Γράφει ο Ερμής:
Μοσχομύριζε ο δρόμος κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα του μικρού αρωματοπωλείου που βρισκόταν στην άκρη του τετραγώνου. Οι παλαιότεροι κάτοικοι της γειτονιάς θυμόντουσαν ότι κάποτε ο ίδιος χώρος στέγαζε το χρωματοπωλείο του κου Σπύρου. Την τελευταία δεκαετία όμως εκείνος είχε συνταξιοδοτηθεί και το κατάστημα είχε μετατραπεί από τη χημικό εγγονή του, την Κρινιώ, σ’ έναν ναό αρωμάτων που πάντρευε το παλιό με το νέο και τη νοσταλγία με το βλέμμα στο μέλλον.
Βασισμένη στις γνώσεις που απέκτησε κατά τη διάρκεια των σπουδών της, η νεαρή ιδιοκτήτρια χρησιμοποιούσε αιθέρια έλαια, αποστάγματα ανθέων, βάλσαμο και άλλα υλικά και παρασκεύαζε αρώματα που ταξίδευαν νοερά τους πελάτες της σε κάθε γωνιά και κάθε εποχή.
«Η μυρωδιά έχει μνήμη», υποστήριζε και γι’ αυτό οσάκις δημιουργούσε ένα νέο άρωμα, φρόντιζε να προσθέτει ένα ιδιαίτερο υλικό που το ξεχώριζε από τα προηγούμενα και του έδινε μια αίσθηση μοναδικότητας.
Φροντίζοντας δε και την παραμικρή λεπτομέρεια, επέλεγε προσεκτικά το μπουκαλάκι που θα φυλούσε στο εσωτερικό του κάθε άρωμα και συνάμα σκαρφιζόταν δυο – τρεις αινιγματικές φράσεις που αναγράφονταν επάνω στην ετικέτα και το έδεναν με την υπόσχεση μιας ανάμνησης.
Οι περισσότεροι πελάτες διάβαζαν αυτές τις φράσεις και τις ξεχνούσαν αμέσως, ενώ άλλοι δεν αντιλαμβάνονταν καν την ύπαρξή τους. Μόνο ένας άνθρωπος και συγκεκριμένα ένας ζωγράφος ήταν εκείνος που όχι μόνο εστίαζε σε αυτές, αλλά εμπνεόταν και δημιουργούσε τους δικούς του πίνακες.

Η Κρινιώ αγνοούσε φυσικά την επιρροή των φράσεων της και καθώς ο νεαρός ζωγράφος ήταν άσημος, οι πίνακες του παρέμεναν κρυμμένοι και αθέατοι στο μικρό ατελιέ του. Ήρθε όμως κάποτε η στιγμή που το ταλέντο του αναγνωρίστηκε και του δόθηκε η ευκαιρία να οργανώσει την πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής.
Χαρούμενος και ευτυχισμένος με το ανέλπιδο δώρο της τύχης, προσκάλεσε στα εγκαίνια όλους όσους γνώριζε, συμπεριλαμβανομένης και της γυναίκας που μέχρι τότε τον συναντούσε σαν έναν τακτικό πελάτη του αρωματοπωλείου της.
Φιλότεχνη, αλλά και με αισθήματα ευγενικής ανταπόδοσης προς τον νεαρό καλλιτέχνη που προτιμούσε πάντοτε το κατάστημά της για τις αγορές του, η Κρινιώ δεν δίστασε να αποδεχτεί την πρόσκληση και να παραστεί στα εγκαίνια, όπου την περίμενε μια ευχάριστη, αλλά και κατά κάποιον τρόπο δυσάρεστη έκπληξη, αφού γρήγορα κατάλαβε τη σύνδεση των αρωμάτων της με τη θεματογραφία του ζωγράφου.
Η πρώτη της αυθόρμητη αντίδραση ήταν να νιώσει υπερήφανη και κολακευμένη που είχε επηρεάσει τον καλλιτέχνη, αλλά όταν είδε τις τιμές κοστολόγησης των πινάκων, την ένθερμη ανταπόκριση των επισκεπτών της Έκθεσης και των κριτικών, ένα κύμα φθόνου λάβωσε την καρδιά της. Ο πόνος για τη χαμένη δόξα, το χρηματικό αντίτιμο και κυρίως το γεγονός ότι δεν είχε αναφερθεί πουθενά το όνομά της ήταν τόσο μεγάλος που απαίτησε γρήγορη και σκληρή εκδίκηση.
Οξυδερκής και ψύχραιμη, φρόντισε ωστόσο να κρύψει από τους παρευρισκόμενους τα αισθήματά της και παρέμεινε στη γκαλερί τόσο όσο χρειαζόταν για να αντλήσει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες που θα τη βοηθούσαν να οργανώσει το τέλειο σχέδιο εκδίκησης. Ένα σχέδιο που θα δίδασκε στον Ζαννή, τον νεαρό ζωγράφο ότι ποτέ και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να την αψηφήσει.
Συνεχίζεται….

Συνταγή της Αμβροσίας: Κρυφό και φανερό
Υλικά:
½ κιλό κανταΐφι
200 γρ. φρέσκο βούτυρο
Για το σιρόπι
1 ποτήρι του νερού ζάχαρη
1 ½ ποτήρι νερό
1 βανίλια
2 μεγάλες κουβερτούρες
1 δόση μους σοκολάτας
1 δόση σαντιγί
1 κούπα τριμμένο φιστίκι Αιγίνης
Εκτέλεση:
Λιώνουμε το βούτυρο, χωρίζουμε το κανταΐφι σε 10 μεγάλες φωλιές και τις περιχύνουμε με το βούτυρο. Τις βάζουμε σ’ ένα ταψί και τις ψήνουμε στους 180ο C μέχρι να ροδίσουν.
Ετοιμάζουμε το σιρόπι, βράζοντας όλα τα υλικά. Το αφήνουμε να κρυώσει και μόλις ψηθούν οι φωλιές, τις βγάζουμε από τον φούρνο και τις σιροπιάζουμε ελαφρά.
Λιώνουμε τις κουβερτούρες σε μπεν μαρί και μ’ ένα πινέλο καλύπτουμε εξωτερικά τις φωλιές. Τις τοποθετούμε σε λαδόκολλα και περιμένουμε μερικά λεπτά έως ότου παγώσει η σοκολάτα.
Στη συνέχεια τις γεμίζουμε ρίχνοντας φιστίκι Αιγίνης και μους σοκολάτας. Καλύπτουμε με τη σαντιγί, χρησιμοποιώντας μια σακούλα κορνέ. Στολίζουμε με φρούτα του δάσους.
Το γλυκό διατηρείται στο ψυγείο.