Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 3ο μέρος

Το σημείωμα απευθυνόταν προς τον άγνωστο δημιουργό.

«Δεν ξέρω ποιος είσαι», έγραφε ο Ρωμανός, «και αδυνατώ να μαντέψω ποιος είναι ο σκοπός σου. Υποθέτω ότι οι κατασκευές είναι δικές σου, αλλά τότε γιατί τις αφήνεις στην ακτή; Άραγε ξέρεις ότι τις βρίσκω και ότι τις πουλώ στον πάγκο μου; Αναζητώ καθημερινά την παρουσία σου, αλλά δεν έχω εντοπίσει κανέναν τριγύρω και δεν έχω ιδέα αν είσαι κάπου κρυμμένος και με παρακολουθείς.

Θέλω πάντως να ξέρεις πως δεν είμαι κλέφτης, και δεν έχω καμιά πρόθεση να εκμεταλλευτώ το έργο σου. Δεν αρνούμαι φυσικά ότι πήρα όλα τα αντικείμενα που άφησες και τα πούλησα, χωρίς να έχω ουσιαστικά την άδειά σου, αλλά η ανάγκη της καθημερινής επιβίωσης δεν μου αφήνει περιθώρια για να δώσω έμφαση σε λεπτομέρειες.

Σε κάθε περίπτωση δεν σου αφήνω αυτό το γράμμα για να απολογηθώ, αλλά επειδή θέλω να συναντηθούμε για δυο λόγους. Πρώτον για να σου δώσω τα χρήματα που δικαιούσαι από την πώληση και έπειτα για να σου προτείνω να συνεργαστούμε. Ομολογώ ότι οι κατασκευές σου είναι υπέροχες και γίνονται ανάρπαστες. Δεν σου κρύβω μάλιστα ότι είναι πολλοί εκείνοι που έρχονται στον πάγκο μου αναζητώντας μια νέα δημιουργία σου.

Με την ελπίδα ότι η επιστολή μου θα φθάσει στα χέρια του σωστού παραλήπτη, θα σε περιμένω αύριο το πρωί στο σημείο της ακτής που αφήνεις τις κατασκευές».

Το μήνυμα του Ρωμανού προς τον άγνωστο δημιουργό ενθουσίασε και συνάμα άγχωσε τον Θωμά. Η πρόταση συνεργασίας ήταν αυτή ακριβώς που αποζητούσε και η Νησώ θα είχε επιτέλους την ευκαιρία να επιδείξει το ταλέντο της. Δεν μπορούσε όμως να εμφανιστεί ούτε στον Ρωμανό, ούτε σε κανέναν άλλο. Ήταν μια γοργόνα και η αποκάλυψή της θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή του βασιλείου του Ωκεανού.

Ο Θωμάς έπρεπε να βρει μια λύση, αλλά το μυαλό του είχε σταματήσει να του δίνει τις σωστές απαντήσεις.

«Και τώρα;» ρώτησε τη Δελφινόη. «Η Νησώ δεν μπορεί και δεν πρέπει να συναντήσει τον Ρωμανό. Χάρηκα τόσο πολύ στην αρχή, αλλά τώρα πιστεύω ότι κάναμε λάθος. Τουλάχιστον η Νησώ δεν ξέρει το σχέδιό μας και δεν θα απογοητευτεί».

«Υπερβολές!!» αποκρίθηκε η Δελφινόη. «Κατ’ αρχάς η Νησώ θα μάθει όλη την ιστορία, γιατί πρέπει να ετοιμάσει τις νέες δημιουργίες της και είμαι σίγουρη ότι θα χαρεί πάρα πολύ. Όπως και όλοι στο βασίλειο του Ωκεανού, διότι εδώ δεν κρατάμε μυστικά και μοιραζόμαστε τα συναισθήματά μας. Όσον αφορά τον Ρωμανό δεν χρειάζεται να τον συναντήσει. Θα βρούμε μια δικαιολογία και θα του γράψεις πως η επικοινωνία θα πραγματοποιείται μόνο μέσω γραπτών μηνυμάτων».

Ο Θωμάς άκουσε προσεκτικά τη Δελφινόη και τα λόγια της του έδωσαν θάρρος.

«Εντάξει», της είπε. «Πρέπει όμως να μιλήσουμε αμέσως στη Νησώ, γιατί οι ώρες κυλούν και αύριο το πρωί ο Ρωμανός θα την περιμένει».

Η Δελφινόη συμφώνησε και έτσι μαζί με τον Θωμά πήγαν στη σπηλιά των κοραλλιών, όπου η Νησώ συνήθιζε να κάθεται και να ζωγραφίζει και της εξιστόρησαν όλα όσα είχαν συμβεί.

Όπως είχε προβλέψει η Δελφινόη, η μικρή γοργόνα ενθουσιάστηκε και έσπευσε να μοιραστεί τα νέα με τους φίλους της. Σύντομα όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου είχαν μάθει την ιστορία, ακόμα και ο Βασιλιάς που, αν και χάρηκε, κάλεσε κοντά του τον Θωμά, τη Δελφινόη και τη Νησώ για να διασφαλίσει ότι οι κινήσεις τους δεν θα εξέθεταν σε απειλή το βασίλειο.

Τους ζήτησε επομένως να του εκθέσουν τα γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια και αφού βεβαιώθηκε ότι μήτε ο Ρωμανός, μήτε κανένας άλλος δεν είχε καταλάβει ότι τα δελφίνια ήταν εκείνα που άφηναν τις δημιουργίες στην ακτή, ρώτησε πώς σχεδίαζαν να προχωρήσουν.

«Ω!! Αυτό είναι πολύ εύκολο», αποκρίθηκε η Δελφινόη που είχε αποδειχτεί ο ιθύνων νους της επιχείρησης. «Ο Θωμάς θα γράψει στον Ρωμανό πως είναι αγοραφοβικός και αποφεύγει τις επαφές με άλλους ανθρώπους. Θα τον διαβεβαιώσει επίσης πως ο ίδιος κατασκευάζει όλα τα αντικείμενα που βρήκε και ότι – επειδή είναι το χόμπι του και δεν χρειάζεται να κερδίσει χρήματα από τη συγκεκριμένη ενασχόληση – τα αφήνει στην ακτή ως δώρο προς οποιονδήποτε τα βρει. Φυσικά, δεν θα αποκαλύψει το όνομά του και επειδή στον δικό μας κόσμο τα χρήματα δεν έχουν καμιά αξία, δεν θα ζητήσει αμοιβή, παρά μόνο κάποια υλικά και νέα εργαλεία.

Αν συμφωνήσει ο Ρωμανός, η Νησώ θα συνεχίσει να σμιλεύει τις όμορφες δημιουργίες της και εγώ και τα αδέλφια μου θα τις αφήνουμε στο ίδιο σημείο κατά τη διάρκεια της αυγής».

«Καλώς», είπε ο βασιλιάς, όταν η Δελφινόη ολοκλήρωσε την ανάλυση του σχεδίου. «Θα ενημερώνετε όμως τον υπουργό Ασφαλείας του Ωκεανού για κάθε κίνησή σας».

Και απευθυνόμενος προς τον υπουργό Ασφαλείας που ήταν παρών στη συνάντηση, του έδωσε εντολή να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την προστασία του βασιλείου από κάθε κίνδυνο αποκάλυψης.

Όλα λοιπόν έγιναν ακριβώς όπως συμφωνήθηκαν. Ο Ρωμανός βρήκε το επόμενο πρωινό την επιστολή που είχε γράψει ο Θωμάς και αφού απάντησε ότι συμφωνούσε με τους όρους συνεργασίας, η Νησώ άρχισε την ίδια κιόλας ημέρα να σχεδιάζει τις νέες δημιουργίες της που η καθεμιά ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Ο Ρωμανός τις πουλούσε στον πάγκο του και σύντομα η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που όλοι οι τεχνίτες στο ξυλουργικό εργαστήρι του Ωκεανού βοηθούσαν τη Νησώ. Εκείνη σχεδίαζε και ζωγράφιζε, ενώ ο Θωμάς ήλεγχε και διόρθωνε το παραμικρό ψεγάδι.

Μέσα σε λίγους μήνες ο Ρωμανός εγκατέλειψε τον πάγκο του και άνοιξε ένα κατάστημα στην παραλία, ενώ η Νησώ και οι συνάδελφοί της άρχισαν πλέον να κατασκευάζουν και έπιπλα που πουλιόνταν ακόμα και κατά παραγγελία.

Καθώς ο καιρός περνούσε, η φήμη του άγνωστου καλλιτέχνη ξεπέρασε τα όρια της μικρής πόλης και πολλοί ήταν εκείνοι που έρχονταν ακόμα και από γειτονικές περιοχές για να θαυμάσουν και να αποκτήσουν κάποιο από τα έργα του. Ο Θωμάς ήταν υπερήφανος για τη μικρή του μαθήτρια που επάξια θα ήταν και η διάδοχός του στο εργαστήρι, ενώ η ίδια η Νησώ, χαρούμενη από την αποδοχή του κοινού, είχε πρόσθετα κίνητρα έμπνευσης και δημιουργίας. Τον ίδιο ενθουσιασμό με εκείνη όμως ένιωθαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι στο βασίλειο που είχαν βρει νέες διεξόδους για να ανανεώσουν την καθημερινότητά τους.

Όσον αφορά τώρα τον Ρωμανό, εκείνος κέρδιζε τόσα χρήματα που έπαψε να αγωνιά για τους απλήρωτους λογαριασμούς ή τις άδειες κατσαρόλες. Ο λογαριασμός του στην Τράπεζα αυξανόταν διαρκώς και παρόλο που στο βάθος του μυαλού του ανησυχούσε ότι κάποτε θα επέλθει κορεσμός και οι άνθρωποι δεν θα εισρέουν στο μαγαζί του, εντούτοις τα χρόνια που κύλησαν, τον διέψευσαν. Η Νησώ βελτιωνόταν συνεχώς και η φαντασία της την οδηγούσε σε νέα μονοπάτια με εικόνες από τον κόσμο του Ωκεανού, της Φύσης, του Ουρανού, αλλά και των παραμυθιών που χάριζαν στα σχέδια με τα οποία διακοσμούσε τις κατασκευές της με μια ετερόκλητη πνοή, που καθιστούσε καθένα από αυτά μοναδικό.

Το όνομά της δεν αποκαλύφθηκε ποτέ και δεν υπήρξε ούτε ένα ίχνος ή κάποιο σημάδι που θα πρόδιδε την ταυτότητά της. Τίποτα, εκτός από μια προσωπογραφία της στην πίσω όψη ενός ξύλινου καθρέφτη χειρός που άφηνε το στίγμα της στον χρόνο.

Ποιος θα μπορούσε όμως ποτέ να φανταστεί ότι μια γοργόνα ήταν εκείνη που κρατούσε το σκαρπέλο και το καλέμι;

ΤΕΛΟΣ

Συνταγή της Αμβροσίας: Ελπίδα

Υλικά:

15 μεγάλα μανταρίνια

1 ¼ κιλού ζάχαρη

1 κούπα νερό

1 ξυλαράκι κανέλα

2 φλούδες μανταρινιού

Εκτέλεση:

Καθαρίζουμε τα μανταρίνια και χωρίζουμε τις φέτες. Ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα τη μισή ποσότητα ζάχαρης και τοποθετούμε από επάνω τις φέτες μανταρινιού. Καλύπτουμε με την υπόλοιπη ζάχαρη και τα αφήνουμε για 1 ώρα. Στη συνέχεια προσθέτουμε το νερό, την κανέλα και τις φλούδες μανταρινιού που τις έχουμε πλύνει καλά. Βράζουμε τα υλικά περίπου για 1 ώρα, ώσπου να δέσει το γλυκό, αλλά προσέχουμε να μην λιώσει.