Από την Ισμήνη Χαρίλα

Τασίτσα, Στεφανία, Έλλη. Τρία πρόσωπα, τρεις διαφορετικές μορφές με ετερόκλητες καταβολές, ανεξάρτητη αφετηρία, αλλά με μια πορεία που θα τις εμπλέξει στο ίδιο κουβάρι ιστόρησης και θα τις οδηγήσει τελικά σ’ ένα κοινό σημείο τερματισμού.

Η Τασίτσα είναι μια γυναίκα σαράντα πέντε ετών που κατά την εφηβεία της κακοποιήθηκε από τον πατέρα της και εκμεταλλεύθηκε βάναυσα από τη νονά της. Όντας αναλφάβητη και δίχως κανένα στήριγμα, κατέληξε να αναζητεί τα προς τα ζην, ασκώντας το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο.

Η ζωή της Έλλης αντίθετα ξεκίνησε με τις καλύτερες προδιαγραφές. Παρ’ όλα αυτά, στην πορεία των ετών γνώρισε την έννοια της προδοσίας και της ανοχής στον πόνο και διδάχθηκε τον τρόπο να υποκρίνεται και να δηλώνει άγνοια για τα ψέματα και την απιστία του συζύγου της.

Η Στεφανία είναι ένα δεκαοχτάχρονο παιδί που βιώνει την οικογενειακή απόρριψη, επειδή γεννήθηκε στο σώμα ενός αγοριού και νιώθει ότι το μυαλό και η ψυχή της ανήκουν σε γυναίκα.

Τα τρία αυτά άτομα επομένως είναι τα βασικά πρόσωπα στο νέο βιβλίο της Νίτσας Μανωλά «Όταν τα όνειρα πεθαίνουν» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Υδροπλάνο.

Ακολουθώντας το γνώριμο μοτίβο από το προηγούμενο μυθιστόρημά της, «Το μυστικό της μπουκαμβίλιας», η συγγραφέας παραχωρεί διακριτά τον λόγο στους πρωταγωνιστές και ξεδιπλώνει το νήμα της ιστορίας μέσω της οπτικής και της στάσης που κρατά καθένας από αυτούς απέναντι στα γεγονότα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίδεται επομένως η δυνατότητα στους ίδιους τους ήρωες να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις απόψεις τους απέναντι σε μια πραγματικότητα που δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε απλή και ενίοτε ούτε καν υποφερτή.

Επιπρόσθετα, όπως και στα άλλα έργα της, η δημιουργός εναποθέτει στο συγγραφικό τραπέζι μια πλούσια θεματολογία που εγείρει πολλαπλούς προβληματισμούς για την αντιμετώπιση ορισμένων καταστάσεων τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Από τη μια πλευρά αναπτύσσεται λοιπόν μια θεματική γύρω από την παιδεραστία, την εκπόρνευση, την εμπορία ανθρώπων, τα δίκτυα παράνομων υιοθεσιών, τη σωματική και ψυχική κακοποίηση, τον ρατσισμό, την κοινωνική αδιαφορία και τη σιωπή απέναντι σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, ιδίως στις κλειστές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας και συνάμα την περιθωριοποίηση των ατόμων που διαφοροποιούνται από το σύνολο λόγω των σεξουαλικών ή ιδεολογικών τους επιλογών.

Παράλληλα θίγονται τα φαινόμενα αναλφαβητισμού, ανεργίας, απιστίας, προδοσίας, εξαπάτησης και οι συνέπειες της επιδημιολογικής κρίσης στην ψυχολογία των ανθρώπων και στην κρατική οικονομία.

Βάσει των προαναφερθέντων, συντίθεται κατά συνέπεια ένα μωσαϊκό ερωτημάτων που έχουν μεν φιλοσοφική χροιά για τον αναγνώστη, αλλά σε επίπεδο κοινωνικής και κρατικής μέριμνας απαιτούν άμεσες λύσεις, τόσο μέσω του θεσμικού πλαισίου, όσο και μέσω της κοινωνικής θωράκισης που θα περιορίσει τα κρούσματα παραβατικότητας, εγκληματικότητας και κακοποιητικής συμπεριφοράς.

Υπό αυτήν την έννοια, είναι προφανές λοιπόν ότι η Μανωλά επιχειρεί μέσω του παρόντος έργου, να εστιάσει σε μια διαλεκτική γύρω από μια πλειάδα θεμάτων που απαιτούν προσεκτική προσέγγιση και τήρηση σωστών αποστάσεων από τα όρια της απολυτότητας και της μονομερούς κατανόησης, ιδίως σε μια εποχή που η ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας δύναται να προκαλέσει αντανακλαστικές ή μιμητικές αδιήθητες αντιδράσεις.

Δεδομένου ότι οι κοινωνίες είναι ζωντανοί οργανισμοί που μεταλλάσσονται διαρκώς και μαζί τους τα ήθη και τα έθιμα, το κυρίαρχο αντικείμενο συζήτησης συνεπώς σε κάθε εποχή είναι αν υπάρχουν όρια, ποιος τα ορίζει, ποια είναι τα κριτήρια που τα διαμορφώνουν και πώς διασφαλίζεται ο σεβασμός της ατομικής ελευθερίας που οφείλει όμως να συνάδει πάντοτε με αυτόν του συνόλου.