετέφεραν στο υδάτινο βασίλειό τους.

Ο Θωμάς – που είχε χάσει ήδη τις αισθήσεις του – δεν κατάλαβε τίποτα, μέχρι το επόμενο πρωινό που ξύπνησε επάνω σ’ ένα κρεβάτι που ήταν φτιαγμένο από μεγάλα όστρακα.

Ο ίδιος φορούσε έναν καθαρό και στεγνό γαλάζιο χιτώνα με χρυσές λεπτομέρειες και ένιωθε ξεκούραστος και ανανεωμένος.

«Τι περίεργο!!!» σκέφτηκε. «Πέθανα στη θάλασσα και ο παράδεισος μοιάζει με τον βυθό», συμπέρανε, καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι και κοίταξε έξω από το παράθυρο του δωματίου του που είχε το σχήμα φινιστρινιού.

Βέβαια, δεν ένιωθε καθόλου νεκρός, αλλά του ήταν αδύνατο να εξηγήσει διαφορετικά την πολυτέλεια που έβλεπε γύρω του.

Στο δωμάτιο, εκτός από το κρεβάτι, υπήρχαν μια ντουλάπα με καθρέφτη, ένα κομό, μια πολυθρόνα και ένα τραπεζάκι. Όλα ήταν πανέμορφα, μικρά κομψοτεχνήματα, άλλα ξύλινα και άλλα φτιαγμένα από θησαυρούς της θάλασσας.

Δίπλα από το κρεβάτι κρεμόταν ένα χρυσό κορδόνι και όταν το τράβηξε, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.

«Ναι», είπε δειλά ο Θωμάς και μία από τις τρεις γοργόνες που τον είχαν σώσει, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο.

«Επιτέλους ξύπνησες. Νιώθεις καλά; Κοιμόσουν σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες».

«Ποια είσαι; Πού βρίσκομαι;» της απάντησε με νέα ερώτηση ο Θωμάς, αγνοώντας τη δική της.

«Είμαι η Γαλήνη και είμαι γοργόνα. Εγώ και οι αδελφές μου σε φέραμε εδώ. Το πλοίο σου βούλιαξε και ενώ οι υπόλοιποι ναυτικοί μπήκαν στις βάρκες για να γλυτώσουν, εσύ έμεινες μόνος και εκτεθειμένος στα κύματα. Δεν ξέρω γιατί επέλεξες τον κίνδυνο, αλλά δεν θα είχες επιζήσει. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να σε φέρουμε στο παλάτι».

«Παλάτι;» ρώτησε ξανά, με απορία στο βλέμμα, ο Θωμάς.

«Ναι, είναι το παλάτι του Βασιλιά του Ωκεανού. Πες μου όμως, ποιο είναι το όνομά σου;»

«Είμαι ο Θωμάς και σας ευχαριστώ πολύ γιατί καταλαβαίνω ότι εσείς με σώσατε. Δεν σου κρύβω ότι είμαι αρκετά μπερδεμένος και δεν καταλαβαίνω αν όλα αυτά είναι αληθινά ή αν ονειρεύομαι. Κατ’ αρχάς μου ανέφερες ότι είσαι γοργόνα, αλλά εγώ βλέπω ότι δεν έχεις ουρά, αλλά ανθρώπινα πόδια».

«Ναι, γιατί στο παλάτι δεν υπάρχει νερό και όταν περνάμε την πύλη του, η ουρά μας χάνεται για να μπορούμε να περπατάμε.

Τώρα, πρέπει να ντυθείς γιατί θέλει να σε γνωρίσει ο βασιλιάς μας και σε περιμένει στην αίθουσα του Συμβουλίου».

Ολοκληρώνοντας τη φράση της, η Γαλήνη άνοιξε τη ντουλάπα, έβγαλε ένα κοστούμι περασμένης εποχής και του το έδωσε.

«Ελπίζω να σου ταιριάζει. Πολλά από τα αντικείμενα που υπάρχουν στο παλάτι, τα έχουμε συγκεντρώσει από ναυάγια. Αν ψάξεις, υπάρχουν πολλοί θησαυροί στα αμπάρια των πλοίων», συμπλήρωσε η Γαλήνη και βγήκε από το δωμάτιο για να ετοιμαστεί ο Θωμάς.

Μερικά λεπτά αργότερα, ο Θωμάς στεκόταν μπροστά στον βασιλιά του Ωκεανού.

Ήταν και αυτός μια αρσενική γοργόνα, όπως όλοι άλλωστε όσοι κατοικούσαν στο παλάτι, όπως είχε εξηγήσει η Γαλήνη στον Θωμά ενόσω τον οδηγούσε στην αίθουσα του Συμβουλίου.

Ψηλός, εύσωμος, με γκρίζα μακριά μαλλιά, γενειάδα και μεγάλα γαλάζια μάτια που πάγωναν με την ψυχρότητά τους όποιον κοιτούσαν.

Ο βασιλιάς καθόταν στην κορυφή ενός στρογγυλού τραπεζιού και γύρω του ήταν καθισμένοι οι σύμβουλοί του.

Ο Θωμάς – δεδομένου ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά έναν βασιλιά – δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί και αυθόρμητα υποκλίθηκε.

Τότε ο βασιλιάς κοίταξε θυμωμένος αρχικά τον Θωμά και έπειτα τη Γαλήνη.

«Δεν του εξήγησες;» τη ρώτησε και εκείνη αποκρίθηκε ότι δεν πρόλαβε.

«Στο βασίλειο του Ωκεανού δεν υφίσταται η έννοια της υποτέλειας», έλαβε τον λόγο ο πρωθυπουργός. «Ο βασιλιάς μας διοικεί γιατί δεν μπορούμε να ζούμε σε καθεστώς αναρχίας. Δεν υπάρχει όμως καθεστώς φόβου ή δικτατορίας. Πειθαρχούμε στους νόμους, επειδή κατανοούμε τη χρησιμότητά τους, όχι από άγνοια ή ανικανότητα αντίληψης των τεκταινομένων ή έλλειψη παιδείας.

Εδώ είμαστε όλοι ελεύθεροι και ταυτόχρονα σεβόμαστε τα όρια ελευθερίας των άλλων».

Συνεχίζεται……

Συνταγή της Αμβροσίας: Τα μυστικά της θάλασσας

Υλικά:

1 αστακός

1 πράσινη πιπεριά

1 κόκκινη πιπεριά

1 κίτρινη πιπεριά

2 μικρές μελιτζάνες

4 φέτες κίτρινης κολοκύθας

3 παντζάρια

1 πράσινη λόλα

2 κούπες ψιλοκομμένο μωβ λάχανο

20 ντοματίνια

1 φρούτο του δράκου

Για τη σως

½ ποτήρι του κρασιού λάδι

½ ποτήρι του κρασιού ξίδι

2 κουταλιές πικάντικη μουστάρδα

Αλάτι – πιπέρι

Εκτέλεση:

Βράζουμε, καθαρίζουμε και κόβουμε σε κύβους τον αστακό. Καθαρίζουμε, κόβουμε σε λεπτές φέτες, ψήνουμε τα λαχανικά και στη συνέχεια τα κόβουμε σε μικρότερα κομμάτια. Ψιλοκόβουμε τη λόλα, καθαρίζουμε και κόβουμε σε κύβους το φρούτο του δράκου.

Ετοιμάζουμε τη σως, ρίχνοντας όλα τα υλικά της σ’ ένα μπολ και ανακατεύοντάς τα.

Τοποθετούμε τον αστακό, τα λαχανικά και το φρούτο του δράκου σε μια σαλατιέρα, περιχύνουμε με τη σως και τα ανακατεύουμε.