Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 8ο μέρος

«Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος[1]», είχε σχολιάσει ο αρχαίος Έλληνας ποιητής Μένανδρος και όντως η Κρινιώ, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, είχε πάψει πλέον να ζει και βρισκόταν εγκλωβισμένη στον άγριο και δαιδαλώδη λαβύρινθο των ψεμάτων και ραδιουργιών της.

Ο φόβος δεν την εγκατέλειπε ούτε για μια στιγμή. Δεν της επέτρεπε να βγει από το σπίτι της, να κοιμηθεί, να εργαστεί ή να περιποιηθεί τον εαυτό της.

Άγρυπνη, κρυφοκοιτούσε διαρκώς έξω από το παράθυρό της τις δυο μορφές που εναλλάσσονταν ως φρουροί, ενσαρκώνοντας τις Ερινύες που της υπενθύμιζαν τα εγκλήματά της.

Η ψυχραιμία και η αυτοκυριαρχία της είχαν χαθεί και αρκούσε το κουδούνισμα του τηλεφώνου, ένας τυχαίος χτύπος από το διπλανό διαμέρισμα ή ακόμα και το κορνάρισμα ενός αυτοκινήτου για να πανικοβληθεί.

Το σπίτι της είχε μετατραπεί σε μια άτυπη φυλακή, καθώς ένα βαρύ έπιπλο που είχε τοποθετηθεί πίσω από την εξώπορτα, απέτρεπε την είσοδο ή την έξοδο, ενώ οι κουρτίνες στα παράθυρα ήταν μονίμως κλειστές και όταν νύχτωνε, ένα πορτατίφ φώτιζε ελάχιστα τον χώρο.

Έτσι κύλησε και ο δεύτερος μήνας και καθώς οι προμήθειες σε τρόφιμα και βασικά αγαθά τέλειωσαν, παρά την ελάχιστη κατανάλωση που έκανε η Κρινιώ, η πείνα σε συνδυασμό με την πολυήμερη αϋπνία κατέβαλλαν τις δυνάμεις της.

Εξασθενημένη και ταλαιπωρημένη, κατέληξε λοιπόν να βυθίζεται τις περισσότερες ώρες της ημέρας σ’ έναν ταραχώδη, εφιαλτικό ύπνο και η κατάστασή της χειροτέρευε συνεχώς.

Παρόλο πάντως που έμοιαζε να μην υπάρχει επιστροφή στην κανονικότητα, άξαφνα η Κρινιώ, ξύπνησε στιγμιαία από τον λήθαργό της και αποφάσισε να αντιδράσει και να αντιμετωπίσει τους φόβους της.

Το ίδιο κιόλας βράδυ, επομένως μεταμορφώθηκε στον παλιό αγέρωχο εαυτό της, βγήκε από το διαμέρισμά της, κατέβηκε στον δρόμο και πλησίασε τον μασκοφόρο.

«Τι θέλεις;» τον ρώτησε, συγκεντρώνοντας κάθε ρανίδα θάρρους που μπορούσε να αντλήσει από την ταραγμένη ψυχή της. «Γιατί με κυνηγάς; Τι ζητάς από εμένα;»

Η μορφή όμως δεν απάντησε. Στεκόταν εκεί, αμίλητη και ευθυτενής ωσάν να ήταν ο παρελθοντικός αντικατοπτρισμός της σ’ έναν καθρέφτη.

Η Κρινιώ επανέλαβε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά την ερώτησή της, αλλά ο άνθρωπος που κρυβόταν πίσω από τη μάσκα εξακολουθούσε να σιωπά και εκείνη – απελπισμένη και τρομαγμένη – κυριεύτηκε ξανά από τους φόβους της που της στέρησαν κάθε λογική αντίδραση και την παρέσυραν εκεί ακριβώς που είχε σχεδιάσει ο Ζαννής με τους συνεργάτες του.

Οι φωνές της μετατράπηκαν βαθμιαία σε κραυγές και ξεσήκωσαν τους γείτονες που είτε βγήκαν στα μπαλκόνια για να δουν τι συμβαίνει, είτε κατέβηκαν στον δρόμο, είτε ειδοποίησαν την Αστυνομία. Σε κατάσταση παραφροσύνης, η Κρινιώ ούρλιαζε, χτυπούσε με τις γροθιές της τον μασκοφόρο – που οι υπόλοιποι θεωρούσαν ότι ήταν απλώς ένας καλλιτέχνης του δρόμου – και έλεγε ακατάληπτες φράσεις που αν και αρχικά δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα, σύντομα αποκάλυψαν στους αστυνομικούς που έσπευσαν στο σημείο, την αλήθεια που έκρυβε τόσον καιρό.

«Ναι!! Εγώ το έκανα!!» έλεγε. «Εγώ. Και ξέρεις γιατί; Επειδή του άξιζε, Επειδή εκμεταλλεύτηκε την έμπνευσή μου. Έπρεπε να πληρώσει και δεν μετανιώνω γι’ αυτό».

Οι λέξεις ασύνδετες στην αρχή, βρήκαν σταδιακά τον ειρμό τους και σχημάτισαν ενώπιον όλων το περίγραμμα μιας εγκληματικής ιστορίας που ανασυντέθηκε με κάθε λεπτομέρεια τις επόμενες ημέρες, χάρη στη βοήθεια των θεραπόντων ιατρών της Κρινώς στο ψυχιατρείο, όπου την οδήγησαν οι αστυνομικοί.

Οι έρευνες που ακολούθησαν, δεν άφησαν πια κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τον αληθινό ένοχο και οι Αρχές αναγκάστηκαν να ζητήσουν συγγνώμη από τον Ζαννή που αποφυλακίστηκε και ανέκτησε τη ζωή του και τη χαμένη αξιοπρέπειά του. Οι εφημερίδες αποκατέστησαν το όνομά του και το θέμα της δικαστικής αυτής πλάνης απασχόλησε για μεγάλο διάστημα την κοινή γνώμη.

Έναν χρόνο αργότερα από τη δραματική εκείνη νύχτα, η υπόθεση είχε ξεχαστεί, ο Ζαννής εγκαινίασε μια νέα έκθεση με έργα του εμπνευσμένα από την περίοδο φυλάκισής του και οι κριτικοί τέχνης εξύμνησαν το ταλέντο του, τονίζοντας τη μοναδική και πρωτοποριακή τεχνική του. Ο νεαρός καλλιτέχνης κατατάχθηκε στους σημαντικότερους ζωγράφους της εποχής του, άφησε στο παρελθόν όσα τον πλήγωσαν και ζούσε πλέον το όνειρό του.

Όσον αφορά την Κρινιώ, εκείνη έγκλειστη στο ψυχιατρείο, παραδομένη στα δεσμά της σχιζοφρένειας, εγκαταλελειμμένη και χαμένη σ’ έναν δικό της αλλόκοτο κόσμο, απαλλάχθηκε από τους εφιάλτες της, επιλέγοντας να απαγχονιστεί μ’ ένα αυτοσχέδιο σκοινί που έφτιαξε σκίζοντας τα σεντόνια της.

Έτσι έκλεισε η αυλαία αυτής της ιστορίας που γεννήθηκε από τον πόθο της εκδίκησης, την έλλειψη ειλικρίνειας και την κυριαρχία των προστατευμένων μυστικών.  

ΤΕΛΟΣ

Συνταγή της Αμβροσίας: Βάθος και επιφάνεια

Υλικά:

2 φέτες πεπόνι

2 κούπες φρέσκα δαμάσκηνα

1 κούπα μαύρα σταφύλια (χωρίς κουκούτσια)

1 μάνγκο

3 κούπες μους σοκολάτας

Λικέρ σταφύλι

Τριμμένο φιστίκι Αιγίνης

Εκτέλεση:

Κόβουμε το πεπόνι, τα δαμάσκηνα και το μάνγκο σε κύβους και τα βάζουμε μαζί με τις ρόγες σταφυλιού σ’ ένα μεγάλο μπολ. Τα ραντίζουμε με λίγες σταγόνες από το λικέρ και τα ανακατεύουμε. Στη συνέχεια τα τοποθετούμε σε άλλο μπολ, όπου έχουμε στρώσει τις 2 κούπες από τη μους σοκολάτας. Πασπαλίζουμε με φιστίκι Αιγίνης, καλύπτουμε με την υπόλοιπη μους και γαρνίρουμε με σαντιγί και φιστίκι Αιγίνης.

Διατηρούμε το γλυκό στο ψυγείο.


[1] Η ζωή που φοβάται τη ζωή, δεν είναι ζωή.