από την Χριστίνα Καπράλου.
Ο Γιάννης, η Μαρία, ο Κώστας και η Χαρά ήταν φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια.
Ο Γιάννης έκανε διακοπές στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς τα καλοκαίρια και εκεί γνώρισε τον Κώστα.
Το σπίτι του Κώστα ήταν στην πλατεία του χωριού απέναντι από την εκκλησία και δίπλα στο καφενείο. Ο Γιάννης και ο Κώστας γνωρίστηκαν ένα απόγευμα στο προαύλιο της εκκλησίας όπου έκαναν βόλτες με τα ποδήλατα. Όταν ο Γιάννης έπεσε από το ποδήλατο και χτύπησε το γόνατό του, ο Κώστας τον πήρε από το χέρι, τον πήγε στο καφενείο για να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. «Οι άντρες δεν κλαίνε» ήταν το πρώτο σχόλιο που άκουσε από το στόμα του κυρ Θανάση του καφετζή. Το οξυζενέ άφριζε πάνω στο γόνατο του Γιάννη και τα δάκρυά του βουβά κυλούσαν πάνω στα χλωμά του μάγουλα. Παιδί της πόλης ο Γιάννης χλωμός, μετρημένος, κλεισμένος στον εαυτό του αφού όλο τον χρόνο ζούσε κλεισμένος στο διαμέρισμα. Όταν πήγαινε στο χωριό με την γιαγιά και τον παππού όλα ήταν αλλιώτικα. Κάθε μέρα μάθαινε και κάτι νέο. Η επαφή του με την φύση τον έκανε άλλο παιδί. Η φιλία του με τον Κώστα τον έκανε θαρραλέο. Ο Γιάννης πολύ ήθελε να μοιάσει στον Κώστα που έτρεχε στις πέτρες και στα χώματα με τις σαγιονάρες χωρίς να σκουντουφλά, που έπαιζε ποδόσφαιρο στην αυλή του σχολείου σκαρφαλώνοντας από τα κάγκελα, που βοηθούσε τον πατέρα του στον τρύγο φορώντας ένα κόκκινο ξεθωριασμένο καπέλο χωρίς να τον κυνηγά κανείς να βάλει αντηλιακό.
Η φιλία του Γιάννη και του Κώστα ωρίμαζε χρόνο με τον χρόνο, καλοκαίρι με καλοκαίρι. Ο Κώστας όταν έκλειναν τα σχολεία, περίμενε με ανυπομονησία τον φίλο του τον πρωτευουσιάνο. Όταν κατέβαινε από το αυτοκίνητο των γονιών του ο Γιάννης το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τρέξει μέχρι την πλατεία να βρει τον φίλο του. Κάθε χρόνο μετρούσαν τους ώμους τους να δουν πόσο ψήλωσαν, πόσο μεγάλωσαν την χρονιά που πέρασε.
Η Μαρία και η Χαρά ήταν κατά συνθήκη φίλες. Φίλες οι μανάδες τους στην Αθήνα από τότε που ήταν μικρά κορίτσια. Φίλες χωρίς δικαίωμα επιλογής η Μαρία και η Χαρά. Δύο διαφορετικοί χαρακτήρες που δεν είχαν τίποτα κοινό μεταξύ τους.
Η Μαρία ντροπαλή, λιγομίλητη και συνεσταλμένη. Φορούσε φορέματα και παπούτσια μπαλαρίνες. Τα μακριά της μαλλιά ήταν πιασμένα πάντα σε περίτεχνες κοτσίδες φιλοτεχνημένες από την γιαγιά της.
Η Χαρά ήταν προικισμένη με περίσσια ενέργεια. Αγαπούσε τον αθλητισμό. Από πολύ μικρή έκανε καθημερινές προπονήσεις στο κολυμβητήριο. Όταν έφτασε τα 9 ζήτησε να δοκιμάσει πολεμικές τέχνες στο γυμναστήριο που ήταν δίπλα στο σχολειό της. Τα μαλλιά της κομμένα κοντά τα ρούχα της και τα παπούτσια της πάντα αθλητικά. Καμάρι μου! Έλεγε ο πατέρας της .
Αχ τι θα την κάνουμε αυτή πολύ ζωηρή είναι! Έλεγε η μητέρα της μα κατά βάθος καμάρωνε την κόρη της που είχε τσαγανό.
Παράξενη που είναι η φύση…. Η Κατερίνα η μητέρα της Μαρίας ήταν μια δυναμική γυναίκα μονογονέας. Είχε αναθέσει την καθημερινή ρουτίνα της Μαρίας στην μάνα της. Η γιαγιά φύλακας άγγελος την έπαιρνε από το σχολείο, φρόντιζε το φαγητό της, το διάβασμα της, τις δραστηριότητες της τα απογεύματα μπαλέτο και Αγγλικά.
Η Μάρθα μητέρα της Χαράς ήταν μια συντηρητική γυναίκα πλασμένη για να φροντίζει την οικογένεια της. Ο λόγος του συζύγου ήταν νόμος, η Χαρά της, ήταν η χαρά της. Το γέλιο της και η περηφάνια της. Και αν κάποιες φορές δυσανασχετούσε με την συμπεριφορά της Χαράς ήταν γιατί δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τόση χαρά και τόση περηφάνια που έπαιρνε από το παιδί της που τόσο πολύ θα ήθελε να του μοιάζει μα δεν….
Εκείνο το καλοκαίρι η Κατερίνα η μητέρα της Μαρίας αποφάσισε να κάνει διακοπές κάπου ήσυχα με την κόρη της.
Η Μάρθα από την άλλη, δεν είχε δικαίωμα επιλογής, το πατρικό του άντρας της ήταν ο τόπος διακοπών τους κάθε χρόνο. Ένα πέτρινο σπίτι στην πλατεία απέναντι από την εκκλησία και το καφενείο του χωριού σε ένα ορεινό χωριό της Λακωνίας με πρόσβαση σε παραλίες αν κάποιος το ήθελε πραγματικά.
Η πρόσκληση ήρθε αυθόρμητα.
«Κατερίνα έλα με το παιδί να κάνουμε μαζί διακοπές. Το σπίτι είναι μεγάλο μας χωράει άνετα όλους. Τα κορίτσια θα χαρούν πολύ» είπε η Μάρθα.
Η Κατερίνα χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκε την πρόσκληση. Με την Μάρθα δεν ταίριαζε ιδιαίτερα μα τις ένωνε μια βαθειά αγάπη που είχε καλλιεργηθεί σε βάθος χρόνου. Της άρεσε η ιδέα η Μαρία να κάνει παρέα με την Χαρά να ξεφύγει από την αυστηρή καθημερινότητα που είχε επιβάλει η γιαγιά που την φρόντιζε.
Το ταξίδι ήταν συναρπαστικό η Λακωνική Γή έκρυβε πολλές ομορφιές. Ο Ταΰγετος όρθωνε το επιβλητικό ανάστημα του και προκαλούσε δέος στην Μαρία.
Η Χαρά σε όλο το ταξίδι έκανε σχέδια σε πόσα δέντρα θα σκαρφαλώσει πόσα σύκα θα φάει πόσες βουτιές θα κάνει πόσους νέους φίλους θα γνωρίσει. Στόχος της για αυτό το καλοκαίρι ήταν να μάθει ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες.
Έφτασαν μεσημέρι στο χωριό και αφού τακτοποιήθηκαν, η Χαρά, νωρίς το απόγευμα, πρότεινε στην Μαρία να πάνε βόλτα στο προαύλιο της εκκλησίας.
Η Χαρά είχε το σχέδιο της…. Ήξερε πως πολλά παιδιά έκαναν ποδήλατο τα απογεύματα εκεί και ήταν αποφασισμένη να δανειστεί ένα ποδήλατο και να κάνει μια βόλτα.
Φτάνοντας στο προαύλιο της εκκλησίας βρήκαν ένα ποδήλατο ακουμπισμένο στον πέτρινο τοίχο. Η Χαρά χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε, ανέβηκε με θάρρος και ξεκίνησε να κάνει πεντάλ. Η Μαρία έτρεχε πίσω της φοβισμένη….. «Μη! Τι κάνεις; Δεν είναι δικό σου! Θα πέσεις! Θα χτυπήσεις! Με τρομάζεις! Πάτα φρένο! Σταμάτα!»
Ήταν ήδη αργά! Η Χαρά έπεσε άτσαλα πάνω στο πρώτο δέντρο δεξιά. Το ποδήλατο καρφώθηκε στο δέντρο και η Χαρά βρέθηκε ξαπλωμένη στο μονοπάτι με τα χαλίκια.
Οι φωνές της Μαρίας ξεσήκωσαν παιδιά και μεγάλους που ήταν εκεί κοντά. Η Χαρά κατάπιε το παράπονό της, τον πόνο της και την τρομάρα της μόλις είδε το ματωμένο γόνατο της.
Κάποιος μεγάλος την πήρε αγκαλιά και την πήγε στο καφενείο για τις πρώτες βοήθειες.
«Μέχρι να παντρευτείς θα γιάνει» της είπε ο κυρ Θανάσης ο καφετζής ενώ τις έριχνε οξυζενέ στην πληγή.
«Το ποδήλατό μου!» ακούστηκε μια φωνή από το προαύλιο της εκκλησίας.
Ο Κώστας μπήκε έξαλλος στο καφενείο να αναμετρηθεί με τον κλέφτη, τον φταίχτη, τον άτιμο που του κατάντησε το ποδήλατο παλιοσίδερα.
«Πούντος;» είπε αναψοκοκκινισμένος.
«Το κορίτσι ψάχνεις;» είπε ο κυρ Θανάσης ο καφετζής που γιάτρευε πληγές σε λαβωμένα γόνατα τα καλοκαίρια που τα παιδιά αυγαταίνανε στο χωριό και όλα ήθελαν να μάθουν ποδήλατο.
«Τι να το κάνω το κορίτσι κυρ Θανάση; Ψάχνω αυτόν που έκλεψε το ποδήλατο μου και το κάρφωσε στο δέντρο. Πούντος; ; έφυγε; την κοπάνησε μωρέ; δεν βρέθηκε κανείς να τον σταματήσει;» ο Κώστας σαν μαινόμενος ταύρος φυσούσε ξεφυσούσε και αναστέναζε.
«Εγώ δανείστηκα το ποδήλατο σου. Δεν ήξερα ότι είσαι τσιγκούνης. Πως κάνεις έτσι μωρέ;» Η απάντηση της Χαράς ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία.
Ο Κώστας δεν έβρισκε λόγια να πει…. «Από πότε οι πρωτευουσιάνες έχουν τόσο τσαγανό. Άκου γλώσσα η μικρή! Έχε χάρη που είναι κορίτσι και έχει όμορφα μάτια» σκέφτηκε…
Σε μια καρέκλα παραδίπλα η Μαρία έκλαιγε με μαύρο δάκρυ.
«Χτύπησες και εσύ;» την ρώτησε ο Κώστας.
«Όχι όχι εγώ τρόμαξα! Την κυνηγούσα της φώναζα να σταματήσει και αυτή δεν με άκουγε» είπε η Μαρία με παράπονο.
Ο Κώστας κοίταζε πότε τις κοτσίδες της Μαρίας, πότε τα μάτια της Χαράς.
«Κορίτσια! Μπελάδες!» σκέφτηκε και αναστέναξε.
Στην παρέα προστέθηκε και ο Γιάννης διστακτικός στην αρχή, μα πήρε θάρρος γρήγορα όταν η Χαρά του έλεγε τα σχέδια της για τις μέρες των διακοπών.
Ο Γιάννης μαγεύτηκε από τα μάτια της Χαράς από το θάρρος της και τον ενθουσιασμό της. Ότι έλειπε από εκείνον το είχε η Χαρά.
Ο κυρ Θανάσης ο καφετζής είχε να το λέει και να κάνει σύγκριση.
«Γιαννάκη, το βλέπεις το κοριτσάκι; Κιχ δεν έβγαλε με το οξυζενέ στο ματωμένο γόνατο. Θυμάσαι τα δικά σου τα χαΐρια;»
«Ναι αλλά εγώ έμαθα ποδήλατο μετά το πέσιμο κυρ Θανάση» είπε με περηφάνια ο Γιάννης.
«Τι θέλεις να πεις ότι εγώ δεν έμαθα; Φέρτε μου ένα ποδήλατο να σας δείξω» είπε η Χαρά κατευθυνόμενη κουτσαίνοντας στον τοίχο της εκκλησίας.
Ο Κώστας στεκόταν παραπέρα μαγεμένος από τις κοτσίδες της Μαρίας. Αυτό το κορίτσι ήταν τόσο διαφορετικό… ήρεμη, γαλήνια, γλυκιά. Πρωτευουσιάνα με τα όλα της! Δεν έμοιαζε σε τίποτα στο άλλο κορίτσι το αγριοκάτσικο την φίλη της.
Ο Κώστας επέστρεψε στην πραγματικότητα από τις φωνές του Γιάννη.
«Δεν έχουμε ποδήλατα για παλιοσίδερα εδώ! Κάνε μας την χάρη! Κερνάω πορτοκαλάδα. Θές;»
Ο Κώστας και η Χαρά, ο Γιάννης και η Μαρία καθισμένοι στο καφενείο του κυρ Θανάση μια δεκαετία μετά, αγκαλιάζονται, γελάνε, απολαμβάνουν στιγμές στο ορεινό χωριό της Λακωνίας.
Ο κυρ Θανάσης ο καφετζής, στον δίσκο με τις μπύρες έφερε και το μπουκαλάκι με το οξυζενέ.
«Παιδιά; Πονάει κανείς; Που να βάλω οξυζενέ; Αχ ξέχασα! το οξυζενέ δεν κάνει για λαβωμένες καρδούλες!» είπε γελώντας και έφυγε.
«Ποιο το χρώμα της αγάπης ποιος θα μου το βρει;
Νά΄ναι κόκκινο σαν ήλιος θα καίει σαν φωτιά, κίτρινο σαν το φεγγάρι θα χει μοναξιά. Να χει του ουρανού το χρώμα θα΄ναι μακριά….» τραγουδούσε το ηχείο πάνω από τα κεφάλια τους…..