Γράφει ο Ερμής:

Ήταν οι ημέρες του καρναβαλιού, όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι γυρολόγοι. Έστησαν τους πάγκους τους στην άκρη του χωριού και επί μία εβδομάδα πουλούσαν το εμπόρευμά τους που περιελάμβανε από τσιμπιδάκια για τα μαλλιά και γυναικεία στολίδια μέχρι εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι ξυλουργοί ή οι αγρότες.

Μαζί τους έφθασε και μια ομάδα διασκεδαστών και για εφτά συνεχόμενες ημέρες οι κάτοικοι του μικρού χωριού τριγύριζαν ανάμεσα στους πραματευτάδες, στέκονταν να ακούσουν τους μουσικούς, χόρευαν μαζί με τους χορευτές, γελούσαν με τα αστεία των παλιάτσων και έμεναν αναποφάσιστοι για τις αγορές τους, αφού αν και ήταν μαγεμένοι από την πληθώρα των πραγμάτων που αντίκριζαν, δεν είχαν αρκετά χρήματα για να αποκτήσουν τα απαραίτητα χρηστικά αντικείμενα, αλλά και όλα τα υπόλοιπα που δεν θα κάλυπταν καμιά ουσιαστική ανάγκη, αλλά θα τους προσέφεραν χαρά και χαμόγελα.

Η Ροζέλα ήταν είκοσι πέντε ετών τότε και παρόλο που αμφιταλαντεύτηκε και εκείνη ανάμεσα στην αγορά μιας κορδέλας για τα μαλλιά, μιας μεταξωτής πολύχρωμης εσάρπας και μιας βεντάλιας, αποφάσισε τελικά να ξοδέψει το χαρτζιλίκι της στη σκηνή μιας τσιγγάνας που έλεγε το μέλλον.

«Σύντομα η ευτυχία θα σου χτυπήσει την πόρτα», της είπε η τσιγγάνα και παρόλο που δεν επεκτάθηκε σε λεπτομέρειες, τα αόριστα λόγια της χαροποίησαν τη Ροζέλα που επέστρεψε στο σπίτι της με χιλιάδες όμορφες σκέψεις και προσδοκίες για το αύριο που θα ερχόταν.

Οι ημέρες κυλούσαν, ο χρόνος πέρασε, αλλά η Ροζέλα δεν είχε συναντήσει ακόμα την ευτυχία και έτσι όταν ξαναήρθαν οι γυρολόγοι και οι διασκεδαστές στο χωριό, εκείνη έτρεξε στην τσιγγάνα που επανέλαβε την προφητεία της και τη συμβούλευσε να κάνει υπομονή γιατί ήταν σίγουρο ότι το πεπρωμένο της δεν θα τη λησμονούσε.

Η Ροζέλα υπάκουσε, ούτως ή άλλως δεν είχε άλλη επιλογή και περίμενε το δώρο που θα λάμβανε «σύντομα».

Ώσπου ο τρίτος χρόνος διαδέχτηκε τον δεύτερο, ο τέταρτος τον τρίτο και πέρασαν είκοσι συναπτά έτη που η Ροζέλα περίμενε και η τσιγγάνα επαναλάμβανε κάθε φορά τα ίδια λόγια.

Τον εικοστό πρώτο χρόνο, οι γυρολόγοι ήρθαν ξανά στο χωριό και η Ροζέλα τριγύρισε ανάμεσα στους πάγκους. Αυτήν τη φορά όμως δεν επισκέφθηκε την τσιγγάνα. Η αλήθεια είναι ότι είχε πάψει από καιρό να πιστεύει την προφητεία, αλλά εξακολουθούσε να πηγαίνει στη μάντισσα, αναζητώντας απλώς μια ελπίδα που θα φώτιζε για λίγο την καθημερινότητά της που μέχρι τότε την είχε φορτώσει μόνο με δυσεπίλυτα προβλήματα.

Τώρα πια όμως οι δυσκολίες την είχαν λυγίσει, το χαμόγελο είχε σβήσει και η καρδιά της είχε πετρώσει, ενώ το σκοτάδι που την είχε κυκλώσει, ήταν αδύνατο να φωτιστεί από έναν στείρο, κούφιο, ψεύτικο και αόριστο χρησμό.

Έτσι προτίμησε να περιορίσει τις αγορές της μόνο στα απολύτως χρηστικά αντικείμενα και τίποτα άλλο.

Άκουσε αδιάφορα τα τραγούδια και τις μελωδίες των μουσικών, προσπέρασε την αυτοσχέδια σκηνή των διασκεδαστών και των γελωτοποιών και κρατώντας ένα πακετάκι με μια καινούργια ξύλινη κουτάλα που θα αντικαθιστούσε την παλιά που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, επέστρεψε στο μικρό σπιτάκι της, όπου την περίμεναν μόνο η σιωπή και η θλίψη.

Αργά τη νύχτα και ενώ είχε αποκοιμηθεί δίπλα στο αναμμένο τζάκι, ονειρεύτηκε την τσιγγάνα.

«Δεν ήρθες», της είπε.

«Όχι», αποκρίθηκε η Ροζέλα. «Δεν ήρθα και ούτε θα ξανάρθω. Δεν σε πιστεύω πια. Μου έλεγες ψέματα όλα αυτά τα χρόνια. Με παρότρυνες να ελπίζω και να προσμένω αυτό που δεν θα μπορούσα να έχω ποτέ. Οι Μοίρες δεν μου έταξαν την ευτυχία, παρά μονάχα τον πόνο και τη δυστυχία».

Η τσιγγάνα την κοίταξε και αγνοώντας τα λόγια της, άπλωσε τα χαρτιά της τράπουλας στο τραπέζι.

«Σύντομα!! Σύντομα η ευτυχία θα σου χτυπήσει την πόρτα!!» επανέλαβε τη γνώριμη φράση της και προτού προλάβει η Ροζέλα να απαντήσει, χάθηκε από μπροστά της, ενώ ένας δυνατός χτύπος στο παράθυρο, την ξύπνησε απότομα.

«Τελικά μ’ έχει επηρεάσει πολύ αυτή η συνήθεια με τη μάντισσα», συλλογίστηκε, ενώ σηκώθηκε από την καρέκλα της και πλησίασε το παράθυρο για να δει τι συνέβαινε.

Έξω λυσσομανούσε ο αγέρας και η ορμή του δεν άφηνε τίποτα ήσυχο στο πέρασμά του. Τα αστέρια είχαν χαθεί και η νύχτα είχε καλύψει με τον ολόμαυρο μανδύα της την πλάση.

Όμως… Τι ήταν αυτό που φαινόταν στην άκρη της αυλής της Ροζέλας; Άνθρωπος ή ζώο ήταν η σκιά που κινούταν; Ή μήπως δεν ήταν τίποτα και απλώς η φαντασία της έπαιζε μαζί της; Η Ροζέλα φοβόταν να βγει από το σπίτι για να λύσει το μυστήριο. Αν όμως ήταν κάποιος γείτονας που βρέθηκε έξω με αυτόν τον χαλασμό και χρειαζόταν βοήθεια;

Δεν ήξερε τι να κάνει και ο φόβος αντιμαχόταν τη λογική και την ευθύνη.

«Ροζέλα!!! Ροζέλα!!» άκουσε άξαφνα μια φωνή να την καλεί και όντας πλέον βεβαία ότι κάποιος την είχε ανάγκη, οπλίστηκε με θάρρος και άνοιξε την πόρτα.

«Ροζέλα!!! Ροζέλα!!» συνεχίστηκε να ακούγεται το όνομά της και ένα αχνό φως γινόταν ολοένα και εντονότερο καθώς εκείνη πλησίαζε στο σημείο που πίστευε ότι βρισκόταν το άτομο που την καλούσε.

Στην αρχή, ο αγέρας ήταν τόσο δυνατός που η Ροζέλα σχεδόν μπουσούλησε για να διασχίσει μια ελάχιστη απόσταση, καθώς όμως προχωρούσε, οι ριπές κατασίγασαν, ώσπου σταμάτησαν εντελώς.

Η Ροζέλα όρθωσε το σώμα της, τράβηξε δυο μπούκλες από τα μαλλιά της που είχαν καλύψει τα μάτια της και τότε είδε να στέκει μπροστά της μια γυναίκα που ήταν όμως μια άυλη και ονειρική μορφή.

«Μήπως κοιμάμαι ακόμα;» αναρωτήθηκε άηχα η Ροζέλα, αλλά λες και το αερικό είχε ακούσει τον προβληματισμό της, αποκρίθηκε.

«Όχι Ροζέλα. Όσο και αν αμφιβάλλεις, είμαι αληθινή. Είμαι μια από τις νεράιδες της τύχης και των ονείρων. Η αποστολή μας είναι να χαρίζουμε την ευτυχία στους ανθρώπους, αλλά ομολογώ ότι δεν τα καταφέρνουμε πάντα. Είστε τόσοι πολλοί εκείνοι που περιμένετε τα δώρα μας και εμείς δεν προλαβαίνουμε πια να ανταποκριθούμε. Χρειαζόμαστε βοήθεια και γι’ αυτό ήρθα απόψε σ’ εσένα εκ μέρους των αδελφών μου. Θα ήθελες να μας ακολουθήσεις και να γίνεις μια από εμάς;»

«Εγώ;» ρώτησε διστακτικά η Ροζέλα.

«Ναι, εσύ. Ήλπιζες τόσα χρόνια να σου χαρίσουμε την ευτυχία, αλλά εμείς όχι μόνο προδώσαμε τις ελπίδες σου, αλλά δεν σε βοηθήσαμε να αντιμετωπίσεις και τα προβλήματά σου. Ξέρεις λοιπόν τι σημαίνουν ο πόνος και η απογοήτευση και πόσο σημαντικό είναι να δίνεις το χέρι σου σε κάποιον για να κρατηθεί, όταν αρχίζει να πέφτει. Έστω και αργά, σου προσφέρουμε το δώρο της αθανασίας και την ευκαιρία να βοηθάς τους άλλους να συναντήσουν τα όνειρά τους».

Η Ροζέλα κοίταξε το αερικό και μετά το σπίτι της.

«Εδώ δεν έχω τίποτα και κανέναν», συλλογίστηκε και δίχως δισταγμό δέχτηκε την πρόταση της νεράιδας.

Εκείνη τότε έβγαλε μια λιλιπούτεια άρπα από την τσέπη της και άρχισε να παίζει έναν μελωδικό σκοπό που κάλεσε κοντά της μια προς μια όλες τις νεράιδες της τύχης. Όταν έφθασε και η τελευταία, δημιούργησαν έναν κύκλο γύρω από τη Ροζέλα και ξεκίνησαν να σιγοτραγουδούν έναν σκοπό που υμνούσε τα αστέρια και τη δύναμή τους να πραγματοποιούν τις ευχές.

Η Σελήνη αποτράβηξε τον μαύρο μανδύα της και τα αστέρια που έλαμψαν στον ουρανό, έριξαν την ασημόσκονή τους πάνω στη Ροζέλα που έχασε τη γήινη υπόστασή της, έγινε άυλη και μεταμορφώθηκε σε μια νεράιδα της τύχης.

Όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της μεταμόρφωσης, η Σελήνη άπλωσε πάλι τον μαύρο μανδύα της και οι νεράιδες μαζί με το νέο τους μέλος έφυγαν για τον κόσμο τους.

Η Ροζέλα έστρεψε το βλέμμα της προς το σπίτι της για να το αποχαιρετήσει και τότε νόμισε πως είδε την τσιγγάνα να στέκεται στο κατώφλι και να της λέει σου το είχα πει…. «Σύντομα…..».

Συνταγή της Αμβροσίας: Η γεύση της ευτυχίας

Υλικά:

Φλούδες από 10 περγαμόντα

Χυμός από 3 περγαμόντα

3 κούπες ζάχαρη

1 ½ λίτρο τσικουδιά (άοσμη, δυνατή)

5 σπόροι τόνγκα

Εκτέλεση:

Πλένουμε και κόβουμε τις φλούδες σε μεγάλα κομμάτια. Σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα και αδειάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.