Από την Ισμήνη Χαρίλα
Ερείπια, περιορισμένη σίτιση που καθορίζεται από συγκεκριμένο μοντέλο διανομής τροφίμων, διάσταση απόψεων και πολιτικής ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, απόπειρα επικράτησης έκαστης χώρας από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, φόβος για το τι μέλλει γενέσθαι και συνάμα επιθυμία για επανεκκίνηση της ζωής και ανοικοδόμηση της πόλης που θα επιφέρει την ισορροπία και την επιστροφή σε μια φυσιολογική καθημερινότητα.
Η παραπάνω είναι συνοπτικά η επικρατούσα κατάσταση στο Βερολίνο του 1947 στο οποίο μεταφέρει τους αναγνώστες ο Γερμανός συγγραφέας Harald Gilbers με το βιβλίο του «Το Εξπρές των Αρουραίων» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση του Βασίλη Τσαλή.
Στην παρούσα υπόθεση, ο γνώριμος πλέον ήρωας του Gilbers, ο Επιθεωρητής Οπενχάιμερ έρχεται αντιμέτωπος με μια υπόθεση που ενώ αρχικά φαίνεται απλή, στη συνέχεια θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του και τον φέρνει αντιμέτωπο με το κύκλωμα που βοηθά πρώην Ναζί και αξιωματικούς των SS να διαφύγουν παράνομα από τη Γερμανία και να γλυτώσουν από τις κατηγορίες και τη σύλληψή τους για τις πράξεις τους κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Βασιζόμενος σε μια αληθινή πτυχή της Ιστορίας, αφού τα στοιχεία αναφέρουν ότι πολλοί Ναζί κατάφεραν να εγκαταλείψουν κρυφά τη Γερμανία και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή με πλαστά έγγραφα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και δη της Αργεντινής, ακολουθώντας το επονομαζόμενο «εξπρές των αρουραίων», ο συγγραφέας προχωρά χρονικά στο επόμενο έτος από το προηγούμενο βιβλίο του, τη «Μαύρη Λίστα» και περιγράφει την καθημερινότητα των κατοίκων του Βερολίνου που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες δυο χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και αναρωτιούνται για το αν θα πρέπει να μετοικήσουν σε άλλες περιοχές.
Οι αναφορές αυτές προκαλούν λοιπόν στον σύγχρονο αναγνώστη – που γνωρίζει τη φρίκη του πολέμου μόνο από ιστορικές, ειδησεογραφικές πηγές ή μαρτυρίες άλλων ατόμων που βίωσαν παρόμοιες καταστάσεις – έντονους προβληματισμούς για τη στάση που οφείλει να τηρήσει κάποιος μετά τη συνθήκη ειρήνης.
Η ειρήνη και η δημοκρατία απαιτούν την τιμωρία των ενόχων μέσω της δικαστικής οδού που μεριμνά για την τήρηση του νόμου και την απονομή δικαιοσύνης. Πόσο εύκολη ή εφικτή είναι όμως η διατήρηση της ψυχραιμίας από εκείνους που βρέθηκαν στο επίκεντρο του πολέμου; Από ανθρώπους που έχασαν φίλους, συγγενείς, το σπίτι τους, την πατρίδα τους, την αξιοπρέπειά τους, τα όνειρά τους, που βασανίστηκαν και ένιωσαν στο πρόσωπό τους την ανάσα του θανάτου;

Ο Πλαύτος, ο Λατίνος κωμωδιογράφος, είχε σχολιάσει πως «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος» και οι εμπόλεμες καταστάσεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την ουσιαστικότητα της συγκεκριμένης ρήσης. Τι συμβαίνει όμως μετά την ανακωχή σε επίπεδο συνύπαρξης των λαών; Είναι δυνατός ο διαχωρισμός ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και ενορχηστρωτές των τεκταινομένων ή εξακολουθούν να επικρατούν από τη μια πλευρά το γενικευμένο μίσος που έκρυψε κάτω από αναιρούμενες και αφηρημένες δικαιολογίες το γεγονός ότι γεννήθηκε από την επιθυμία κάποιων ηγετών για οικονομικό όφελος και από την άλλη η πικρία και το φαρμάκι από τις αθεράπευτες πληγές που αιμορραγούν;
«Σ’ αυτήν την κατάσταση αρκετοί ήταν αυτοί που προτιμούσαν ένα τρομερό τέλος παρά έναν ατελείωτο τρόμο καθώς κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πότε θα τελείωνε αυτή η εποχή της απελπισίας», διευκρινίζει ο Οπενχάιμερ που είναι ένας Εβραίος που κατάφερε να γλυτώσει από τους Ναζί – πληρώνοντας όμως βαρύ αντίτιμο – αλλά συνάμα και ένας «σκληροπυρηνικός Βερολινέζος» που επιλέγει να παραμείνει στην πόλη του, επιχειρώντας να συμφιλιωθεί με τις απώλειές του και να βρει νέους κώδικες επικοινωνίας με τους ανθρώπους που υπήρξαν μέλη ενός συστήματος που υποστήριζε τακτικές διωγμού και εξόντωσης των ανθρώπων με μοναδικά κριτήρια το χρώμα, τη φυλή ή τις προτιμήσεις τους.
Μέσα σε αυτό το πολυσύνθετο ψηφιδωτό, ο δημιουργός διατηρεί τις αποστάσεις της συγγραφικής πτυχής και κινούμενος στα όρια του ρεαλισμού παραχωρεί τη διαμόρφωση άποψης και εξαγωγής συμπερασμάτων στον ίδιο τον αναγνώστη, ενώ ο ίδιος παραδίδει ένα κείμενο που κινείται ανάμεσα στο αστυνομικό της γενιάς του ’30, της κατοπινής εξέλιξής του ως κατασκοπευτικό κατά τη δεκαετία του ’60 και αφιερώνει παράλληλα ένα σημαντικό μέρος στις ιστορικές αναφορές.
Ενώνει δηλαδή τις δυο διαστάσεις του αστυνομικού μυθιστορήματος πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο ίδιο πλαίσιο της αφηγηματικής ιστορίας που λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στην πρότερη και μεθύστερη κατάσταση των θυτών και των θυμάτων. Και όλα αυτά υπό το πρίσμα της σύγχρονης εποχής που οφείλει – όπως ο Οπενχαίμερ – να είναι αντικειμενική και να ακούει τη φωνή της λογικής που αποτρέπει λανθασμένους χειρισμούς ή βιαστικά συμπεράσματα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 η ανθρωπότητα βρισκόταν στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Το τραγικό μάθημα της Ιστορίας είναι ότι εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα η σκιά του Πολέμου σε μια νέα, εξελιγμένη και ίσως χειρότερη μορφή της βαραίνει ακόμα επάνω στον κόσμο, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τα ίδια ερωτήματα «γιατί» και «πότε επιτέλους το παρελθόν θα διδάξει το μέλλον;»