Από την Ισμήνη Χαρίλα

«Γνώρισα – ίσως όσο ελάχιστοι – την καταστροφή της Σμύρνης και είδα από κοντά, με τα παιδικά μου μάτια, που ίσως δεν είχαν τη συναίσθηση του φόβου, τις σφαγές, τις βαρβαρότητες, το αίμα και τα αίσχη εκείνων που ήθελαν (ή θέλουν….) να λέγονται άνθρωποι. Είδα να ευνουχίζουν ιερέα, να σκοτώνουν με τα γέλια στα χείλη, να σπάνε, να καίνε, να ρημάζουν με φωνές που σου θυμίζανε αγρίους της ζούγκλας. Εικόνες που έμειναν για πάντα στο μυαλό μου, εικόνες που σου σφίγγουν την καρδιά, που σε γεμίζουν δάκρυα, πόνο, οίκτο, αλλά και μίσος για τους ενόχους (…).

Το δράμα της Μικράς Ασίας φαίνεται ότι δεν έγινε δίδαγμα για κανέναν. Φαίνεται ότι ο λαός μας και πιο πολύ εκείνοι που τον κυβερνούν κατά καιρούς, δεν παραδειγματίζονται με τίποτα. Άφθονο νερό της λησμονιάς για να βρέχουμε με το σφουγγάρι τη μνήμη μας».

Το παραπάνω απόσπασμα από κείμενο του Γιάννη Λελάκη, περιλαμβάνεται στο έργο «Σμύρνη, περίκαλλη και χιλιοτραγουδισμένη». Το εν λόγω βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 2006 στο πλαίσιο της σειράς «Μια πόλη στη λογοτεχνία» και φέτος – εκατό χρόνια έπειτα από τη Μικρασιατική καταστροφή – οι Εκδόσεις Μεταίχμιο προχώρησαν σε μια ανανεωμένη τρίτη έκδοση που περιλαμβάνει ανθολόγηση κειμένων από τον Θωμά Κοροβίνη.

Η ανθολογία, όπως εξηγεί ο ίδιος ο Κοροβίνης στον πρόλογό του, χωρίζεται σε τμήματα που περιλαμβάνουν α) κείμενα σχετικά με την ιστορική, κοινωνική, λαογραφική ζωή της Σμύρνης, αλλά και τη μουσική της παράδοση, καθώς και τις Σμυρνιές που «είχαν τάγια ελληνική, σιλουέτα ευρωπαϊκή, σκέρτσο ανατολίτικο» β) κείμενα για την περίοδο της καταστροφής και γ) ποιήματα που έχουν γραφτεί για τη συγκεκριμένη πόλη και τέλος ιστορήσεις για τη σύγχρονη μορφή της Σμύρνης από την οποία έχει εκδιωχθεί το ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό της.

Τα κείμενα, γραμμένα από άτομα που έζησαν ή γνώρισαν εκ του σύνεγγυς την πλούσια παράδοση και τον κοσμοπολιτισμό της Σμύρνης, επιβεβαιώνουν για πολλοστή φορά το μεγαλείο της που εξυμνήθηκε από πληθώρα λογοτεχνών, ποιητών και περιηγητών, όπως ο Chateaubriand που τη χαρακτήρισε «Παρίσι της Ανατολής» ή ο Gaston Deschaps που σχολίασε ότι ήταν «πάντα παλιά και πάντα νέα. Βάρβαρη και μοντέρνα. Κοσμοπολίτισσα και πολύγλωσση. Μάτι της Ανατολής και μαργαριτάρι της».

Δυστυχώς μέσα σε ελάχιστο χρόνο, όλα καταστράφηκαν και οι κάτοικοί της, άνθρωποι έξυπνοι, εργατικοί, ευγενικοί και δραστήριοι έγιναν αρχικά έρμαια άνοων ή επιβλαβών ωφελιμιστικών πολιτικών επιλογών και στη συνέχεια κατέληξαν να είναι πρόσφυγες στο ελληνικό κράτος και να αντιμετωπίζουν τις ξενοφοβικές και αρνητικές συμπεριφορικές εκδηλώσεις των γηγενών.

Οι Μικρασιάτες, οι άνθρωποι που προσέφεραν σημαντικότατα στοιχεία στην πολιτιστική και οικονομική ζωή της Ελλάδας και συνέβαλλαν στην ανάπτυξη διαφόρων τομέων, έγιναν δέκτες ποικίλων μορφών καπηλείας, αποκαλούνταν «Τουρκόσποροι και ξενομπάτες» και αναγκάστηκαν να υπομείνουν πολλές κακουχίες μέχρι να ορθοποδήσουν, να ξεκινήσουν από το μηδέν και να επιχειρήσουν να λησμονήσουν τις φριχτές εικόνες της καταστροφής που τους στέρησε την πατρίδα τους, τους οικείους τους, τις περιουσίες τους και κυρίως τον τρόπο ζωής τους.

Η Σμύρνη που γνώριζαν, είχε χαθεί και έμειναν μόνο οι γραπτές αναφορές να τη θυμίζουν στις επερχόμενες γενιές, διότι, όπως σχολιάζεται σ’ ένα από τα κείμενα του ανθολογίου «το ωραίο και το καλό είναι παροδικό. Μόνο το άσχημο, το κακό και το ζοφερό είναι παντοτινό. (…) Οι φορείς του πρώτου είναι λιγοστοί. Λίγοι όσοι το επιδιώκουν και το πραγματώνουν. Οι περισσότεροι, οι πολλοί, στέκονται αδιάφοροι αντίκρυ στο ωραίο και στο καλό, το καρπώνονται – ή το πολεμούν και το καταστρέφουν. Ο ζόφος δεν παύει να αναδεύει στα κατάβαθα του ενστίκτου και όταν τύχει να στήσει κεφάλι στο φως, σαγηνεύει τα πλήθη, μια και το καλό και ωραίο είναι δύσκολο, το κακό και άσχημο εύκολο».