Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Δεν πάει πάρα πολύς καιρός από τότε που συνέβη αυτή η ιστορία – λιγότερος απ’ όσο κρατά συνήθως μια ζωή και πόσο μικρή είναι μια ζωή, αφού έχει τελειώσει κι όταν μπορείς να την αφηγηθείς με λίγες φράσεις κι αφήνει μονάχα στη μνήμη στάχτες που σκορπίζονται στο παραμικρό τίναγμα και πετούν στην παραμικρή ριπή αέρα».
Και αυτές οι στάχτες αναγεννούν τον φοίνικα της αναπόλησης στο έργο του Ισπανού συγγραφέα Χαβιέρ Μαρίας «Έτσι αρχίζει το κακό» και μεταφέρουν τον αναγνώστη στη Μαδρίτη του 1980.
Βασικός ήρωας και αφηγητής στο συγκεκριμένο πόνημα – που εκδόθηκε το 2014 και κυκλοφόρησε φέτος στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Πατάκη και σε μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου – είναι ο Χουάν ντε Βέρε, ένας νεαρός που εργάζεται ως γραμματέας σ’ έναν επιτυχημένο σκηνοθέτη του κινηματογράφου, τον Εντουάρντο Μουριέλ.
Έχοντας αποστασιοποιηθεί περισσότερο από δυο δεκαετίες από τα γεγονότα που είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής εργασίας του, ο Χουάν ιστορεί αρχικά τη σχέση του Εντουάρντο και της συζύγου του Μπεατρίθ. Μια σχέση που – εξαιτίας της αποκάλυψης ενός μυστικού – έχει πάψει από καιρό να είναι ευτυχισμένη και παρασύρει τη Μπεατρίθ σ’ έναν αδιέξοδο λαβύρινθο αυτοτιμωρίας και παραίτησης.
Παράλληλη δε και όχι ασύνδετη με τη διήγηση της ιστορίας του ζεύγους, είναι η αποκάλυψη της σκοτεινής δράσης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου της Ισπανίας του παιδιάτρου Χόρχε Βαν Βέκτεν που είναι οικογενειακός φίλος και κρυφός εραστής της Μπεατρίθ.

Με λεπτομερή και οξυδερκή ματιά, ο Χαβιέρ Μαρίας ψυχογραφεί λοιπόν τους πρωταγωνιστές και αναδεικνύει τη θεματική του έργου που ξεκινά από έναν συμβατικό γάμο και τις εξωσυζυγικές περιπέτειες ενός ζευγαριού και καταλήγει στην ανάλυση των επιπτώσεων αλλά και της στάσης που επιλέγει να κρατήσει έκαστο άτομο απέναντι στο ψέμα, την προδοσία, την εξαπάτηση, τον εκβιασμό και την απογοήτευση.
Η έννοια της ηθικής και της εφαρμογής της στην καθημερινότητα των ανθρώπων διατρέχει ολόκληρο το αφήγημα και δεν περιορίζεται στο πλαίσιο της ερωτικής, φιλικής ή οικογενειακής σχέσης, αλλά μεταπηδά στο επίπεδο της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας, αφού ο δημιουργός παραθέτει ιστορικές αναφορές για την περίοδο της Δικτατορίας του Φράνκο και επιχειρεί να αποτυπώσει το κλίμα της εποχής και ιδίως τα συναισθήματα των πολιτών μετά το πέρας του ύστερου Φρανκισμού.
Η επιθυμία αντιπαρατίθεται επομένως στην υποχρέωση και ακόμα και ο θάνατος – υπό τη μορφή της αυτοκτονίας – μετατρέπεται σε επιλογή λύτρωσης από μια ζωή που καταστράφηκε από ηθελημένα ή επιβεβλημένα σφάλματα.
Δημιουργείται συνεπώς μια πυραμίδα φιλοσοφικών σχολιασμών και κάθε σελίδα του κειμένου εγείρει διαλογικές συζητήσεις που ενθαρρύνουν την πλουραλιστική επιχειρηματολογία, ενώ αποδομεί τους μύθους της επίπλαστης προβολής.
Αξιοσημείωτο δε είναι ότι παρόλο που πολλά από τα σχόλια αναφέρονται στη δεκαετία του ’50, έχουν πλήρη ταύτιση σε φαινομενικό επίπεδο στη σημερινή εποχή, αφού η ζωή είναι μια αέναη επανάληψη καταστάσεων υπό διαφορετική μορφή ανάλογα με κάθε χρονική περίοδο και διαδραματίζονται περιστατικά που συχνά παραμένουν αδιευκρίνιστα ή επιφέρουν δραματικές συνέπειες που δεν μπορούν να διορθωθούν. Γι’ αυτό, αντί κάποιος να αυτοκαταστρέφεται για ό,τι δεν μπορεί να λυθεί, ίσως θα ήταν καλύτερα να το προσπερνά και να προχωρά στο μέλλον αφήνοντας πίσω του το παρελθόν, αφού, όπως αναφέρει ο Χαβιέρ Μαρίας, μέσω του ήρωά του, του Χουάν «ίσως το καλύτερο είναι να σηκώνεις τους ώμους, να συναινείς και να προσπερνάς, να αποδέχεσαι πως έτσι είναι η ζωή. «Thus bad begins and worse remains behind», λέει στη γλώσσα του ο Σαίξπηρ. Μόνο αφότου συναινέσουμε και σηκώσουμε τους ώμους, το χειρότερο μένει στ’ αλήθεια πίσω, γιατί τουλάχιστον είναι πια παρελθόν. Κι έτσι αρχίζει απλώς το κακό, αυτό δηλαδή που ακόμα δεν έχει έρθει».