#illusionskiller Γιώργος Παρασκευόπουλος

  Το σχολείο τελείωσε.

Έβγαλες την Α΄ Γυμνασίου και το Σεπτέμβριο ξεκινάς τη Β΄!

Πλέον, έχεις αρχίσει να ανταποκρίνεσαι στο χαρακτηρισμό “έφηβος”, αν και η σωματική σου διάπλαση και η εν γένει πρόωρη ανάπτυξη σου, σε κάνουν να δείχνεις έφηβος αρκετά νωρίτερα από τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας σου.

Εσύ όμως, όπως όλα τα εφηβάκια, βιάζεσαι να μεγαλώσεις.

Μέχρι τώρα η εμφάνιση σου, αυτή που σε κάνει να δείχνεις αρκετά μεγαλύτερος απ’ότι αλήθεια είσαι, σου έχει χρησιμεύσει στο να μπαίνεις στα “ηλεκτρονικά”, χωρίς ο υπεύθυνος να σου ζητά ταυτότητα.

Είναι μία μεγάλη νίκη, μιάς και στα δωδεκάμισι – δεκατρία σου και λόγω της έντονης τριχοφυΐας του προσώπου σου, υποβοηθούμενος και από τον ανεπαρκή φωτισμό των “ηλεκτρονικών”, καμαρώνεις πως απολαμβάνεις έναν από τους απαγορευμένους καρπούς!

Ώρες ώρες βέβαια, πιάνεις το βλέμμα του υπευθύνου του μαγαζιού να σε κοιτά με καχυποψία, προφανώς υποψιασμένος πως μάλλον δεν είσαι δεκαοχτώ, αλλά ίσως μικρότερος.

Μαρτυριάρης της πραγματικής σου ηλικίας, ίσως να είναι το όμορφο παιδικό σου μουτράκι. Αυτό που το καλύπτουν τα γένια..

Τέλος πάντων, με αυτά και με ΄κείνα, φτάνουμε στον Ιούνιο του 1982, το σχολείο τελειώνει και αρχίζεις να απολαμβάνεις τα καθημερινά, όχι πολύ πρωινά, ξυπνήματα!

Μέχρι εκείνο το βράδυ.

Εκείνο το βράδυ, διακρίνεις κάτι το συνωμοτικό στη συμπεριφορά των γονιών σου.

Κάτι ψιθυρίζουν και σου ρίχνουν κλεφτές ματιές!

Αγχώνεσαι, σκεπτόμενος τι να ετοιμάζουν πάλι.

Τελικά, σε κοιτούν ευθέως και σου λένε γιατί συζητούσαν τόση ώρα.

Για σένα! Για να ξεκινήσεις από την επόμενη το πρωί, να πηγαίνεις να βοηθάς τη μάνα σου στο γραφείο της που βρίσκεται στο Κέντρο, στην Ομόνοια.

“Θα πηγαίνεις μαζί της και θα κάνεις διάφορες δουλειές και θελήματα”, σου λέει ο πατέρας σου.

Ακούς και συγκατανεύεις, σχεδόν αδιάφορα.

Δε σου κάνει, ούτε κρύο, ούτε ζέστη που αντί να τεμπελιάζεις στο σπίτι και να γυρνάς στους δρόμους με κανά φίλο, θα τρέχεις στο Κέντρο για να κάνεις αγγαρείες.

Έτσι κι αλλιώς, βαριέσαι στο σπίτι. Άσε που νιώθεις και μια κάποια περιέργεια για τον, έως τότε, άγνωστο κόσμο του Κέντρου της Αθήνας!

Το επόμενο πρωί, η μάνα σου δε χρειάζεται να έρθει να σε ξυπνήσει.

Είσαι ήδη ξύπνιος. Σηκώνεσαι, ετοιμάζεσαι, τρως κάτι στα γρήγορα και αναχωρείτε.

Δεν είσαι ούτε δεκατριών ετών, αλλά ήδη έχεις φτάσει τον πατέρα σου σε ύψος, έχεις ξεπεράσει τη μάνα σου και το γενικότερο παρουσιαστικό και παράστημα σου, όπως παρατηρούν ορισμένοι, σας κάνουν να δείχνετε περισσότερο σαν αδέλφια, παρά σα παιδί και γονείς.

Ύστερα από περίπου είκοσι λεπτά, μέσω ΗΣΑΠ, φτάνετε στο γραφείο.

Αρκετές ώρες αργότερα, επιστρέφετε σπίτι.

Η μάνα σου είναι κουρασμένη και καταβεβλημένη, κυρίως από τη ζέστη και λιγότερο από τα τρεχάματα.

Μόλις μπαίνετε στο σπίτι, αυτή βιάζεται να κάνει ένα κρύο μπάνιο και να ξαπλώσει για μεσημέρι.

Εσύ όμως, κάθε άλλο παρά κουρασμένος είσαι!

Νιώθεις μία τεράστια έξαψη για τη σημερινή μέρα και αυτά που είδες και έκανες!

Πήγες σε κτίρια γραφείων και συναναστράφηκες με διάφορους επαγγελματίες, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, φωτοτυπάδες!

Έτρεχες δεξιά – αριστερά σε διάφορα θελήματα και δουλειές που σε έστελνε η μάνα σου, αλλά κάθε άλλο παρά κουράστηκες ή γκρίνιαξες!

Το αντίθετο!

Κοιτάζεις γύρω και βλέπεις πράγματα που σε συναρπάζουν!

Άνθρωποι που κινούνται στους φρενήρεις ρυθμούς του Κέντρου, χωρίς να τους περισσεύει ούτε δευτερόλεπτο για χάσιμο!

Είδες τους “περίεργους” της περιοχής, από διάφορες γραφικές φυσιογνωμίες, μέχρι και κάτι περίεργα άτομα που αργότερα έμαθες πως είναι ναρκομανείς, ή αλλιώς “πρεζόνια”!

Είδες τα ατελείωτα χρώματα και μυρωδιές του Κέντρου και όταν πέρασε η ώρα και θελήσατε να τσιμπήσετε κάτι, έφαγες μία πίτσα σε μικρογραφία!!

Εκείνη την ημέρα συστήθηκες με την….. “ατομική πίτσα”!

Κάτι ακόμα που σε συνεπήρε στο Κέντρο, είναι το πως οι άνθρωποι δεν ασχολούνται με το τι κάνει ο διπλανός τους και κοιτούν τη δουλειά τους, χωρίς να σε κοιτούν περίεργα!

Το κατάλαβες όταν έφαγες, με την ενθάρρυνση της μάνας σου, την ατομική πίτσα με ανοιχτές τις πόρτες του γραφείου. Στην αρχή ντρεπόσουν να φας “μπροστά στους άλλους που περνούν από το διάδρομο”!

Λίγο αργότερα διεπίστωσες πως οι άλλοι δε νοιάζονταν για το τι κάνεις!

Κυρίως όμως, αυτό που σου έμεινε από την πρώτη σου μέρα στο Κέντρο, ήταν το πόσο χρήσιμος ένιωσες!

Το επόμενο πρωί, όταν η μάνα σου ήρθε να σε ξυπνήσει είδε το κρεβάτι σου άδειο!

Σε έψαξε και σε βρήκε στην κουζίνα, πλυμένο, ντυμένο, φαγωμένο και έτοιμο να φύγετε για το γραφείο στο Κέντρο!!

Ήταν ένας καινούργιος κόσμος και βιαζόσουν να τον κατακτήσεις!..