Γράφει ο Ερμής:
Μια φορά και έναν καιρό, λέει ο μύθος ότι η Μητέρα Φύση ανέθεσε στους κατοίκους ενός χωριού που βρισκόταν δίπλα στο δάσος όπου κατοικούσε, να τραγουδούν κάθε βράδυ το τραγούδι της για να το ακούν όλα τα πλάσματα της γης, του ουρανού και της θάλασσας.
Και αυτή η συνήθεια κράτησε πολλά χρόνια, μεταλαμπαδεύτηκε από γενιά σε γενιά και τα μέλη κάθε οικογένειας του χωριού – ανεξαρτήτως ηλικίας – παιδιά, νέοι, μεσήλικες και ηλικιωμένοι, κάθονταν κάθε βράδυ στην αυλή του σπιτιού τους και τραγουδούσαν.
Μέσα στη σιωπή της νύχτας, οι φωνές τους ενώνονταν και δημιουργούσαν ένα έντονο ηχητικό σύνολο που ακουγόταν από τα πουλιά, τα ζώα, τα αστέρια, τα λουλούδια, τα δέντρα και τα ψάρια του ποταμού. Και τα τελευταία με τη σειρά τους, σιγομουρμούριζαν τη μελωδία για να μεταφερθεί σε κάθε γωνιά της γης και να την ακούσουν όλοι, ώστε να ξέρουν ότι η Μητέρα Φύση είναι πάντα δίπλα τους και τους προστατεύει.
Έτσι κυλούσαν οι εποχές και τα χρόνια και όσο οι κάτοικοι τραγουδούσαν, όλα τα πλάσματα ησύχαζαν ακόμα και σε περιόδους ταραχών ή πολέμων που ένιωθαν τον κίνδυνο να πλησιάζει.
Κάποτε όμως έφθασε η στιγμή που όλα άλλαξαν και οι νέοι του χωριού, παρακινημένοι από τις ευκαιρίες και την πληθώρα δυνατοτήτων που προσέφεραν τα μεγάλα αστικά κέντρα, αποφάσισαν να αναζητήσουν την τύχη τους μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν.
Σταδιακά επομένως, το χωριό άρχισε να ερημώνει. Οι οικογένειες έφυγαν, παιδιά για να συνεχίσουν την παράδοση του τραγουδιού δεν υπήρχαν και οι λιγοστοί ηλικιωμένοι που απέμειναν, χάθηκαν κάποτε και εκείνοι, λόγω ηλικίας.
Το μικρό χωριό ήταν πλέον άδειο και ξεχασμένο με μοναδική κάτοικο μια γυναίκα, την Ασημίνα, που – καθώς ήταν ολομόναχη και δίχως συγγενείς ή φίλους – αποφάσισε να μην εγκαταλείψει το σπίτι της και να μείνει εκεί με μοναδική συντροφιά τα ζωάκια της. Τις κοτούλες της, την κατσικούλα της, τη Ρηνιώ, τα σκυλάκια της, τον Μαυρή και τον Πιτσιλωτό και τις γατούλες της, την Ασπρούλα, την Γκριζούλα και την Κανελένια.
Η Ασημίνα λοιπόν ξυπνούσε νωρίς το πρωί, φρόντιζε τα ζωάκια της και το μποστάνι της, ετοίμαζε το φαγητό της, πήγαινε και δούλευε στο χωράφι της και έπειτα επέστρεφε στο σπίτι της για να αποτελειώσει τις δουλειές της, να φάει και να ξεκουραστεί.
Το πρόγραμμά της ολόιδιο καθημερινά, της χάριζε μια ρουτίνα ασφάλειας και παρόλο που δεν συναντούσε κανέναν άλλο άνθρωπο εκτός από έναν έμπορο που περνούσε δυο, τρεις φορές κάθε εβδομάδα για να αγοράσει από εκείνη κηπευτικά, αβγά και τυρί, με αντάλλαγμα είτε λίγα νομίσματα, είτε κάποιες προμήθειες που του ζητούσε να της φέρει από τη γειτονική πόλη, η Ασημίνα είχε μάθει να ζει με τη μοναξιά της και δεν ήθελε επ’ ουδενί να φύγει από το χωριό της.
Πιστή δε στην παράδοση, δεν αμέλησε ούτε ένα βράδυ να τραγουδήσει για τη Μητέρα Φύση.
Καθόταν στην αυλή της και άρχιζε το τραγούδι της, περιτριγυρισμένη από τον Μαυρή, τον Πιτσιλωτό, την Ασπρούλα, την Γκριζούλα και την Κανελένια.
Ο ήχος της φωνής της, μελωδικός και απαλός δεν κατόρθωνε να φθάσει μέχρι τον ουρανό ή το ποτάμι, αλλά η κουκουβάγια που στεκόταν στο κλαδί του δέντρου απέναντι από το σπίτι της, φρόντιζε να ενημερώσει αμέσως όλα τα πουλιά και εκείνα με τη σειρά τους τα αστέρια που χαμήλωναν όσο μπορούσαν για να γίνουν καθρέφτες που αντανακλούσαν τη μορφή της Ασημίνας, ενόσω ο αγέρας συνόδευε τη φωνή της και με τη δύναμή του άφηνε το τραγούδι της να ακουστεί σε κάθε γωνιά της γης.

Περνούσαν λοιπόν τα χρόνια και καθώς η Ασημίνα μεγάλωνε, δεν είχε άλλη στενοχώρια παρά μονάχα το γεγονός ότι δεν είχε κληρονόμους, μήτε κανέναν άλλον για να του ζητήσει να συνεχίσει την παράδοση και να υμνεί τη Μητέρα Φύση, όταν εκείνη θα εγκατέλειπε τον κόσμο.
«Μακάρι να επέστρεφαν οι άνθρωποι στο χωριό μας», μονολογούσε συχνά. «Να δημιουργούσαν οικογένειες, να έτρεχαν ξανά παιδιά στα καλντερίμια, να ζωντάνευε πάλι ο τόπος».
Ήξερε όμως ότι η ευχή της ήταν ανέφικτη και κανείς δεν θα αποφάσιζε να γυρίσει σε μια έρημη περιοχή και να στερηθεί την άνετη ζωή της πόλης.
Αναγκαστικά λοιπόν το τραγούδι της Μητέρας Φύσης θα χανόταν κάποτε μαζί της και αυτό ήταν το μεγάλο παράπονό της, αφού φοβόταν ότι τα πλάσματα της γης, του ουρανού και της θάλασσας δεν θα ένιωθαν πια προστατευμένα.
Έτσι συνέχιζε η Ασημίνα να τραγουδά κάθε βράδυ και ορισμένες φορές η φωνή της λύγιζε από την αγωνία, αφού δεν ήξερε ότι τις ίδιες σκέψεις μ’ εκείνη έκανε και η Μητέρα Φύση.
Καθισμένη σ’ έναν κορμό δέντρου έξω από το σπίτι της στο βάθος του δάσους, άκουγε τη φωνή της Ασημίνας και συνάμα έβλεπε το τέλος να πλησιάζει.
Δεν ήταν όμως διατεθειμένη να εγκαταλείψει τους προστατευόμενούς της και αφού η Ασημίνα ήταν η μοναδική που δεν σταμάτησε ποτέ να εκπληρώνει την υπόσχεση των προγόνων της, η Μητέρα Φύση αποφάσισε να της κάνει ένα δώρο και να της χαρίσει την αθανασία.
Εμφανίστηκε λοιπόν στον ύπνο της και της ανακοίνωσε την απόφασή της. Η Ασημίνα – χαρούμενη και ταυτόχρονα τρομαγμένη – ξύπνησε δίχως να ξέρει αν η παρουσία της Μητέρας Φύσης στο όνειρό της ήταν ένα προμήνυμα ή κάποιο παιχνίδι του μυαλού της.
Μόλις όμως η γη άρχισε να σείεται και τα βουνά να μετακινούνται κλείνοντας την είσοδο του χωριού, η Ασημίνα συνειδητοποίησε ότι όλα ήταν αληθινά.
Το επόμενο πρωινό συνέχισε το καθημερινό της πρόγραμμα και παρόλο που δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον έμπορο που πίστεψε ότι ή ίδια και το χωριό της είχαν χαθεί από τον σεισμό, η Ασημίνα δεν ένιωσε ποτέ μόνη, αφού ήξερε ότι πλέον την προστάτευε και εκείνη, όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά της, η Μητέρα Φύση.
Η παράδοση του τραγουδιού συνεχίστηκε αέναα και όπως η Ασημίνα, όλα τα ζώα, τα πουλιά και τα ψάρια που είχαν μάθει την ιστορία, ήξεραν πως ό,τι και αν συνέβαινε στο μέλλον, η Μητέρα Φύση πάντα θα έβρισκε τον τρόπο για να διορθώσει τις καταστάσεις.

Συνταγή της Αμβροσίας: Άνοιξη
Υλικά:
5 μάνγκο
1 κιλό τσικουδιά (δυνατή)
½ κιλό κουαντρό
10 σπόροι τόνγκα
½ κιλό ζάχαρη
Εκτέλεση:
Πλένουμε και κόβουμε τα μάνγκο. Σπάζουμε το κουκούτσι και τους σπόρους τόνγκα.
Αδειάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.