Από την Ισμήνη Χαρίλα
Συμβολισμός και Μαγικός Ρεαλισμός. Ο πρώτος αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και επηρέασε κυρίως την ποίηση, τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Ο δεύτερος εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα και εκφράστηκε κυρίως μέσω της λογοτεχνίας.
Από τη μια πλευρά λοιπόν τα αντικείμενα χρησιμοποιούνται ως σύμβολα για να αποδώσουν σκέψεις και συναισθήματα, ενώ από την άλλη το εξωπραγματικό και το αλλόκοτο παρουσιάζεται ως φυσιολογικό και καθημερινό. Εφόσον συνδυαστούν τα δυο αυτά λογοτεχνικά κινήματα στήνουν ένα παιχνίδι ανάμεσα στο αντιληπτό και το ιδεατό, το γεγονός και την υπόθεση, το αδιαμφισβήτητο και την προσωπική ερμηνεία. Ένα παιχνίδι δηλαδή που αφηγείται την ιστορία όπως διαδραματίστηκε, αλλά παράλληλα επιτρέπει στον αναγνώστη να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα και να διαμορφώσει την προσωπική του άποψη για ό,τι συνέβη ή πρόκειται να συμβεί.
Και αυτό ακριβώς το διττό παιχνίδι εντοπίζεται στο έργο του Ιάπωνα συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι, «Τις μικρές ώρες» – που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και σε μετάφραση της Μαρίας Αργυράκη – όπου, εκτός από τα προαναφερθέντα στοιχεία, παρατηρείται και ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό του Μαγικού Ρεαλισμού, δηλαδή το γεγονός ότι οι ήρωες είτε είναι περιθωριακοί, είτε κινούνται σε σκοτεινούς χώρους, όπου η έννοια της μαγείας λαμβάνει άλλες διαστάσεις.
Η συνολική ιστορία εξελίσσεται σε μια μόλις νύχτα και τα κεντρικά πρόσωπα είναι η Έρι που έχει βυθιστεί σε μια ληθαργική κατάσταση, η αδελφή της η Μάρι που είναι μια νεαρή φοιτήτρια που αποφασίζει να περάσει ένα βράδυ μακριά από το σπίτι της και βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα εστιατόριο, ο Τακαχάσι, ένας επίσης νεαρός φοιτητής, παλιός συμμαθητής της Έρι, αλλά και τρομπονίστας, η Καόρου, μια πρώην αθλήτρια της πάλης που διευθύνει ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής που παρέχει προσωρινή στέγη σε ζευγάρια, αλλά χρησιμοποιείται και από κυκλώματα που εκμεταλλεύονται ιερόδουλες και τέλος ο Σιρακάγουα, ένας ευυπόληπτος οικογενειάρχης και επαγγελματίας που διατηρεί μια κρυφή διπλή ζωή.
Η Μάρι και ο Τακαχάσι προβάλλουν επομένως τη νεότητα, την επιθυμία επίτευξης στόχων και φιλοδοξιών, την κανονικότητα και την ανάλυση των δεδομένων με ρεαλιστική ματιά, ενώ η Έρι την απόπειρα διαφυγής από την πραγματικότητα, τη λήθη και την απόρριψη του παρελθοντικού και παροντικού χρόνου.

Ως συνδετικοί κρίκοι των δυο παράλληλων κόσμων της ημέρας και της νύχτας λειτουργούν η Καόρου και ο Σιρακάγουα. Εκείνη, αναγκάστηκε λόγω συνθηκών να συναναστρέφεται περιθωριακά άτομα, διατηρώντας όμως πάντοτε ένα αίσθημα αλληλεγγύης και απόδοσης δικαιοσύνης, ενώ εκείνος θεωρεί ότι είναι ελεύθερος να ικανοποιεί τα κτηνώδη ένστικτά του σε ανυπεράσπιστα θύματά του.
Πέντε λοιπόν ήρωες, πέντε ετερόκλητες μορφές που συναντώνται στην ίδια ιστορία και μετουσιώνουν ορισμένες από τις σημαντικότερες πτυχές της ύπαρξης, όπως την ελπίδα, τον φόβο, την αισιοδοξία, την απογοήτευση, τον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης, τον συμβιβασμό, το ψέμα, την αλήθεια, την αποδοχή και την άρνηση.
Η διήγηση διακρίνεται από μια κινηματογραφική αποτύπωση με σεναριακή καθοδήγηση και ο συγγραφέας «δίνει» στον αφηγητή έναν φωτογραφικό φακό για να περιγράψει τα τεκταινόμενα και τους περιβάλλοντες χώρους καθώς τα φώτα νέον μάχονται το σκοτάδι της νύχτας και οι εναλλασσόμενοι ήχοι της τζαζ και της κλασσικής μουσικής κατακλύζουν το κείμενο, είτε μέσω του Τακαχάσι που παίζει τρομπόνι, είτε μέσω των δίσκων που βάζουν τα εστιατόρια, εκπροσωπώντας την υποβλητικότητα της μουσικότητας, ένα άλλο δηλαδή στοιχείο του Συμβολισμού.
Μουσική που ταξιδεύει, ηρεμεί, δίνει το tempo, μεταμορφώνεται κατά περίσταση, παραπέμπει συνειρμικά στον ίδιο τον δημιουργό που έχει ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική έκφραση και στην αρχή της καριέρας του διατηρούσε ένα τζαζ κλαμπ με το όνομα “Peter Cat”, αλλά κυρίως εντείνει το μυστηριακό, μυθικό και εξωπραγματικό στοιχείο που αποζητά την ομορφιά της λύτρωσης από οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητική δέσμευση.
«Η ζωή δε χωρίζεται τόσο απλά σε φωτεινή και σκοτεινή μονάχα. Υπάρχει και η ενδιάμεση ζώνη της σκιάς. Ένα διανοητικά υγιές άτομο πρέπει να αναγνωρίζει και να κατανοεί τη σκιά. Χρειάζεται όμως πολύς χρόνος και κόπος ώσπου να γίνεις διανοητικά υγιής», γράφει ο Μουρακάμι και αυτές οι σκιές που μπορούν να γίνουν ανυπόφορα βασανιστικές ή σωτήριες είναι τελικά εκείνες που αναδύονται από το συγκεκριμένο πόνημα που επιχειρεί με απλό και λιτό τρόπο να εκφράσει πανανθρώπινες αλήθειες.