Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 5ο μέρος
Ο αστυνόμος που είχε αναλάβει την υπόθεση αδυνατούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ξαφνικά είχε έρθει αντιμέτωπος με την εξιχνίαση εφτά δολοφονιών που αν και έδειχναν να έχουν εκτελεστεί από τον ίδιο δράστη, δεν είχαν ουσιαστικά κανένα άλλο κοινό στοιχείο που να υποδηλώνει το κίνητρο.
Παρόλο που δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες, οι καταγραφές από κάμερες ασφαλείας που ήταν τοποθετημένες είτε στους χώρους που είχαν βρεθεί τα θύματα, είτε σε παρακείμενα σημεία, έδειχναν ένα άτομο που φορούσε ένα μαύρο μακρύ και φαρδύ παλτό, μαύρα δερμάτινα γάντια και κάλυπτε το κεφάλι του με μια μάσκα που είχε τα χαρακτηριστικά ενός πουλιού και έμοιαζε με εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί σε περασμένους αιώνες για να προστατευτούν σε περιόδους επιδημιολογικής κρίσης.
Ο επικεφαλής αξιωματικός του τμήματος ανθρωποκτονιών είχε χάσει λοιπόν τον ύπνο του, αφού κάθε έγκλημα ήταν μεν πανομοιότυπο στην εκτέλεση, αλλά τα θύματα ήταν άγνωστα μεταξύ τους και δεν τα ένωνε κανένα στοιχείο, πέρα από το γεγονός ότι κατοικούσαν σε όμορες συνοικίες.
Ποιος ήταν επομένως ο δράστης και κυρίως ποιοι ήταν οι λόγοι που καθοδηγούσαν τις πράξεις του;
Το ερώτημα παρέμενε αναπάντητο και οι έρευνες κατέληξαν σε αδιέξοδο, ιδίως όταν έπειτα από τον εντοπισμό του έβδομου θύματος, δεν ακολούθησε κανένα άλλο.
Εφτά φόνοι και εφτά κάρτες στις οποίες είχε τυπωθεί με καλλιγραφικά γράμματα μια διαφορετική λέξη που αντιστοιχούσε σε κάθε νεκρό και έμοιαζε να δίνει έναν τίτλο στη ζωή του ή έστω να δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο την κατάληξή του.
Ζηλοφθονία, οργή, οκνηρία, απληστία, λαιμαργία, λαγνεία, αλαζονεία.
Σύμφωνα επομένως με τα αποτελέσματα των ερευνών καθένα από τα θύματα ήταν επιρρεπές σ’ ένα από τα παραπάνω αμαρτήματα.

Το πρώτο ήταν μια γυναίκα που ζήλευε σε βαθμό υστερίας τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Το δεύτερο, ένας ηλικιωμένος που ήταν διαρκώς θυμωμένος και διαπληκτιζόταν με όποιον άνθρωπο συναντούσε ακόμα και ασήμαντη αφορμή. Το τρίτο, ένας υπάλληλος που αμελούσε τα καθήκοντά του. Το τέταρτο, ένας ιδιοκτήτης ακινήτων που αύξανε αδικαιολόγητα τα μισθώματα για τα σπίτια που ενοικίαζε. Το πέμπτο, μια εξηντάχρονη που λάτρευε μανιωδώς το φαγητό. Το έκτο, μια τριαντάχρονη που είχε τη φήμη ροπής προς τη φιληδονία και το έβδομο, ένας άνδρας που θεωρούσε ότι υπερείχε των πάντων.
Επρόκειτο λοιπόν για ένα περίπλοκο γρίφο που έκρυβε καλά τη λύση του.
Επειδή όμως δεν υπάρχει τίποτα που να μην φέρει μια λογική εξήγηση, ο επικεφαλής αξιωματικός των ερευνών δεν σταμάτησε να αναζητά τον συνδετικό κρίκο. Αυτόν που θα ένωνε τα κομμάτια του παζλ και θα αποκάλυπτε την εικόνα.
Δυστυχώς όμως ο καιρός περνούσε και καθώς δεν υπήρχε καμιά εξέλιξη, σταδιακά ο αστυνόμος άρχισε να πιστεύει ότι δεν θα έβρισκε ποτέ την άκρη του νήματος.
Ώσπου μια είδηση που διάβασε τυχαία σε μια εφημερίδα και συγκεκριμένα στη στήλη με τα καλλιτεχνικά, άναψε ένα μικρό φως στην άκρη του μυαλού του.
Το άρθρο αναφερόταν σε μια έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Αμάρτημα και κάθαρση» και σύμφωνα με τον συντάκτη, ο ζωγράφος είχε εμπνευστεί από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα.
Ο αστυνόμος προσπέρασε τις αναφορές για την τεχνοτροπία και τα διθυραμβικά σχόλια που είχε δεχθεί ο ζωγράφος από τους κριτικούς και εστίασε στον τίτλο της έκθεσης, αλλά και στις φωτογραφίες των πινάκων που του υπέδειξαν ότι έπρεπε να τους δει από κοντά.
Δίχως να χάσει επομένως ούτε λεπτό, πήγε στη γκαλερί, όπου ανακάλυψε επιτέλους το κομμάτι που έλειπε από το παζλ του.
Συνεχίζεται…

Συνταγή της Αμβροσίας: Μελανόκαρπη
Υλικά:
1 κιλό αρώνια
2 κούπες ζάχαρη
1 λίτρο τσικουδιά (άοσμη)
½ κιλό κονιάκ
5 σπόροι τόνγκα
2 λοβοί βανίλιας
2 κ.σ. κάρδαμο
Εκτέλεση:
Σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα και κόβουμε τους λοβούς βανίλιας. Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.