Γράφει ο Ερμής:

Πριν πολλά χρόνια σ’ ένα όμορφο μικρό χωριό, που πλέον δεν υπάρχει, κατοικούσε μια πενταμελής οικογένεια: ένα ζευγάρι με τα τρία παιδιά του, δύο αγόρια και ένα κορίτσι.

Το κοριτσάκι ήταν το μικρότερο μέλος της οικογένειας και όλοι το πρόσεχαν και το φρόντιζαν. Όταν γεννήθηκε ήταν ήσυχο και δεν έκλαιγε σχεδόν καθόλου. Γελούσε μόνο και κουνούσε χαρούμενα τα χεράκια του κάθε φορά που πλησίαζε κάποιος στην κούνια του. Ήταν τόσο ήρεμο που οι γονείς του επέλεξαν να του δώσουν το όνομα «Γαλήνη».

Καθώς κυλούσαν όμως τα χρόνια και η Γαλήνη μεγάλωνε, η συμπεριφορά της άλλαζε. Ήταν περίεργη, φλύαρη, μιλούσε ακατάπαυστα και διέδιδε με αστραπιαία ταχύτητα όσα συνέβαιναν στο μικρό χωριό. Προκειμένου δε να μαθαίνει όλα τα μυστικά, δεν δίσταζε ακόμα και να κρυφοκοιτάζει ή να κρυφακούει πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Οι συγχωριανοί της ενοχλούνταν αφόρητα από την αδιακρισία της και γι’ αυτό την απέφευγαν και ζητούσαν συνεχώς από τους γονείς της να τη συνετίσουν.

Μάταια οι τελευταίοι προσπαθούσαν να της εξηγήσουν ότι δεν είχε δικαίωμα να ανακατεύεται σε προσωπικές υποθέσεις και ότι όφειλε να σέβεται την ιδιωτική ζωή των άλλων ανθρώπων.

Η Γαλήνη άκουγε αδιάφορη τις νουθεσίες και εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο, με αποτέλεσμα να δημιουργεί πολλά προβλήματα.

Καθώς ο καιρός περνούσε, κανείς δεν ήθελε πλέον να συναναστρέφεται την οικογένειά της, αλλά η μικρή αδιάκριτη δεν προσπαθούσε καν να διορθώσει τα λάθη της.

Ώσπου, ένα βράδυ άκουσε τους γονείς της να μιλούν σιγανά και από τη συζήτησή τους κατάλαβε για πρώτη φορά ότι τους είχε πληγώσει και ότι ένιωθαν άσχημα που είχαν απομονωθεί εξαιτίας της από όλους τους φίλους τους.

Λυπημένη, επέστρεψε στο δωμάτιό της και αφού σκέφτηκε και συνειδητοποίησε τα αποτελέσματα των πράξεών της, αποφάσισε ότι η καλύτερη λύση ήταν να φύγει.

Δίχως να χάσει επομένως ούτε ένα λεπτό, μάζεψε τα πράγματά της, άφησε ένα γράμμα στους γονείς της, με το οποίο τους ζητούσε να την συγχωρέσουν και να μην την αναζητήσουν και έφυγε πριν ξημερώσει.

Περπάτησε αρκετές ώρες και το μεσημέρι έφθασε κατάκοπη σε ένα δάσος. Εκεί κάθισε στον κορμό ενός μεγάλου δέντρου και σύντομα αποκοιμήθηκε.

Όταν ξύπνησε, είδε να στέκουν στο πλάι της δύο λαγοί.

«Γεια σου. Πώς σε λένε;», τη ρώτησε ο ένας από αυτούς.

«Γαλήνη».

«Παράξενο όνομα. Δεν σε έχουμε ξαναδεί. Γιατί βρίσκεσαι εδώ;»

Η Γαλήνη δίστασε να απαντήσει. Ντρεπόταν και επειδή δεν ήθελε να τους πει την αλήθεια, επινόησε μια ψεύτικη ιστορία. Ότι δήθεν είχε χάσει την οικογένειά της και το σπίτι της και γι’ αυτό κατέφυγε στο δάσος. Τα λαγουδάκια την πίστεψαν και για να την βοηθήσουν, της πρότειναν να μείνει μαζί τους.

«Υπάρχει μία σπηλιά, εδώ κοντά. Μπορείς να μείνεις εκεί και δεν χρειάζεται να φοβάσαι, γιατί δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Εμείς θα ενημερώσουμε τα υπόλοιπα ζώα του δάσους και δεν θα σε πειράξουν».

Η Γαλήνη δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Τα λαγουδάκια την οδήγησαν στη σπηλιά, που έγινε το νέο της σπίτι και μέσα σε λίγες ώρες τα ζώα και τα πουλιά του δάσους είχαν μάθει τα νέα και την είχαν γνωρίσει.

Πέρασαν αρκετές ημέρες. Η Γαλήνη ζούσε στη μικρή σπηλιά, αλλά δεν ήταν ποτέ μόνη της, γιατί οι νέοι της φίλοι την επισκέπτονταν καθημερινά και της έφερναν διάφορα δωράκια, όπως λουλούδια, φρούτα, καρπούς και τα νέα του δάσους.

Αρχικά η Γαλήνη αντιστάθηκε στον πειρασμό και δεν σχολίαζε όσα μάθαινε. Ο χαρακτήρας όμως ενός ανθρώπου δεν αλλάζει εύκολα και έτσι σιγά – σιγά η Γαλήνη ξέχασε τα γεγονότα που την εξανάγκασαν να εγκαταλείψει το σπίτι της. Θυμήθηκε την παλιά της συνήθεια και σύντομα αναστάτωσε το δάσος, με αποτέλεσμα τα ζώα και τα πουλιά να μαλώσουν και να γίνουν από φίλοι, εχθροί.

Η σοφή κουκουβάγια ήταν η μόνη που διατήρησε την ψυχραιμία της και η οποία, όταν ανακάλυψε τη ρίζα του κακού, κάλεσε τους κατοίκους του δάσους για να τους μιλήσει. Ανάμεσά τους ήταν και η Γαλήνη και η κουκουβάγια της είπε.

«Γαλήνη, εσύ είσαι η αιτία όλων των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε. Είσαι αδιάκριτη, υπερβολικά φλύαρη και μιλάς χωρίς να συλλογίζεσαι τις συνέπειες. Σε παρακαλώ λοιπόν να φύγεις από το δάσος».

«Όχι! Εγώ δεν φταίω. Με αδικείς», διαμαρτυρήθηκε η Γαλήνη.

«Εγώ;;;;» αναφώνησε η κουκουβάγια. «Δεν θα κατηγορούσα ποτέ κάποιον αν δεν ήμουν απολύτως σίγουρη. Από την πρώτη ημέρα που μας συνάντησες, μας κορόιδεψες. Η ιστορία που μας διηγήθηκες δεν ήταν αληθινή. Οι φίλοι μου τα χελιδόνια, σε αναγνώρισαν και μου είπαν ότι τα ίδια έκανες στο χωριό σου. Γι’ αυτό ήρθες εδώ, για να κρυφτείς».

Τα ζώα και τα πουλιά αλληλοκοιτάχτηκαν έκπληκτα. Δεν φανταζόντουσαν ότι η Γαλήνη τους είχε εξαπατήσει. Εκείνη κοκκίνισε. Συνειδητοποιώντας ότι δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία για τις πράξεις της, ψέλλισε «Συγνώμη» και έτρεξε μακριά.

Μετά από λίγο κουράστηκε και σταμάτησε στην όχθη ενός ποταμού για να ξαποστάσει. Έσκυψε να πιει νερό και άκουσε μια φωνή να τη ρωτά.

«Εσύ είσαι η Γαλήνη;»

«Ναι, με γνωρίζεις; Ποιος είσαι; Ακούω τη φωνή σου, αλλά δεν σε βλέπω».

«Είμαι ο Ποταμός. Δεν μπορείς να με δεις. Είμαι αόρατος στους ανθρώπους. Ξέρω ποια είσαι. Πες μου, μετάνιωσες;» 

«Ναι».

«Τώρα που ξέρεις πόσο κακό προκαλεί η αδιακρισία σου, θα αλλάξεις συμπεριφορά;»

«Νομίζω πως ναι».

«Θέλω να μου απαντήσεις με ειλικρίνεια».

«Μην με πιέζεις. Είναι τόσο δύσκολο να κρατηθώ. Όταν μαθαίνω κάτι, θέλω να το μοιραστώ. Αχ, τι να κάνω;», είπε η Γαλήνη και έβαλε τα κλάματα.

«Υπάρχει μία λύση», απάντησε ο Ποταμός. «Βλέπεις εκείνο το φυτό που φυτρώνει στην όχθη;»

Η Γαλήνη είδε ένα περίεργο φυτό, με έντονο μπλε χρώμα.

«Κόψε να φας ένα φυλλαράκι και πιες λίγο νερό από τη δεξιά όχθη μου».

Η Γαλήνη υπάκουσε. Έφαγε το φύλλο και ήπιε νερό. Ξαφνικά έχασε τις αισθήσεις της και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, δεν είχε πλέον ανθρώπινη μορφή. Είχε μετατραπεί σε ένα πουλί με γκρι καφέ ραβδώσεις στην πλάτη, ωχρόλευκο στήθος και κίτρινο ράμφος.

«Τώρα, είσαι μια γαλιάντρα», την ενημέρωσε ο Ποταμός. «Ένα φλύαρο πουλί, που μπορεί να κελαηδά όσο θέλει, χωρίς όμως να σπέρνει διχόνοιες. Κανείς δεν θα κινδυνεύσει ξανά από εσένα. Εσύ όμως να προσέχεις γιατί το τραγούδι σου θα είναι τόσο όμορφο, που όλοι θα θέλουν να σε κρατούν φυλακισμένη στο κλουβί για να τους διασκεδάζεις».

Η Γαλήνη χάρηκε. Ευχαρίστησε τον Ποταμό και πέταξε μακριά. Ήταν πλέον ελεύθερη. Κελαηδούσε όσο ήθελε, οι άνθρωποι χαιρόντουσαν να την ακούν και εκείνη δεν κινδύνεψε ποτέ να αιχμαλωτιστεί γιατί ήταν πολύ έξυπνη και γλίτωνε πάντα από τις κακοτοπιές.

Συνταγή της Αμβροσίας: Μυστικό

Υλικά:

10 μεγάλα πορτοκάλια

1 ½ κιλό ζάχαρη

1 κούπα νερό

1 ξυλαράκι κανέλα

Εκτέλεση:

Καθαρίζουμε τα πορτοκάλια και τα χωρίζουμε ανά 4 φέτες. Ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα τη μισή ποσότητα ζάχαρης, προσθέτουμε τα πορτοκάλια και καλύπτουμε με την υπόλοιπη ζάχαρη. Τα αφήνουμε για 1 ώρα και στη συνέχεια ρίχνουμε το νερό, την κανέλα και τα βράζουμε, έως ότου δέσει το γλυκό.

Όταν κρυώσει, το διατηρούμε στο ψυγείο.