Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 4ο μέρος
Τις επόμενες ημέρες ο Ζαννής δούλευε ακατάπαυστα και κάθε πίνακας που ζωγράφιζε ήταν αναμφισβήτητα καλύτερος από τον προηγούμενο, αφού, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει την τεχνική του κιαροσκούρο, δημιούργησε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις φωτεινές και σκοτεινές επιφάνειες και ενίσχυσε την έννοια της αντίθεσης ανάμεσα στον θύτη και το θύμα, τους δυο δηλαδή ήρωες που πρωταγωνιστούσαν στο ζωγραφικό του μοτίβο.
Παράλληλα, η ίδια η επιλογή αυτής της τεχνικής που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους ζωγράφους του 17ου αιώνα, παρέπεμπε συνειρμικά στο παρελθόν, όπως ακριβώς δηλαδή και η αιώνια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό και την αθωότητα και τη δολιότητα που ήταν η κεντρική ιδέα των πινάκων.
Συνεπαρμένος και υπερήφανος για το έργο του, ο Ζαννής πήγαινε λοιπόν καθημερινά στο αρωματοπωλείο, επιζητώντας να μάθει αν η Κρινιώ είχε παρασκευάσει κάποιο νέο άρωμα που θα πρόσθετε μια διαφορετική πινελιά στη σύνθεσή του.
Εκείνη βέβαια, όντας αρκετά έξυπνη και προϊδεασμένη πλέον για τους σκοπούς του νεαρού ζωγράφου, φρόντισε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να αναπτύξει σταδιακά μια φιλική σχέση μαζί του.
Μια σχέση που της επέτρεψε να βρει την ευκαιρία για να επισκεφθεί το ατελιέ του, να εκμαιεύσει λεπτομέρειες για το έργο του και να επιβεβαιώσει ότι η παγίδα της είχε λειτουργήσει.
Παρατηρώντας όμως τους πίνακες, η Κρινιώ ανακάλυψε ότι υπήρχε δυστυχώς ένα μεγάλο πρόβλημα.
Ο Ζαννής δεν αναπαριστούσε τις σκηνές των εγκλημάτων που του είχε περιγράψει εκείνη, βάσει του αστυνομικού δελτίου, αλλά είχε πλάσει μια φανταστική ιστορία.
Η Κρινιώ είχε επιλέξει πέντε απλές ληστείες, ενώ ο Ζαννής αυτονομήθηκε και κινήθηκε σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο.

Όφειλε λοιπόν να βρει έναν τρόπο για να τον χειραγωγήσει και να τον επαναφέρει στον δρόμο που ήθελε η ίδια. Πώς όμως; Ο Ζαννής είχε δουλέψει με απίστευτη ταχύτητα και καθώς είχαν περάσει αρκετές ημέρες μέχρι να καταφέρει η Κρινιώ να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να τον επισκεφθεί στο ατελιέ του, εκείνος είχε ολοκληρώσει σχεδόν το ήμισυ του έργου του.
«Εφτά πίνακες», της είχε πει. Εφτά πίνακες που αντιστοιχούσαν στους εφτά δαίμονες, καίτοι τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα και τα εφτά πάθη. Ζηλοφθονία, οργή, οκνηρία, απληστία, λαιμαργία, λαγνεία και αλαζονεία.
Ο βασικός του ήρωας ήταν ένας έντιμος, ευγενής, ειλικρινής και φιλότιμος άνδρας που, ενώ προσπαθούσε πάντοτε να ακολουθεί τον σωστό δρόμο και να ζει ήρεμα, αντιμετώπιζε διαρκώς προβλήματα από τη συμπεριφορά των εφτά αδελφών του που ο καθένας τους ήταν επιρρεπής σ’ ένα από τα προαναφερθέντα αμαρτήματα.
Κάθε πίνακας αναπαριστούσε επομένως μια σκηνή από τις πράξεις των αμαρτωλών αδελφών, ενώ κοινή παρουσία σε όλους ήταν ο καλός αδελφός, ο οποίος κρατώντας μια λευκή καρδιά στο χέρι και φορώντας μια μάσκα που είχε τη μορφή της κίσσας, τους δολοφονούσε.
Οι πίνακες, καθώς και η σύλληψη της ιδέας ήταν μοναδικοί και η Κρινιώ δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ο Ζαννής ήταν εξαιρετικός ζωγράφος, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αντλούσε την έμπνευσή του από τις φράσεις της.
Η πληγωμένη της όμως αξιοπρέπεια σε συνδυασμό με τον εγωισμό και το πείσμα της δεν της επέτρεπαν να υποχωρήσει.
Ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί και γι’ αυτό όφειλε να συνδέσει τον Ζαννή ως τον θύτη των εγκλημάτων. Ως εκείνον που αποφάσισε να γίνει τιμωρός και να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του και αφού ο ίδιος δεν είχε αδέλφια, τροποποίησε αναγκαστικά το σχέδιό της και του έδωσε τον ρόλο του συνανθρώπου, εκείνου δηλαδή που δεν άντεχε πλέον να αντικρίζει την αδικία και να είναι αμέτοχος και άβουλος στην κακοποίηση και το έγκλημα.
Παρασυρμένη δε από το πάθος της για εκδίκηση και γνωρίζοντας ότι κανένας από τους δολοφόνους των συγχρόνων εγκλημάτων δεν φορούσε μάσκα κίσσας, ούτε κρατούσε λευκή καρδιά, η Κρινιώ αποφάσισε να κάνει οτιδήποτε χρειαζόταν για να φθάσει μέχρι το τέλος, έστω και αν αυτό σήμαινε ότι θα διέπραττε η ίδια τα εγκλήματα που ζωγράφιζε ο Ζαννής.
Συνεχίζεται…

Συνταγή της Αμβροσίας: Κόκκινα ίχνη
Υλικά:
1 κιλό σμέουρα
1 ½ κούπα ζάχαρη
1 μικρό ποτήρι νερό
Λίγη βανίλια
Εκτέλεση:
Βάζουμε όλα τα υλικά σε μια κατσαρόλα και τα αφήνουμε να βράσουν, έως ότου λιώσουν τα σμέουρα και «δέσει» η μαρμελάδα.