Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 1ο μέρος

Χάρη στα λόγια του πρωθυπουργού, ο Θωμάς αισθάνθηκε άνετα και κατάλαβε ότι βρισκόταν σε ένα φιλικό περιβάλλον, όπου δεν κινδύνευε.

Αφού ευχαρίστησε λοιπόν τον Βασιλιά του Ωκεανού για τη φιλοξενία και κυρίως τη σωτηρία του, απάντησε χωρίς ενδοιασμούς σε όλες τις ερωτήσεις του τελευταίου και του εξήγησε πώς είχε αποφασίσει να μπαρκάρει και να ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο για να δει και να γνωρίσει άλλους τόπους και πολιτισμούς.

Ο βασιλιάς, ήταν πολύ χαρούμενος που είχε την ευκαιρία να βρεθεί τόσο κοντά με έναν άνθρωπο και να ικανοποιήσει την περιέργειά του για τον τρόπο ζωής εκείνων που ζούσαν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Τις επόμενες ημέρες ο Θωμάς πέρασε πολλές ώρες με τον βασιλιά και καθώς συζητούσε μαζί του, κατάλαβε ότι ήταν φιλομαθής, δίκαιος, έξυπνος και δεκτικός σε νέες ιδέες και απόψεις.

Εκτός όμως από τον βασιλιά, όλοι στο παλάτι ήταν ευγενικοί και καλοσυνάτοι και ο Θωμάς ένιωθε τόσο καλά κοντά τους που δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να φύγει. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η Γαλήνη και οι αδελφές της τον ξεναγούσαν στον βυθό, του μάθαιναν τα μυστικά του και τον σύστησαν σε όλα τα πλάσματα που θα μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν σαν έναν άγνωστο εισβολέα, προκειμένου να μην φοβάται ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και εκείνα.

Όταν βράδιαζε, συγκεντρώνονταν στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού και μετάφεραν στον βασιλιά όλα όσα είχαν δει ή ακούσει, αφού οι γοργόνες – αν και κολυμπούσαν στην επιφάνεια μόνο τη νύχτα για να μην είναι ορατές από τους ανθρώπους – φρόντιζαν να επικοινωνούν με τα ψάρια και να μαθαίνουν τα τεκταινόμενα της ξηράς, ώστε το βασίλειο του Ωκεανού να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα για να προστατευθεί από πιθανούς κινδύνους.

Έτσι κυλούσαν οι μήνες και σταδιακά ο Θωμάς έγινε αναπόσπαστο μέλος του παλατιού. Η Γαλήνη τον οδήγησε και στον μάγο του βυθού, ένα υπέργηρο χταπόδι που του έδωσε ένα πιει ένα μαντζούνι από φύκια, κοράλλια και τον Κρίνο της θάλασσας που του χάρισε τη δυνατότητα να αποκτά ουρά ψαριού, όποτε κολυμπούσε και συνάμα την ευκαιρία να ταξιδεύει με τις υπόλοιπες γοργόνες σε κάθε γωνιά του ωκεανού.

Ο Θωμάς ήταν ευτυχισμένος και δεν του έλειπε τίποτα. Τίποτα εκτός από τη νοσταλγία της τέχνης του και τη χαρά της δημιουργίας.

Η λύπη του σκοτείνιαζε το βλέμμα του τις στιγμές που αναπολούσε το παρελθόν και ήταν τόσο εμφανής που ο βασιλιάς τον ρώτησε αν ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του.

«Όχι», απάντησε κατηγορηματικά ο Θωμάς. «Δεν θέλω. Δεν έχω ούτε οικογένεια, ούτε κανέναν να με περιμένει. Μόνο το εργαστήρι μου επιθύμησα. Το μικρό μου ξυλουργείο, όπου καθόμουν και σκάλιζα το ξύλο. Αν είχα τα εργαλεία μου, θα μπορούσα να φτιάξω τόσο όμορφα πράγματα με τα αντικείμενα που ανακαλύπτουμε στα ναυάγια».

«Αυτό είναι εύκολο», αποκρίθηκε ο βασιλιάς και έδωσε εντολή να βοηθήσουν τον Θωμά να στήσει το εργαστήρι του σ’ ένα από τα δωμάτια του παλατιού.

Όντως τις επόμενες εβδομάδες ο Θωμάς κατάφερε να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία που χρειαζόταν, είτε από τα ναυάγια, είτε κατασκευάζοντάς τα ο ίδιος, είτε με τη βοήθεια των ψαριών που είχαν σώσει κάποτε ορισμένους ναυτικούς και έκτοτε ήταν φίλοι και επικοινωνούσαν μαζί τους.

Όταν λοιπόν ετοιμάστηκε το εργαστήρι, ο Θωμάς κολύμπησε στον βυθό και μάζεψε ξύλα από τα ναυάγια τα οποία στέγνωσε καλά από το νερό και άρχισε να κατασκευάζει με αυτά διάφορα αντικείμενα.

Ο βασιλιάς, τα μέλη του συμβουλίου, αλλά και οι υπόλοιποι υπήκοοι τον παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι και μερικές γοργόνες ήταν τόσο ενθουσιασμένες που τον παρακάλεσαν να τις διδάξει την τέχνη του.

Το νέο εργαστήρι εξελίχθηκε επομένως και σε διδασκαλείο και κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, ο Θωμάς με τους νέους βοηθούς του κατασκεύαζαν νέα έπιπλα ή ξύλινα αντικείμενα που είτε αντικαθιστούσαν τα παλιά του παλατιού, είτε διευκόλυναν την καθημερινότητα όλων.

Σιγά – σιγά κάποιοι από τους βοηθούς του μεγάλωσαν, παρέδωσαν τη θέση τους στα παιδιά τους και ο Θωμάς καθώς γέρασε και ο ίδιος ήταν πλέον περιστοιχισμένους από νέους που είχαν όρεξη για δουλειά, αλλά και φρέσκιες ανανεωτικές ιδέες.

Ανάμεσά τους ήταν και η Νησώ, η κόρη της Γαλήνης. Ένα μικρό ζιζάνιο που ποθούσε πάντοτε να ανακαλύπτει κάτι καινούργιο και δεν στεκόταν λεπτό ήσυχη, αφού βαριόταν εύκολα και ήθελε να έχει διαφορετικές και ενδιαφέρουσες ασχολίες.

Με ζωηρή φαντασία, ρουφούσε τις εικόνες που έβλεπε ή τις αφηγούνταν οι φίλοι της, τα υπόλοιπα πλάσματα του ωκεανού ή ακόμα και ο ίδιος ο Θωμάς από την εποχή που κατοικούσε στον κόσμο των ανθρώπων και τις μετέφερε με χρώματα επάνω στο ξύλο.

Με μεγάλη επιδεξιότητα σκάλιζε το ξύλο και έπειτα το ζωγράφιζε με χρώματα που κατασκεύαζε είτε ανακατεύοντας τα φυτά που χρησιμοποιούσε ο Θωμάς στο εργαστήρι, είτε αναμειγνύοντας και άλλα που έβρισκε στον ωκεανό, προσπαθώντας να πετύχει νέες έντονες αποχρώσεις.

Ο Θωμάς ήταν υπερήφανος για την απόδοσή της και η Νησώ ήταν από τους ελάχιστους ή μάλλον, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, η μοναδική από τους μαθητές του που είχε καταφέρει σε σύντομο χρονικό διάστημα να ξεπεράσει τον δάσκαλό της.

Άοκνη και εργατική, η μικρή Νησώ δημιουργούσε διαρκώς και σύντομα το εργαστήρι γέμισε από ένα σωρό αντικείμενα. Βούρτσες, κοσμηματοθήκες, καθρέφτες, μολύβια, χαρτοκόπτες, κουτάκια, μικρότερα ή μεγαλύτερα που προσφέρονταν για διάφορους σκοπούς, παιχνίδια και ένα σωρό άλλα που ο Θωμάς έβλεπε και λυπόταν που έμεναν κρυμμένα στο παλάτι του Ωκεανού.

«Είναι κρίμα να παραμένουν εδώ. Παρόλο που το εσωτερικό του παλατιού δεν είναι εκτεθειμένο στο νερό, η υγρασία δεν αφήνει το ξύλο να ζήσει αναλλοίωτο αιώνια. Το ιδανικό θα ήταν να τα δει ο κόσμος και να θαυμάσει την τέχνη της», συλλογιζόταν ο δάσκαλός της, αλλά αυτό φυσικά δεν ήταν εφικτό, αφού η Νησώ ήταν μια γοργόνα.

Μέρες ολόκληρες πάλευε ανεπιτυχώς να βρει μια λύση, ώσπου στο τέλος είχε μια αναλαμπή.

Μια μικρή ιδέα που είτε θα τον βοηθούσε να πετύχει τον σκοπό του, είτε θα έφερνε την καταστροφή για τον ίδιο, αλλά και για όλους όσους κατοικούσαν στο βασίλειο του Ωκεανού.

Συνεχίζεται……

Συνταγή της Αμβροσίας: Ταξίδι στον βυθό

Υλικά:

2 κούπες βρασμένο χταπόδι

2 μεγάλα βρασμένα καλαμάρια

2 κούπες σταμναγκάθι

½ κούπα βρασμένο καλαμπόκι

1 ματσάκι ρόκα

1 μαρούλι

Για τη σος

1 κρασοπότηρο λάδι

½ φλ. καφέ άσπρο ξίδι

Αλάτι – πιπέρι

3 κ.σ. βαλσάμικο με γεύση λεμόνι – πορτοκάλι

3 κ.σ. μαγιονέζα

Εκτέλεση:

Κόβουμε σε μικρά κομμάτια το χταπόδι και τα καλαμάρια. Πλένουμε και ψιλοκόβουμε το σταμναγκάθι, τη ρόκα και το μαρούλι.

Ρίχνουμε σε ένα μπολ το λάδι, το ξίδι, το αλάτι, το πιπέρι και ανακατεύουμε.

Βάζουμε όλα τα υλικά σε μια σαλατιέρα και περιχύνουμε με τη σος. Ανακατεύουμε καλά και καλύπτουμε με τη μαγιονέζα.