Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 1919 ο πεζογράφος, ποιητής, μεταφραστής και εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής Κωνσταντίνος Θεοτόκης παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό μία από τις γνωστότερες νουβέλες του, τον «Κατάδικο».

Η ιστορία του έργου εξελίσσεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του δημιουργού, την Κέρκυρα και συγκεκριμένα σε ένα αγροτικό χωριό όπου κατοικεί ο Γιώργης Αράθυμος με τη γυναίκα του Μαργαρίτα και τα τρία τους παιδιά.

Ο Αράθυμος είναι ένας σαραντάχρονος αγρότης, ήρεμος, καλοσυνάτος και εργατικός που προσπαθεί να προσφέρει στην οικογένειά του ό,τι καλύτερο μπορεί και ο οποίος αγνοεί τόσο τον πενταετή δεσμό της συζύγου του με τον τριανταπεντάχρονο γείτονά τους, τον Πέτρο Πέππονα, όσο και το γεγονός ότι η Μαργαρίτα είναι αποδέκτης του πλατωνικού έρωτα του Τουρκόγιαννου, ενός επίσης σαραντάχρονου άνδρα που εργάζεται στα κτήματά τους, φιλοξενείται στο σπίτι τους και ο οποίος αν και την αγαπούσε από παιδί και είχε ζητήσει να την παντρευτεί, δεν κατάφερε να υλοποιήσει το όνειρό του εξαιτίας της κακής οικονομικής του κατάστασης και της χαμηλής κοινωνικής καταγωγής του.

Έντεχνα επομένως, ο Θεοτόκης σχηματίζει ένα ερωτικό τετράγωνο που αρχίζει να τρίζει όταν ο Τουρκόγιαννος αντιληφθεί την παράνομη σχέση της Μαργαρίτας και του Πέππονα και ο τελευταίος αδυνατεί να παραμένει στη σκιά και επιζητεί να μοιράζεται δίχως εμπόδια την καθημερινότητα με την αγαπημένη του.

Τυφλωμένος λοιπόν από το πάθος του και σε μια έξαρση παραλογισμού, ο Πέππονας σκοτώνει τον Αράθυμο, ενοχοποιεί τον Τουρκόγιαννο που καταλήγει στη φυλακή και παντρεύεται τη χήρα πλέον του θύματός του.

Με εμφανή στοιχεία επιρροής από τα χαρακτηριστικά που διέπουν τα λογοτεχνικά κληροδοτήματα της Επτανησιακής Σχολής, αλλά όντας και ακόλουθος του κινήματος του δημοτικισμού, ο Θεοτόκης χρησιμοποιεί ως γλώσσα έκφρασης τη δημοτική και με απλό, μεστό λόγο βασίζει την αφήγησή του στον έρωτα και την εξιδανίκευση του γυναικείου προσώπου που – με ετερόκλητους φυσικά τρόπους – καθορίζει τη δράση των τριών ανδρών που καταλήγουν να είναι θύματα της γοητείας του.

Με αδρές περιγραφές που αποτυπώνουν ρεαλιστικά τη ζωή των ηρώων, αλλά αφήνοντας ταυτόχρονα μια πικρή επίγευση της νοσηρής πραγματικότητας, ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει το εθιμικό δίκαιο με τους γραπτούς νόμους, ιστορεί μια ηθογραφία με αρκετά πρωτοποριακά δεδομένα για την εποχή του ελλαδικού χώρου και εγείρει διλήμματα που προκαλούν το θρησκευτικό και κοινωνικό αίσθημα.

Ο τυφλός πόθος αναδεικνύεται σε πρωτεύοντα μοχλό που κινεί τον μηχανισμό πραγμάτωσης του ονείρου του Πέτρου Πέππονα, αλλά συνάμα ανοίγει έναν κύκλο ενοχών, τύψεων, αδικίας, συνειδητοποίησης του λάθους, δικαίωσης και ηθελημένης τιμωρίας για την προστασία του ερωτικού υποκειμένου που αποτελεί σκοπό ύπαρξης και κατάκτησης για το σύνολο των ανδρικών πρωταγωνιστικών ρόλων.

Σημαντικό δε είναι και το γεγονός ότι η εν λόγω νουβέλα ξεκινά και τελειώνει με την παρουσία της Μαργαρίτας που είναι πλαισιωμένη από τους άνδρες διεκδικητές της, ενώ το περιγραφικό πλαίσιο της εποχής και των καιρικών συνθηκών με το παιχνίδισμα του ήλιου και των νεφών κατά τη διάρκεια του χειμώνα και αντίστοιχα του φθινοπώρου εντείνουν τις προαναφερθείσες αντιθέσεις που διαπερνούν το κείμενο.

Αναφέρεται επομένως στην εισαγωγή του πρώτου κεφαλαίου «ήτανε Μάρτης. Το μεσημέρι είχε περάσει από δύο ώρες κι ο ήλιος έφεγγε λαμπρός και καυτερός ακόμη μέσα στον καθαρό γαλάζιο ουρανό, όπου κάποια σύννεφα άσπρα και σταχτυά ανάλαφρα εταξίδευαν», ενώ το τελευταίο κεφάλαιο ξεκινά με τις φράσεις «ήτανε απόγευμα κ’ είχε έρθει το χινόπωρο. Την αυλή της φυλακής έλουζε ο ήλιος στον βαθυγάλανο ουρανό, όπου ανάλαφρα εταξίδευαν άσπρα διαβατάρικα σύγνεφα».

Συνοψίζοντας άρα μπορεί να ειπωθεί ότι η συγκεκριμένη ιστορία, αν και εξελίσσεται πριν από έναν περίπου αιώνα, παραμένει διαχρονική σε μια πιθανή σημερινή παραλλαγή της και αντιπαραβάλλει συν τοις άλλοις διαφορετικές μορφές της αγάπης. Την αγνότητα που εκφράζεται μέσω του Τουρκόγιαννου, τη συζυγική αγάπη του Αράθυμου που προσβλέπει σε μια μακραίωνη ευτυχία και την κατακτητική εγωιστική ταυτότητα του έρωτα που χαρακτηρίζει τον Πέππονα.

Ο πρώτος ήταν εκείνος που επιχείρησε να προστατεύσει την Μαργαρίτα, ο δεύτερος εκείνος που της χάρισε τον Παράδεισο και ο τρίτος αυτός που προσωποποίησε το πάθος της που μετατράπηκε σε λάθος και την αγάπη σε ένα καθηλωτικό μαρτύριο.