Γράφει ο Ερμής:
Είχε περάσει ήδη ένας μήνας, αλλά η μορφή που την παρακολουθούσε, εξακολουθούσε να είναι διαρκώς σκιά της και να μην χάνεται.
Στην αρχή στεκόταν στη γωνία απέναντι από το αρωματοπωλείο της, όταν άνοιγε το πρωί και όταν έκλεινε το βράδυ. Ένας άνδρας μετρίου ύψους, που φορούσε ένα μαύρο, φαρδύ μπουφάν, γάντια, καπέλο, γυαλιά ηλίου και είχε μια μακριά γενειάδα που κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και άφηνε ακάλυπτη μόνο τη μύτη του.
Μια μύτη γαμψή και στραβή, η οποία έμοιαζε εξαιρετικά άσχημη και κατά κάποιον τρόπο παράταιρη στο πρόσωπο αυτού του άνδρα που – όντας κρυμμένο από τα γυαλιά και τα γένια – φαινόταν να απεχθάνεται οτιδήποτε πομπώδες ή κραυγαλέο.
Την πρώτη φορά που αντιλήφθηκε την παρουσία του, η Κρινιώ δεν έδωσε σημασία.
«Κάποιον θα περιμένει», σκέφτηκε και συνέχισε αδιάφορη τη δουλειά της.
Όταν όμως ο άνδρας εμφανίστηκε ξανά το βράδυ και έπειτα το επόμενο και το μεθεπόμενο πρωινό, η Κρινιώ ένιωσε τον φόβο να κυριεύει την ψυχή της.
Φόβο που – ενώ αρχικά μεταφράστηκε σε υποψία κλοπής – μετατράπηκε σε τρόμο, όταν ο άνδρας έπαψε να στέκεται απλώς στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά άρχισε να την ακολουθεί μέχρι το σπίτι της.
Μάταια η Κρινιώ προσπάθησε να αποφύγει την παρουσία του. Φρόντιζε να είναι απασχολημένη, να συναντά τους φίλους της, να πηγαίνει σε διάφορες εκδηλώσεις, να βρίσκεται διαρκώς με άλλους ανθρώπους και να κινείται μόνο με ταξί, ώστε να ζητά από τον οδηγό να περιμένει να μπει στην πολυκατοικία της, προτού φύγει.

Ό,τι όμως και αν έκανε, ο άνδρας βρισκόταν πάντοτε πίσω της και η Κρινιώ ήταν τόσο απελπισμένη και φοβισμένη που δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει.
«Να ζητήσεις βοήθεια από την Αστυνομία», τη συμβούλευσαν οι φίλοι της, αλλά εκείνη, συνειδητοποιώντας πως αν οι Αρχές άρχιζαν να ψάχνουν τη ζωή της, ίσως να ανακάλυπταν το ένοχο πρόσφατο παρελθόν της, αντέκρουε την πρότασή τους με τον ισχυρισμό της έλλειψης απτών αποδείξεων για τον κίνδυνο που διέτρεχε.
Έτσι περνούσε ο καιρός και η Κρινιώ μπλεκόταν όλο και περισσότερο στον ερεβώδη ιστό που είχε πλέξει γύρω της ο Ζαννής.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του επόμενου μήνα, εμφανίστηκε στο προσκήνιο και μια δεύτερη μορφή.
Ένα πρόσωπο που στεκόταν κάθε νύχτα έξω από το σπίτι της και φορούσε ακριβώς τα ίδια ρούχα μ’ εκείνη, όταν διέπραττε τα εγκλήματά της.
Μαύρο μακρύ και φαρδύ παλτό, μαύρα δερμάτινα γάντια και μια μάσκα που είχε τα χαρακτηριστικά ενός πουλιού και έμοιαζε με εκείνες που χρησιμοποιούνταν από τους γιατρούς παλαιότερων εποχών κατά τη διάρκεια επιδημιών.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο της μάσκας ήταν επομένως εκείνο που έδωσε ξεκάθαρα το μήνυμα στην Κρινιώ πως κάποιος ήξερε το μυστικό της και ήθελε να την εκβιάσει. Ποιο ήταν όμως το αίτημά του και κυρίως ποιος ήταν αυτός που την είχε ανακαλύψει;
Ο Ζαννής βρισκόταν ακόμα στη φυλακή και δεν είχε κανένα οικείο πρόσωπο που θα έμπαινε στη διαδικασία να πάρει τον Νόμο στα χέρια του. Αν ο Ζαννής είχε μάθει ποιος ήταν ο ένοχος, θα είχε μιλήσει απλώς στον δικηγόρο του για να εκκινήσουν οι νόμιμες διαδικασίες. Κατά συνέπεια, άλλος κρυβόταν πίσω από τη μάσκα και, όποιος κι αν ήταν, είχε θράσος, υπομονή και κυρίως την τόλμη για να την αντιμετωπίσει.
Το θέμα όμως ήταν τι ζητούσε ακριβώς από εκείνη και γιατί δεν της είχε μιλήσει ακόμα……

Συνεχίζεται…
Συνταγή της Αμβροσίας: Καμουφλάζ
Υλικά:
1 βαθύ πιάτο καραβίδες (βρασμένες και ψιλοκομμένες)
10 φρέσκα κρεμμυδάκια (ψιλοκομμένα)
½ ματσάκι άνηθο (πλυμένος και ψιλοκομμένος)
Σος
1 κρασοπότηρο λάδι
Αλάτι
Πιπέρι
2 κ. σ. πικάντικη μουστάρδα
½ κρασοπότηρο άσπρο ξύδι
Εκτέλεση:
Σ’ ένα μπολ βάζουμε όλα τα υλικά της σος και τα χτυπάμε, μέχρι να δημιουργηθεί ένα πηχτό υγρό. Σε μια λεκάνη ανακατεύουμε τις καραβίδες με τον άνηθο και τα κρεμμυδάκια και περιχύνουμε με τη σος.
Ανακατεύουμε, αδειάζουμε τη σαλάτα σε πιατέλα και τη βάζουμε στο ψυγείο, για να είναι δροσερή.