από τη Χριστίνα Καπράλου.

Καλώς όρισες! Είπε κοιτάζοντας ψηλά το νέο φωτιστικό της τραπεζαρίας.

Να πω την αλήθεια είσαι σκοτεινός τύπος… ο προκάτοχος σου έλαμπε.

Ήταν λευκός, αστραφτερός, είχε μια λάμπα ολοστρόγγυλη μεγάλη, έλουζε το δωμάτιο με λευκό φώς.

Τον έβγαλα από το κουτί, τον συναρμολόγησα και πήρε την θέση που του ταίριαζε. Δεν είχε μνήμες, από το ράφι του καταστήματος πήρε θέση στο σπίτι μου. Νάτος εδώ απέναντι στην κουζίνα είναι. Να! Δες τον! Ρώτησε τον ότι απορίες έχεις. Θα σου τις λύσει όλες! Θα σου πει με κάθε λεπτομέρεια ποιους και τι είδε ένα χρόνο στην ίδια θέση.

Εγώ πάνω να κοιμηθώ! Εσείς πείτε τα!.

Έσβησε τα φώτα και αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Γελούσε μόνη της που άνοιγε κουβέντα με τα αντικείμενα του σπιτιού.

Ήταν σίγουρη πως τα αντικείμενα έχουν μνήμες. Πάντα περνούσε αυτή η ιδέα από το μυαλό της. Ήταν σίγουρη πως τα αθλητικά της παπούτσια θυμόντουσαν διαδρομές που έκαναν συχνά μαζί. Ήταν σίγουρη πως δεν την άφηναν να σκουντουφλήσει σε εμπόδια ούτε να πέσει σε λακκούβες. 

Ήταν σίγουρη πως τα χορευτικά της παπούτσια θυμόντουσαν καλύτερα από εκείνη τα βήματα του φοξ τρότ. 

Με τις σκέψεις αυτές αφέθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………….

“Ώστε έτσι λοιπόν εσύ τα ξέρεις όλα! Ασπρούλης, καθαρούλης, με λευκό φώς…. Αλλά πλαστικός και φτηνός. Αυτά δεν τα είπε η μαντάμ πριν! Ε βέβαια εκείνη σε διάλεξε. Αλήθεια τι κόλλημα έχει με το λευκό χρώμα; 

Για πες λοιπόν τι γνωρίζεις;

Η γνώση είναι ανάμνηση υποστηρίζει ο Πλάτωνας.

Μίλα ντε! Με το τσιγκέλι θα σου τα βγάλω; Άντε πες εσύ και μετά θα σου πω και εγώ”.

Το νέο φωτιστικό της τραπεζαρίας ήθελε να τα μάθει όλα.

Φτιαγμένο από γυαλί κρεμασμένο από μια στιβαρή αλυσίδα, είχε κύρος.

Ασκούσε επιβολή λόγω της ανωτερότητας του, στον χώρο. Η αξία του ήταν αδιαμφισβήτητη. Είχε ένα είδος γοητείας και προκαλούσε ανεξήγητα συναισθήματα….θαυμασμός και φόβος!

«Μνήμη δεν έχεις;» επέμενε να απευθύνετε στο λευκό φωτιστικό της κουζίνας υποτιμητικά.

«Μνήμη ναι…. Διάβαζε ένα βράδυ η κυρία μου εκεί στο λευκό τραπέζι και εγώ της φώτιζα για να βλέπει καλύτερα…. Μνήμη έλεγε πως ήταν μια από τις τρείς αρχαιότερες Μούσες και κρατούσε στα χέρια της ένα μουσικό όργανο αχ δεν θυμάμαι το όνομα του. Επίσης θυμάμαι ένα άλλο βράδυ που άκουσα την κυρία να διαβάζει πως η Μνήμη είναι φυσικός δορυφόρος του πλανήτη Δία» είπε το λευκό φωτιστικό της κουζίνας με σιγανή φωνή.

«Μικρέ με δουλεύεις; Προσπαθείς να μου παραστήσεις τον σπουδαίο; Με λάθος φωτιστικό πάς να τα βάλεις» είπε το νέο φωτιστικό της τραπεζαρίας.

«Κάτσε – κάτσε θυμήθηκα και κάτι ακόμη…. Όταν η κυρία έφερε στο σπίτι το χρυσόψαρο έλεγε κάτι για την μνήμη του. Θυμήθηκα! Θυμήθηκα και κάτι άλλο! Τα Χριστούγεννα στο τραπέζι τα παιδιά κάτι έλεγαν για την μνήμη της γιαγιάς…»

«Λες πράγματα αδιάφορα μικρέ! Προχώρα στο παρασύνθημα. Είπες παιδιά… ποια παιδιά τι παιδιά; τίνος είναι τα παιδιά; Ποιος ζει σε αυτό το σπίτι; Πόσους φωτίζουμε εδώ μέσα;» είπε ο γυάλινος φωτιστικός της τραπεζαρίας.

«Θα σου πω! Η κυρία του σπιτιού αγαπάει πολύ το φως»

«Χα! Κάνουμε υπερωρίες δηλαδή!»

«Όχι όχι ακριβώς! Η κυρία λείπει πολλές ώρες αλλα΄όταν είναι εδώ η μουσική και το φως δεν λείπουν ποτέ από το σπίτι».

«Κάτι είπες για παιδιά….πούντα; ζούν εδώ;»

«Όχι! Η κυρία λέει με περηφάνια πως τα παιδιά άνοιξαν τα φτερά τους.»

«Είσαι πολύ τυχερός που πήρες την θέση μου πάνω από  το τραπέζι. Η θέση αυτή έχει σπουδαία θέα…. Χρώματα, μουσικές, συζητήσεις, γέλια ….»

«Δεν ζηλεύεις μικρέ που σου πήρα την θέση;»

«Όχι καθόλου! Και εδώ στην κουζίνα που με κρέμασαν όμορφα είναι!»

«Ευχαριστημένος είσαι μικρέ! Πόσο καιρό είσαι εδώ;»

«Ένα χρόνο ακριβώς! Δεν έχω παράπονο! Φωτίζω φωτεινά πλάσματα. Θα δεις! Θα σου αρέσει! Εσύ;»

«Τι εγώ;»

«Εσύ τι φώτιζες εκεί που ήσουν πριν; Τι μνήμες έχεις;»

«Δεν φώτιζα! Όλο σβηστό με είχε!»

«Αυτό δεν είναι καθόλου ευχάριστο!»

«Όντως! Μαύρα σκοτάδια φίλε μου! Ο κύριος με άναβε όταν άνοιγε την ντουλάπα για να βρει ρούχα να φορέσει».

«Σε ποιο δωμάτιο ήσουν;»

«Στην κρεβατοκάμαρα! Ακριβώς πάνω από το κρεβάτι!»

«Αχα! Ωραίο και πικάντικο μου ακούγεται αυτό! Και; και;»

«Άτυχος ήμουν τόσα χρόνια! Δεν περνούσα καλά! Δεν έχω καλές μνήμες. Να ξεχάσω θέλω!»

«Εδώ που ήρθες θα δεις χαρές! Θα δεις χρώματα, θα ακούσεις μουσικές! Θα κάνουμε καλή παρέα!»

…………………………………………………………………………………………………………………………

Ξημέρωσε! 

Η γυναίκα ξύπνησε, τεντώθηκε, σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι, έπιασε τα μαλλιά της πρόχειρα με μια χρωματιστή κορδέλα και κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία.

Άναψε το φώς, άνοιξε το ραδιόφωνο, σήκωσε το βλέμμα της ψηλά και του χαμογέλασε.

«Βρε σε είχα ξεχάσει εσένα! Αχ σε είδα στον ύπνο μου!»

Κατευθύνθηκε στην κουζίνα, άναψε το φώς, έβαλε το μπρίκι στην φωτιά. Καφές χωρίς ζάχαρη… ανακάτεψε με το αγαπημένο της κουταλάκι.

«Και εσένα σε είδα στον ύπνο μου! Είπε απευθυνόμενη στο φωτιστικό της κουζίνας.

Είχατε μια πολυλογία αδελφάκι μου μέχρι το ξημέρωμα! Μάτι δεν με αφήσατε να κλείσω.

Εσύ και αυτός. Τόσο ζωντανό όνειρο!

Ήθελα να ήξερα τι λέγατε!

Αχ! Χύθηκε ο καφές! Αυτά παθαίνει όποιος πιάνει κουβέντα με φωτιστικά!»