Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 2008 παραδόθηκε στο αναγνωστικό κοινό το έργο της Annie Ernaux «Τα Χρόνια» στο οποίο η δημιουργός εισάγει τη μέθοδο της απρόσωπης – όπως ορίζει η ίδια – αυτοβιογραφίας και κατά την οποία – σύμφωνα με τις επεξηγήσεις του Νίκου Μπακουνάκη στο επίμετρο του εν λόγω πονήματος που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη – «Το ‘εγώ’ (je) της αφηγήτριας γίνεται ‘αυτή’ (elle), γίνεται ‘αυτοί’ (on), γίνεται ‘εμείς’ (nous)».

Η συγκεκριμένη μεθοδολογία είναι εμφανής καθ’ όλη τη διάρκεια της αφηγηματικής ροής και η συγγραφέας καταγράφει τα σημαντικότερα γεγονότα της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής, επιστημονικής και τεχνολογικής ζωής από τα πρώτα χρόνια μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και έως τη μετάβαση στον 21ο αιώνα.

Στο αφήγημα συνεπώς δεν υπάρχει ένας ήρωας ή πλοκή με τη συνηθισμένη έννοια. Η Ernaux βασίζεται σε φωτογραφίες και αναμνήσεις που εδράζουν στην πραγματικότητα, αφού όπως έχει δηλώσει η ίδια «δεν υπάρχει δημιουργική εργασία που να μην έχει αφετηρία της την πραγματικότητα» και περιγράφει τη χρονική μετάβαση, την επιρροή αυτής στα συναισθήματα και τις σκέψεις των ανθρώπων και κυρίως την αλλαγή της κοινωνίας.

Μιας κοινωνίας που προσπάθησε να ανασυνταχθεί μετά το πέρας ενός καταστροφικού μακροχρόνιου πολέμου, να ξαναβρεί τους ρυθμούς της, να ξεπεράσει τον φόβο, να αρχίσει ξανά να εμπιστεύεται, να θυμηθεί την καλοσύνη και την ανεμελιά και να ατενίσει το μέλλον με ελπίδα και προσμονή για ευτυχισμένες στιγμές.

«Τα πράγματα ολόγυρά μας δεν κρατούσαν αρκετά, ώστε να γνωρίσουν τη φθορά του χρόνου, τα αντικαθιστούσαμε, τα αποκαθιστούσαμε πάραυτα. Η μνήμη δεν προλάβαινε να τα συνδέσει με στιγμές της ζωής», σχολιάζει η Ernaux και υπενθυμίζει σε όλους όσους βίωσαν τη συγκεκριμένη περίοδο, ότι σταδιακά στις δεκαετίες που κύλησαν από το 1940 και έως το τέλος του 20ου αιώνα, η ανέχεια και η πείνα παρέδωσαν τη σκυτάλη στην υπερκατανάλωση και τον κορεσμό, ενώ το μάρκετινγκ δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ανάγκης για την απόκτηση περιττών αντικειμένων.

Στο πέρασμα των ετών όπως ήταν αναμενόμενο, η καθημερινότητα άλλαξε, οι άνθρωποι μετακινήθηκαν στις πόλεις που αναπτύχθηκαν μεν και παρείχαν άπειρες διευκολύνσεις, αλλά παράλληλα μετατράπηκαν σε απρόσωπες και ξένες ως προς τους κατοίκους τους και το αίσθημα γειτνίασης.

Παρόλο όμως που ο εξωτερικός κόσμος μεταμορφωνόταν και γιγαντωνόταν όχι απαραίτητα πάντοτε με θετικές αποχρώσεις, μεταβαλλόταν ταυτόχρονα και η νοοτροπία και υπήρξαν φωνές που όχι μόνο διεκδίκησαν την έμφαση στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά πέτυχαν να κατοχυρωθούν γενικές ατομικές ελευθερίες, όπως επί παραδείγματι, το δικαίωμα των γυναικών να ορίζουν το σώμα και τη ζωή τους.

Έχοντας άλλωστε βιώσει με τον χειρότερο τρόπο το αίσθημα του τρόμου και της φίμωσης που είχαν επικρατήσει κατά τα χρόνια του πολέμου, η ανθρωπότητα δεν δίστασε να αγκαλιάσει σθεναρά την ελευθερία λόγου και σκέψης και τη διαμαρτυρία ενάντια σε κάθε μορφή βίας, καταπίεσης ή ευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Τα γεγονότα που χαρακτήρισαν τις έξι αυτές δεκαετίες ήταν επομένως πολλά και βαρύνουσας σημασίας, αλλά η Ernaux τα παραθέτει δίχως προσπάθεια υποκειμενικής ερμηνείας, ώστε οι μεγαλύτεροι σε ηλικία να αναπολήσουν και οι νεότεροι να έχουν τη δυνατότητα παρακολούθησης των ενσταντανέ μιας ντοκουμενταρίστικης επεξεργασίας που επιτρέπει την ανασκόπηση του παρελθόντος και της συγκριτικής του αφομοίωσης στο παρόν.

«Τα πάντα θα σβήσουν σ’ ένα δευτερόλεπτο. Το λεξικό που φτιάχνουμε από το λίκνο ως τον τάφο θα χαθεί. Σιωπή, και μήτε μια λέξη για να την εκφράσει. Τίποτα δεν θα βγαίνει απ’ το ανοιχτό στόμα. Μήτε το «εγώ», μήτε το «εμένα». Η γλώσσα θα συνεχίσει να μεταμορφώνει τον κόσμο σε λέξεις. Στις κουβέντες γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι θα είμαστε απλώς ένα όνομα, ολοένα και πιο πολύ δίχως πρόσωπο, μέχρις ότου εξαφανιστούμε μες στην αχανή ανωνυμία μιας μακρινής γενιάς», γράφει η δημιουργός και «Τα Χρόνια» μετουσιώνονται ουσιαστικά σ’ ένα κληροδότημα. Μια ζωντανή παρακαταθήκη προς εκείνους που θα ακολουθήσουν και θα θελήσουν να μάθουν και να κατανοήσουν. Να ανακαλύψουν το χθες και να εντοπίσουν τα ίχνη του στο αύριο που θα είναι το δικό τους σήμερα.