#illusionskiller Γιώργος Παρασκευόπουλος

Το πακέτο από τα πεθερικά στην επαρχία, κατέφτασε!

Με προσοχή ανοίγεις τα διάφορα δέματα, για να μη σπάσεις από λάθος, κανένα από τα αυγά που υπάρχουν σε ένα από τα κουτιά! Αυγά ολόφρεσκα, από τις κότες που εκτρέφουν τα πεθερικά σου στο κτήμα τους!

Τα εντοπίζεις τα αυγά και στέκεσαι μία στιγμή να τα θαυμάσεις! Το μέγεθος τους, το βάρος τους, το χρώμα τους, ακόμα και την υφή τους.

Ανυπόμονα, βγάζεις το τηγάνι από το ντουλάπι και τηγανίζεις δύο από αυτά τα επαρχιώτικα αυγά! Τι να πρωτοθαυμάσεις!

Την όψη τους, τη μυρωδιά τους, τη γεύση τους;!

Με την άκρη του ματιού σου, είδες τη συμβία σου, θυγατέρα των πεθερικών σου, να την έχει πέσει στο κοκκινιστό μοσχάρι που έστειλε η μάνα της σε τάπερ.

Σε ρωτάει αν θέλεις να σου βάλει και εσένα.

Όχι, δε θέλεις. Δε τη ξαναπατάς!

Της πετάς ένα “κρίμα το κρέας”, μέσα από τα δόντια σου και συνεχίζεις τις επιδρομές στους λαχταριστούς κρόκους των νταβραντισμένων στερεοελλαδίτικων αυγών!

Αυτή σε αγνοεί και συνεχίζει την επίθεση στο κοκκινιστό. Ξέρει την άποψη σου για τις μαγειρικές ικανότητες της μητέρας και πεθεράς σου.

Ικανότητες που χαρακτηρίζεις “περιορισμένες”.

Άποψη με την οποία εν τέλει, συμφωνεί και η σύντροφος σου.

Δυστυχώς, η μητέρα της και πεθερά σου, δε ξέρει να μαγειρεύει σωστά. Όλα της σχεδόν τα μαγειρευτά, τα κάνει νερόβραστα!

Την αγαπάς τη πεθερά σου και δε θέλεις να της το πεις, γιατί ξέρεις το κόπο που καταβάλει και δε θέλεις να τη πληγώσεις.

Από την άλλη όμως, λυπάσαι τα έρμα τα κρέατα!..

Σου κάνει και μια κάποια εντύπωση ομως, η βουλιμία με την οποία η θυγατέρα της και συμβία σου καταβροχθίζει τις νερόβραστες δημιουργίες της μητρός της.

Δεν της εκφράζεις την απορία σου, μιάς και την προσοχή σου τραβάνε κάτι μοσχοβολιστά βερίκοκα από το κτήμα τους, που αφίχθησαν μαζί με το “πεσκέσι”.

Σκέφτεσαι πως μάλλον θα πείναγε, για να την πέσει με τόση βουλιμία στο νερόβραστο και ανάλατο κοκκινιστό κρέας.

Πάντως και ίδια βρίσκει τη μαγειρική της μητέρας της νερόβραστη και άνοστη.

Έτσι, σου κάνει εντύπωση κάτι που είπε μια μέρα που ταξιδεύετε προς τη γενέτειρα της, επισκεπτόμενοι τους γονείς της και πεθερικά σου.

“Έχω πεθυμήσει να φάω το φαΐ της μαμάς μου”, είπε και σε ξάφνιασε.

Σε ξάφνιασε τόσο, που ξεστόμισες ένα άκομψο σχόλιο!

“Τα νερόβραστα;!” λες με σχετική χλεύη στο τόνο της φωνής.

“Θέλω να φάω το φαΐ της μαμάς μου!”, επαναλαμβάνει έντονα, με το ανάλογο επικριτικό προς την ειρωνεία ύφος!

Καταλαβαίνεις το λάθος σου και δε μιλάς. Απλά, συγκεντρώνεσαι στην οδήγηση και αφήνεις την αμήχανη στιγμή να περάσει.

Ναι, έκανες μαλακία! Το παραδέχεσαι. Από μέσα σου..

Εσύ της είχες πει για την αγαπημένη σου γιαγιά και τις περιορισμένες μαγειρικές της ικανότητες.

Ικανότητες, που παρά το μικρό τους εύρος, δεν την είχαν εμποδίσει να γίνει γνωστή για τα τραπεζώματα και τα γλέντια που δίνονταν στο σπιτικό της!

Θυμάσαι την ανυπομονησία με την οποία περίμενες το “πεσκέσι” από το Πειραιά, από τη γιαγιά σου, να φτάσει στο σπίτι και να ορμήξεις στα διάφορα καλούδια!

Αδιάφορο σου ήταν, αν τα κουλουράκια του Πάσχα ήταν λίγο σκληρά και βαριά, ή αν ο κιμάς ήταν λίγο περισσότερο αλμυρός.

Δεν έτρωγες γεύσεις! Έτρωγες αγάπη! Στοργή και ασφάλεια!

Τότε, στα μικράτα σου και στην εφηβεία σου, δε γνώριζες πως έτρωγες και κάτι ακόμα!

Αναμνήσεις! Αγαπημένες αναμνήσεις από έναν άνθρωπο που ήξερες πως θα έρθει η μέρα που δε θα είναι, με τη φυσική του παρουσία, δίπλα σου..

Ένιωσες ένα μικρό δάκρυ να σχηματίζεται ενώ οδηγείς προς το σπίτι των πεθερικών σου.

Γρήγορα του σκουπίζεις. Ο δρόμος είναι ανοιχτός και η κίνηση σχεδόν ανύπαρκτη.

Πατάς λίγο περισσότερο το γκάζι. Σε λίγο φτάνετε.

Ξαφνικά, σου άνοιξε η όρεξη..