Γράφει ο Ερμής:
Μοσχομύριζε ο δρόμος κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα του μικρού αρωματοπωλείου που βρισκόταν στην άκρη του τετραγώνου. Οι παλαιότεροι κάτοικοι της γειτονιάς θυμόντουσαν ότι κάποτε ο ίδιος χώρος στέγαζε το χρωματοπωλείο του κου Σπύρου. Την τελευταία δεκαετία όμως εκείνος είχε συνταξιοδοτηθεί και το κατάστημα είχε μετατραπεί από τη χημικό εγγονή του, την Κρινιώ, σ’ έναν ναό αρωμάτων που πάντρευε το παλιό με το νέο και τη νοσταλγία με το βλέμμα στο μέλλον.
Βασισμένη στις γνώσεις που απέκτησε κατά τη διάρκεια των σπουδών της, η νεαρή ιδιοκτήτρια χρησιμοποιούσε αιθέρια έλαια, αποστάγματα ανθέων, βάλσαμο και άλλα υλικά και παρασκεύαζε αρώματα που ταξίδευαν νοερά τους πελάτες της σε κάθε γωνιά και κάθε εποχή.
«Η μυρωδιά έχει μνήμη», υποστήριζε και γι’ αυτό οσάκις δημιουργούσε ένα νέο άρωμα, φρόντιζε να προσθέτει ένα ιδιαίτερο υλικό που το ξεχώριζε από τα προηγούμενα και του έδινε μια αίσθηση μοναδικότητας.
Φροντίζοντας δε και την παραμικρή λεπτομέρεια, επέλεγε προσεκτικά το μπουκαλάκι που θα φυλούσε στο εσωτερικό του κάθε άρωμα και συνάμα σκαρφιζόταν δυο – τρεις αινιγματικές φράσεις που αναγράφονταν επάνω στην ετικέτα και το έδεναν με την υπόσχεση μιας ανάμνησης.
Οι περισσότεροι πελάτες διάβαζαν αυτές τις φράσεις και τις ξεχνούσαν αμέσως, ενώ άλλοι δεν αντιλαμβάνονταν καν την ύπαρξή τους. Μόνο ένας άνθρωπος και συγκεκριμένα ένας ζωγράφος ήταν εκείνος που όχι μόνο εστίαζε σε αυτές, αλλά εμπνεόταν και δημιουργούσε τους δικούς του πίνακες.
Η Κρινιώ αγνοούσε φυσικά την επιρροή των φράσεων της και καθώς ο νεαρός ζωγράφος ήταν άσημος, οι πίνακές του παρέμεναν κρυμμένοι και αθέατοι στο μικρό ατελιέ του. Ήρθε όμως κάποτε η στιγμή που το ταλέντο του αναγνωρίστηκε και του δόθηκε η ευκαιρία να οργανώσει την πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής.
Χαρούμενος και ευτυχισμένος με το ανέλπιδο δώρο της τύχης, προσκάλεσε στα εγκαίνια όλους όσους γνώριζε, συμπεριλαμβανομένης και της γυναίκας που μέχρι τότε τον συναντούσε σαν έναν τακτικό πελάτη του αρωματοπωλείου της.
Φιλότεχνη, αλλά και με αισθήματα ευγενικής ανταπόδοσης προς τον νεαρό καλλιτέχνη που προτιμούσε πάντοτε το κατάστημά της για τις αγορές του, η Κρινιώ δεν δίστασε να αποδεχτεί την πρόσκληση και να παραστεί στα εγκαίνια, όπου την περίμενε μια ευχάριστη, αλλά και κατά κάποιον τρόπο δυσάρεστη έκπληξη, αφού γρήγορα κατάλαβε τη σύνδεση των αρωμάτων της με τη θεματογραφία του ζωγράφου.
Η πρώτη της αυθόρμητη αντίδραση ήταν να νιώσει υπερήφανη και κολακευμένη που είχε επηρεάσει τον καλλιτέχνη, αλλά όταν είδε τις τιμές κοστολόγησης των πινάκων, την ένθερμη ανταπόκριση των επισκεπτών της Έκθεσης και των κριτικών, ένα κύμα φθόνου λάβωσε την καρδιά της. Ο πόνος για τη χαμένη δόξα, το χρηματικό αντίτιμο και κυρίως το γεγονός ότι δεν είχε αναφερθεί πουθενά το όνομά της ήταν τόσο μεγάλος που απαίτησε γρήγορη και σκληρή εκδίκηση.
Οξυδερκής και ψύχραιμη, φρόντισε ωστόσο να κρύψει από τους παρευρισκόμενους τα αισθήματά της και παρέμεινε στη γκαλερί τόσο όσο χρειαζόταν για να αντλήσει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες που θα τη βοηθούσαν να οργανώσει το τέλειο σχέδιο εκδίκησης. Ένα σχέδιο που θα δίδασκε στον Ζαννή, τον νεαρό ζωγράφο ότι ποτέ και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να την αψηφήσει, αφού αγαπώντας υπερβολικά τη δόξα και το χρήμα και αρνούμενη να παραδεχθεί τη ματαιοδοξία της, δεν άντεχε καν στη σκέψη να φορά κάποιος από τους πελάτες της ένα άρωμα που είχε δημιουργήσει η ίδια και να μην αναφέρει το αρωματοπωλείο της σε πιθανό ερώτημα που θα δεχόταν.
Όσον αφορά δε τα χρήματα, ήταν τόσο προσεκτική με τα έξοδα και αντίστοιχα την αποταμίευση που ακόμα και η αδελφή της δεν δίσταζε να την χαρακτηρίσει φιλάργυρη και φιλοχρήματη.
Ο Ζαννής επομένως είχε αγγίξει εν αγνοία του τις δυο πιο ευαίσθητες χορδές της και όπως ήταν φυσικό η οργή φούντωσε στην ψυχή της σαν τα κύματα της φουρτουνιασμένης θάλασσας.
Μέχρι εκείνο το απόγευμα που η Κρινιώ πήγε στην έκθεση ζωγραφικής, κανείς δεν είχε τολμήσει να την εξαπατήσει ή να την εκμεταλλευτεί με οποιονδήποτε τρόπο. Κανείς, εκτός από αυτόν τον άσημο καλλιτέχνη που τόλμησε να καπηλευτεί τις σκέψεις και την έμπνευσή της και να της πετάξει το γάντι σε μια μονομαχία που η ίδια ήταν υποχρεωμένη να αποδεχτεί και να νικήσει.
Θυμωμένη και νιώθοντας έντονα αδικημένη, έμεινε όλη τη νύχτα άυπνη προσπαθώντας να βρει την καταλληλότερη τιμωρία για τον νεαρό ζωγράφο. Μια τιμωρία που θα ικανοποιούσε τον πληγωμένο εγωισμό της και παράλληλα θα της έδινε τη δυνατότητα να παραμείνει στην αφάνεια, ώστε ο Ζαννής να μην την κατηγορήσει και να μην μάθει ποτέ ότι ευθυνόταν η ίδια για τη διάλυση των προσδοκιών και των ονείρων του.
Δυστυχώς όμως και παρ’ όλες τις αδιάκοπες προσπάθειές της καμιά λύση δεν φαινόταν σωστή ή ικανή να επιφέρει το αποτέλεσμα που ποθούσε.
Ώσπου μια σατανική ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό της. Μια ιδέα που για να υλοποιηθεί, απαιτούσε μεγάλη τόλμη και κυρίως κυνισμό, δολιότητα και κακία. Μια ιδέα που την ανάγκαζε να προσπελάσει τους ηθικούς της φραγμούς και να μετατραπεί σε μια τερατώδη μορφή, ξυπνώντας στην καρδιά και το μυαλό της τα χειρότερα και βιαιότερα ένστικτά της.
Μια ιδέα τέλος που κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού και της εκτέλεσής της θα τη βύθιζε στο έρεβος, αλλά με την υλοποίηση και πραγμάτωσή της θα της χάριζε ψυχική ηρεμία ανοίγοντάς της τις πύλες μιας ουράνιας ευφορίας.
Αμφιταλαντευόμενη και συγκρίνοντας τα υπέρ και τα κατά σε μια άηχη συνομιλία με τον εαυτό της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκδίκηση ήταν εξαιρετικά σημαντική για εκείνη. Ένας μονόδρομος που θα της προσέφερε ανείπωτη χαρά και θα αποκαθιστούσε τη δικαιοσύνη.
Έτσι, παραμέρισε τους όποιους συνειδησιακούς ενδοιασμούς της και έθεσε σε άμεση εφαρμογή το σχέδιό της, ώστε όταν θα επισκεπτόταν ξανά ο Ζαννής το αρωματοπωλείο της, να είναι έτοιμη για να τον παγιδεύσει και να τον παρασύρει στην καταστροφή του.
«Τύμμα τύμματι τίσαι[1]», σχολίασε ο Αισχύλος, ο σπουδαίος τραγικός ποιητής και η Κρινιώ ένιωθε ότι είχε πληγωθεί τόσο πολύ από τη συμπεριφορά του Ζαννή που της ήταν αδύνατον να αφήσει ατιμώρητη την προσβολή.
Το μέσο παγίδευσης υπήρχε ήδη και δεν χρειαζόταν να ψάξει γι’ αυτό, αφού ο ίδιος ο Ζαννής είχε φροντίσει εδώ και καιρό να προετοιμάσει το έδαφος και να γίνει το οικειοθελές θύμα της έμπνευσής του.
Οι φράσεις με τις οποίες συνόδευε η Κρινιώ τα αρώματά της και οι οποίες αποτελούσαν την πηγή της θεματικής του Ζαννή για τους πίνακές του, ήταν εκείνες που θα λειτουργούσαν ως το όπλο που θα πλήγωνε τον νεαρό ζωγράφο.
Το σχέδιο της Κρινιώς ήταν επομένως απλό και εμπνευσμένο από μια ιστορία που είχε διαβάσει κάποτε σ’ ένα μυθιστόρημα. Ο Ζαννής θα ενοχοποιούταν για μια σειρά παράνομων πράξεων, προκειμένου να συλληφθεί, να καταδικαστεί και να οδηγηθεί στη φυλακή. Η τιμωρία ήταν ομολογουμένως εξαιρετικά σκληρή και άδικη, αλλά η Κρινιώ δεν ένιωθε τύψεις, επειδή θεωρούσε ότι ο Ζαννής είχε κλέψει την έμπνευσή της και είχε «σκοτώσει» την ευκαιρία της να αποδείξει τη δύναμη και την πρωτοτυπία των δημιουργιών της.
Από τη σχηματοποίηση επομένως της ιδέας, πέρασε αμέσως στην εφαρμογή της και έτσι τις επόμενες ημέρες μελέτησε διεξοδικά το αστυνομικό δελτίο, προσπαθώντας να εντοπίσει εγκλήματα που είχαν κοινά χαρακτηριστικά και θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκτελεσθέντα από τον ίδιο άνθρωπο.
Έπειτα από ενδελεχή μελέτη κατάφερε λοιπόν να ομαδοποιήσει πέντε ληστείες που είχαν πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα και σε κοντινή απόσταση από το ατελιέ του Ζαννή.
Οι συγκεκριμένες ληστείες είχαν γίνει σε ένα κοσμηματοπωλείο, ένα ενεχυροδανειστήριο, ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, ένα παλαιοπωλείο και ένα βιβλιοπωλείο.
Ο ληστής έδρασε σε όλες τις περιπτώσεις μόνος του και ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο. Έμπαινε στο κατάστημα ως πελάτης, λίγο πριν το κλείσιμο και με την απειλή ενός όπλου άδειαζε το ταμείο.
Τα χαρακτηριστικά του ήταν καλυμμένα από ένα καπέλο, μεγάλα μυωπικά γυαλιά με φωτοχρωμικούς φακούς και μακριά γενειάδα, ενώ φρόντιζε να καταστρέφει την κάμερα βιντεοσκόπησης του καταστήματος, προτού φύγει με τη λεία του. Μια λεία φυσικά ουδόλως ευκαταφρόνητη, αφού εκτός από τις χρηματικές εισπράξεις, είχε αφαιρέσει μεγάλης αξίας κοσμήματα από το κοσμηματοπωλείο και το ενεχυροδανειστήριο.
Οι εφημερίδες περιέγραφαν λεπτομερώς ορισμένα από αυτά και η Κρινιώ εκμεταλλεύτηκε κάθε διαθέσιμη πληροφορία για να πλέξει τον ιστό της.
Επέλεξε με ιδιαίτερη προσοχή τις λέξεις που χρησιμοποίησε για να γράψει τις φράσεις των ετικετών της, τις συνέδεσε νοηματικά με τις ληστείες και στη συνέχεια τις κόλλησε στα μπουκαλάκια αρωμάτων που προσέδιδαν μια εξωτική, μυστηριώδη και σπάνια αίσθηση, ώστε ο Ζαννής, να μην καταφέρει να αντισταθεί στη μαγεία τους.
Έτσι, όταν το ανυποψίαστο θύμα της επισκέφθηκε έπειτα από μια εβδομάδα το αρωματοπωλείο της, η Κρινιώ ήταν πανέτοιμη και είχε οργανώσει στην εντέλεια το σχέδιο εξαπάτησης και χειραγώγησής του.
«Μια λευκή καρδιά που ζει στην αιωνιότητα και αναμένει την κίσσα που θα έρθει να την κλέψει».
Ο Ζαννής διάβαζε και ξαναδιάβαζε τη συγκεκριμένη φράση και αδυνατούσε να συλλάβει το βαθύτερο νόημά της.
Το μπουκαλάκι ήταν μικρού μεγέθους, μαύρο στη βάση και έφερε ένα λευκό κρυστάλλινο πώμα, ενώ το άρωμα ήταν ιδιαίτερα έντονο και μεθυστικό και έδινε μια αίσθηση μυστηρίου και παραδοξότητας.
Συνειρμικά, η εικόνα οδήγησε τον Ζαννή στην αντίθεση του φωτός και της σκιάς, της αλήθειας και του ψέματος, του ορατού και του αόρατου.
Γιατί όμως η φράση αναφερόταν στην κίσσα και όχι σε κάποιο άλλο πουλί;
Ο Ζαννής έσπαγε το κεφάλι του για να καταλάβει, αλλά οι προσπάθειές του ήταν μάταιες. Θα μπορούσε βέβαια να ρωτήσει την Κρινιώ, αλλά δεν ήθελε να της αποκαλύψει το μυστικό του και να παραδεχτεί ότι οι φράσεις της ήταν η πηγή της έμπνευσής του.
Έπρεπε να ανακαλύψει μόνος του ποιος ήταν ο ρόλος της κίσσας και γι’ αυτό – μην έχοντας άλλη επιλογή – αποφάσισε να ανατρέξει στο Διαδίκτυο, προκειμένου να εντοπίσει κάποιον συνδετικό κρίκο.

Και……….. Ιδού……
«Η κλέφτρα κίσσα!!!» Η όπερα του Τζοακίνο Ροσσίνι που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το 1817, ήταν εκείνη που παρέδωσε στα χέρια του Ζαννή τον μίτο των νέων δημιουργιών του.
Η Κρινιώ του είχε αναφέρει άλλωστε ότι είχε ξεκινήσει να παρασκευάζει μια σειρά αρωμάτων με τίτλο «Ο κλέφτης της Καρδιάς» και ο Ζαννής σκέφτηκε ότι θα ήταν καλή ιδέα να μιμηθεί το παράδειγμά της και να ζωγραφίσει μια σειρά από πίνακες που θα συνέθεταν στο σύνολό τους μια ιστορία.
Μια ιστορία βέβαια που δεν θα αφηγούταν ένα ερωτικό παραμύθι, αλλά θα εξέφραζε ένα βαθύτερο κοινωνικό μήνυμα. Η καρδιά θα αναπαριστούσε την αγνότητα, την αθωότητα και την ευγένεια ενός ανθρώπου που είχε βαρεθεί να αντιμετωπίζει την μιαρότητα της κοινωνίας και πρόσμενε μια ευκαιρία ή μάλλον κάποιον που θα τον ωθούσε να υπερβεί τα συνειδησιακά προσκόμματα και να τολμήσει να υπερπηδήσει τις ηθικές αναστολές του. Η λευκή καρδιά θα παρέπεμπε στο φως της δικαιοσύνης, ενώ η κίσσα στον κλέφτη, στον διώκτη, στον παράνομο, στον θύτη, στον κομιστή της αδικίας και της κακίας.
Ο Ζαννής θεώρησε καταπληκτική την ιδέα του και αποφάσισε ότι η επόμενη έκθεσή του θα περιείχε μια σειρά από πίνακες με πρωταγωνιστές το θύμα και τον θύτη, όπου ο ρόλος του τελευταίου θα ήταν εμπνευσμένος από τους δαίμονες των εφτά θανάσιμων αμαρτημάτων.
Τον Αζαζέλ, τον Λεβιάθαν, τον Σατανά, τον Βηλφεγώρ, τον Μαμμωνά, τον Βελζεβούλ και τον Ασμοδαίο. Τους δαίμονες δηλαδή της αλαζονείας, της ζηλοφθονίας, της οργής, της οκνηρίας, της απληστίας, της λαιμαργίας και της λαγνείας.
Τις επόμενες ημέρες ο Ζαννής δούλευε ακατάπαυστα και κάθε πίνακας που ζωγράφιζε ήταν αναμφισβήτητα καλύτερος από τον προηγούμενο, αφού, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει την τεχνική του κιαροσκούρο, δημιούργησε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις φωτεινές και σκοτεινές επιφάνειες και ενίσχυσε την έννοια της αντίθεσης ανάμεσα στον θύτη και το θύμα, τους δυο δηλαδή ήρωες που πρωταγωνιστούσαν στο ζωγραφικό του μοτίβο.
Παράλληλα, η ίδια η επιλογή αυτής της τεχνικής που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους ζωγράφους του 17ου αιώνα, παρέπεμπε συνειρμικά στο παρελθόν, όπως ακριβώς δηλαδή και η αιώνια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό και την αθωότητα και τη δολιότητα που ήταν η κεντρική ιδέα των πινάκων.
Συνεπαρμένος και υπερήφανος για το έργο του, ο Ζαννής πήγαινε λοιπόν καθημερινά στο αρωματοπωλείο, επιζητώντας να μάθει αν η Κρινιώ είχε παρασκευάσει κάποιο νέο άρωμα που θα πρόσθετε μια διαφορετική πινελιά στη σύνθεσή του.
Εκείνη βέβαια, όντας αρκετά έξυπνη και προϊδεασμένη πλέον για τους σκοπούς του νεαρού ζωγράφου, φρόντισε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να αναπτύξει σταδιακά μια φιλική σχέση μαζί του.
Μια σχέση που της επέτρεψε να βρει την ευκαιρία για να επισκεφθεί το ατελιέ του, να εκμαιεύσει λεπτομέρειες για το έργο του και να επιβεβαιώσει ότι η παγίδα της είχε λειτουργήσει.
Παρατηρώντας όμως τους πίνακες, η Κρινιώ ανακάλυψε ότι υπήρχε δυστυχώς ένα μεγάλο πρόβλημα.
Ο Ζαννής δεν αναπαριστούσε τις σκηνές των εγκλημάτων που του είχε περιγράψει εκείνη, βάσει του αστυνομικού δελτίου, αλλά είχε πλάσει μια φανταστική ιστορία.
Η Κρινιώ είχε επιλέξει πέντε απλές ληστείες, ενώ ο Ζαννής αυτονομήθηκε και κινήθηκε σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο. Όφειλε λοιπόν να βρει έναν τρόπο για να τον χειραγωγήσει και να τον επαναφέρει στον δρόμο που ήθελε η ίδια. Πώς όμως; Ο Ζαννής είχε δουλέψει με απίστευτη ταχύτητα και καθώς είχαν περάσει αρκετές ημέρες μέχρι να καταφέρει η Κρινιώ να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να τον επισκεφθεί στο ατελιέ του, εκείνος είχε ολοκληρώσει σχεδόν το ήμισυ του έργου του.
«Εφτά πίνακες», της είχε πει. Εφτά πίνακες που αντιστοιχούσαν στους εφτά δαίμονες, καίτοι τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα και τα εφτά πάθη. Ζηλοφθονία, οργή, οκνηρία, απληστία, λαιμαργία λαγνεία και αλαζονεία.
Ο βασικός του ήρωας ήταν ένας έντιμος, ευγενής, ειλικρινής και φιλότιμος άνδρας που, ενώ προσπαθούσε πάντοτε να ακολουθεί τον σωστό δρόμο και να ζει ήρεμα, αντιμετώπιζε διαρκώς προβλήματα από τη συμπεριφορά των εφτά αδελφών του που ο καθένας τους ήταν επιρρεπής σ’ ένα από τα προαναφερθέντα αμαρτήματα.
Κάθε πίνακας αναπαριστούσε επομένως μια σκηνή από τις πράξεις των αμαρτωλών αδελφών, ενώ κοινή παρουσία σε όλους ήταν ο καλός αδελφός, ο οποίος κρατώντας μια λευκή καρδιά στο χέρι και φορώντας μια μάσκα που είχε τη μορφή της κίσσας, τους δολοφονούσε.
Οι πίνακες, καθώς και η σύλληψη της ιδέας ήταν μοναδικοί και η Κρινιώ δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ο Ζαννής ήταν εξαιρετικός ζωγράφος, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αντλούσε την έμπνευσή του από τις φράσεις της.
Η πληγωμένη της όμως αξιοπρέπεια σε συνδυασμό με τον εγωισμό και το πείσμα της δεν της επέτρεπαν να υποχωρήσει. Ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί και γι’ αυτό όφειλε να συνδέσει τον Ζαννή ως τον θύτη των εγκλημάτων. Ως εκείνον που αποφάσισε να γίνει τιμωρός και να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του και αφού ο ίδιος δεν είχε αδέλφια, τροποποίησε αναγκαστικά το σχέδιό της και του έδωσε τον ρόλο του συνανθρώπου, εκείνου δηλαδή που δεν άντεχε πλέον να αντικρίζει την αδικία και να είναι αμέτοχος και άβουλος στην κακοποίηση και το έγκλημα.
Παρασυρμένη δε από το πάθος της για εκδίκηση και γνωρίζοντας ότι κανένας από τους δολοφόνους των συγχρόνων εγκλημάτων δεν φορούσε μάσκα κίσσας, ούτε κρατούσε λευκή καρδιά, η Κρινιώ αποφάσισε να κάνει οτιδήποτε χρειαζόταν για να φθάσει μέχρι το τέλος, έστω και αν αυτό σήμαινε ότι θα διέπραττε η ίδια τα εγκλήματα που ζωγράφιζε ο Ζαννής.
Ο αστυνόμος που είχε αναλάβει την υπόθεση αδυνατούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ξαφνικά είχε έρθει αντιμέτωπος με την εξιχνίαση εφτά δολοφονιών που αν και έδειχναν να έχουν εκτελεστεί από τον ίδιο δράστη, δεν είχαν ουσιαστικά κανένα άλλο κοινό στοιχείο που να υποδηλώνει το κίνητρο.
Παρόλο που δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες, οι καταγραφές από κάμερες ασφαλείας που ήταν τοποθετημένες είτε στους χώρους που είχαν βρεθεί τα θύματα, είτε σε παρακείμενα σημεία, έδειχναν ένα άτομο που φορούσε ένα μαύρο μακρύ και φαρδύ παλτό, μαύρα δερμάτινα γάντια και κάλυπτε το κεφάλι του με μια μάσκα που είχε τα χαρακτηριστικά ενός πουλιού και έμοιαζε με εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί σε περασμένους αιώνες για να προστατευτούν σε περιόδους επιδημιολογικής κρίσης.
Ο επικεφαλής αξιωματικός του τμήματος ανθρωποκτονιών είχε χάσει λοιπόν τον ύπνο του, αφού κάθε έγκλημα ήταν μεν πανομοιότυπο στην εκτέλεση, αλλά τα θύματα ήταν άγνωστα μεταξύ τους και δεν τα ένωνε κανένα στοιχείο, πέρα από το γεγονός ότι κατοικούσαν σε όμορες συνοικίες.
Ποιος ήταν επομένως ο δράστης και κυρίως ποιοι ήταν οι λόγοι που καθοδηγούσαν τις πράξεις του; Το ερώτημα παρέμενε αναπάντητο και οι έρευνες κατέληξαν σε αδιέξοδο, ιδίως όταν, έπειτα από τον εντοπισμό του έβδομου θύματος, δεν ακολούθησε κανένα άλλο.
Εφτά φόνοι και εφτά κάρτες στις οποίες είχε τυπωθεί με καλλιγραφικά γράμματα μια διαφορετική λέξη που αντιστοιχούσε σε κάθε νεκρό και έμοιαζε να δίνει έναν τίτλο στη ζωή του ή έστω να δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο την κατάληξή του.
Ζηλοφθονία, οργή, οκνηρία, απληστία, λαιμαργία, λαγνεία, αλαζονεία.
Σύμφωνα επομένως με τα αποτελέσματα των ερευνών καθένα από τα θύματα ήταν επιρρεπές σ’ ένα από τα παραπάνω αμαρτήματα.
Το πρώτο ήταν μια γυναίκα που ζήλευε σε βαθμό υστερίας τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Το δεύτερο, ένας ηλικιωμένος που ήταν διαρκώς θυμωμένος και διαπληκτιζόταν με όποιον άνθρωπο συναντούσε ακόμα και για ασήμαντη αφορμή. Το τρίτο, ένας υπάλληλος που αμελούσε τα καθήκοντά του. Το τέταρτο, ένας ιδιοκτήτης ακινήτων που αύξανε αδικαιολόγητα τα μισθώματα για τα σπίτια που ενοικίαζε. Το πέμπτο, μια εξηντάχρονη που λάτρευε μανιωδώς το φαγητό. Το έκτο, μια τριαντάχρονη που είχε τη φήμη ροπής προς τη φιληδονία και το έβδομο, ένας άνδρας που θεωρούσε ότι υπερείχε των πάντων.
Επρόκειτο λοιπόν για έναν περίπλοκο γρίφο που έκρυβε καλά τη λύση του.
Επειδή όμως δεν υπάρχει τίποτα που να μην φέρει μια λογική εξήγηση, ο επικεφαλής αξιωματικός των ερευνών δεν σταμάτησε να αναζητά τον συνδετικό κρίκο. Αυτόν που θα ένωνε τα κομμάτια του παζλ και θα αποκάλυπτε την εικόνα.
Δυστυχώς όμως ο καιρός περνούσε και καθώς δεν υπήρχε καμιά εξέλιξη, σταδιακά ο αστυνόμος άρχισε να πιστεύει ότι δεν θα έβρισκε ποτέ την άκρη του νήματος.
Ώσπου μια είδηση που διάβασε τυχαία σε μια εφημερίδα και συγκεκριμένα στη στήλη με τα καλλιτεχνικά, άναψε ένα μικρό φως στην άκρη του μυαλού του.
Το άρθρο αναφερόταν σε μια έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Αμάρτημα και κάθαρση» και σύμφωνα με τον συντάκτη, ο ζωγράφος είχε εμπνευστεί από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα.
Ο αστυνόμος προσπέρασε τις αναφορές για την τεχνοτροπία και τα διθυραμβικά σχόλια που είχε δεχθεί ο ζωγράφος από τους κριτικούς και εστίασε στον τίτλο της έκθεσης, αλλά και στις φωτογραφίες των πινάκων που του υπέδειξαν ότι έπρεπε να τους δει από κοντά.
Δίχως να χάσει επομένως ούτε λεπτό, πήγε στη γκαλερί, όπου ανακάλυψε επιτέλους το κομμάτι που έλειπε από το παζλ του.
Η σύλληψη της ιδέας, το υπόστρωμα έμπνευσης, η στολή του δολοφόνου, καθώς και τα «εγκλήματα» που είχαν διαπράξει τα θύματα και οδήγησαν στη δολοφονία τους, είχαν τόσα κοινά στοιχεία που ήταν αδύνατο για τον αστυνόμο να αγνοήσει την ταύτισή τους, έστω κι αν από τη μια πλευρά είχε να αντιμετωπίσει πραγματικά γεγονότα και από την άλλη μια καλλιτεχνική έκφραση.
Ασφαλώς, μεμονωμένα οι πίνακες δεν καθιστούσαν σε καμιά περίπτωση ενοχοποιητικές αποδείξεις για τον ζωγράφο, αλλά ο αστυνόμος όφειλε να ερευνήσει αν υπήρχε κάποια εμπλοκή ή πιθανή σχέση του με τον δράστη των δολοφονιών.
Τις επόμενες λοιπόν ημέρες έψαξε ενδελεχώς το παρελθόν του Ζαννή, δίχως όμως να καταφέρει να φθάσει σε κάποιο συμπέρασμα. Τόσο οι κινήσεις του, όσο και οι προσωπικές, επαγγελματικές, κοινωνικές και φιλικές επαφές του ήταν υπεράνω υποψίας.

Όλα οδηγούσαν επομένως στο κενό, ώσπου ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που κατονόμαζε ανοιχτά τον Ζαννή ως θύτη των εγκλημάτων, ανέτρεψε τα δεδομένα και επιτάχυνε τις εξελίξεις δίνοντας την ευκαιρία στον αστυνόμο να εκδώσει ένταλμα έρευνας και να βρει στο σπίτι του νεαρού ζωγράφου το όπλο που χρησιμοποιούσε ο δολοφόνος και τη μάσκα που φορούσε.
Από εκείνην τη στιγμή δεν υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία, παρόλο που ο Ζαννής φώναζε και διαμαρτυρόταν ότι ήταν αθώος. Τα στοιχεία ήταν όλα εναντίον του και έτσι, με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα, προφυλακίστηκε.
Μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ο κόσμος του διαλύθηκε. Η καριέρα του καταστράφηκε, οι πίνακές του κατασχέθηκαν ως πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία που θα χρησιμοποιούνταν στη δίκη του και η Κρινιώ ένιωσε την απόλυτη ικανοποίηση, αφού πήρε επιτέλους την εκδίκησή της.
Μια εκδίκηση που της χάρισε ανείπωτη χαρά, παρόλο που προκάλεσε ανεπανόρθωτο κακό στη ζωή ενός ανθρώπου. Οι συνέπειες των πράξεών της που πήγαζαν από το μίσος και τον εγωισμό της, την άφηναν όμως αδιάφορη και της αρκούσε που ο Ζαννής είχε πάρει το μάθημά του και δεν θα την ενοχλούσε ποτέ ξανά.
Δυστυχώς για εκείνη ωστόσο η κατάσταση δεν ήταν αυτή που φανταζόταν. Ο Ζαννής καταδικάστηκε σε εικοσαετή κάθειρξη, αλλά μέσα στη φυλακή είχε άπλετο χρόνο και συνάντησε άλλους κατάδικους που ήταν αρκετά έξυπνοι και υποψιασμένοι για να καταλάβουν τι του είχε συμβεί και ποιος ήταν τελικά αυτός που τον παγίδευσε.
Σύντομα επομένως οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο Ζαννής ποθούσε να δικαιωθεί, να αποδείξει την αθωότητά του και να ξανακερδίσει τη χαμένη ζωή του. Ο πόνος, η ντροπή και οι κακουχίες που είχε υποστεί εξαιτίας της Κρινιώς τον είχαν πρόσκαιρα λυγίσει, αλλά η συνειδητοποίηση της αλήθειας του έδωσε τη δύναμη να διεκδικήσει όσα στερήθηκε.
Ο στόχος του βέβαια δεν ήταν εύκολος και όφειλε να αποδείξει ότι η Κρινιώ ήταν ο άνθρωπος πίσω από τα εγκλήματα που βάραιναν τον ίδιο. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι η ίδια είχε φροντίσει να μην αφήσει πίσω της κανένα ίχνος, η μοναδική λύση ήταν να ομολογήσει και να καλύψει κατ’ αυτόν τον τρόπο όλα τα κενά και τις λεπτομέρειες που είχαν παραβλεφθεί στη δίκη του.
Είχε περάσει ήδη ένας μήνας, αλλά η μορφή που την παρακολουθούσε, εξακολουθούσε να είναι διαρκώς σκιά της και να μην χάνεται. Στην αρχή στεκόταν στη γωνία απέναντι από το αρωματοπωλείο της, όταν άνοιγε το πρωί και όταν έκλεινε το βράδυ. Ένας άνδρας μετρίου ύψους, που φορούσε ένα μαύρο, φαρδύ μπουφάν, γάντια, καπέλο, γυαλιά ηλίου και είχε μια μακριά γενειάδα που κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και άφηνε ακάλυπτη μόνο τη μύτη του.
Μια μύτη γαμψή και στραβή, η οποία έμοιαζε εξαιρετικά άσχημη και κατά κάποιον τρόπο παράταιρη στο πρόσωπο αυτού του άνδρα που – όντας κρυμμένο από τα γυαλιά και τα γένια – φαινόταν να απεχθάνεται οτιδήποτε πομπώδες ή κραυγαλέο.
Την πρώτη φορά που αντιλήφθηκε την παρουσία του, η Κρινιώ δεν έδωσε σημασία.
«Κάποιον θα περιμένει», σκέφτηκε και συνέχισε αδιάφορη τη δουλειά της.
Όταν όμως ο άνδρας εμφανίστηκε ξανά το βράδυ και έπειτα το επόμενο και το μεθεπόμενο πρωινό, η Κρινιώ ένιωσε τον φόβο να κυριεύει την ψυχή της.
Φόβο που – ενώ αρχικά μεταφράστηκε σε υποψία κλοπής – μετατράπηκε σε τρόμο, όταν ο άνδρας έπαψε να στέκεται απλώς στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά άρχισε να την ακολουθεί μέχρι το σπίτι της.
Μάταια η Κρινιώ προσπάθησε να αποφύγει την παρουσία του. Φρόντιζε να είναι απασχολημένη, να συναντά τους φίλους της, να πηγαίνει σε διάφορες εκδηλώσεις, να βρίσκεται διαρκώς με άλλους ανθρώπους και να κινείται μόνο με ταξί, ώστε να ζητά από τον οδηγό να περιμένει να μπει στην πολυκατοικία της, προτού φύγει.
Ό,τι όμως και αν έκανε, ο άνδρας βρισκόταν πάντοτε πίσω της και η Κρινιώ ήταν τόσο απελπισμένη και φοβισμένη που δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει.
«Να ζητήσεις βοήθεια από την Αστυνομία», τη συμβούλευσαν οι φίλοι της, αλλά εκείνη, συνειδητοποιώντας πως αν οι Αρχές άρχιζαν να ψάχνουν τη ζωή της, ίσως να ανακάλυπταν το ένοχο πρόσφατο παρελθόν της, αντέκρουε την πρότασή τους με τον ισχυρισμό της έλλειψης απτών αποδείξεων για τον κίνδυνο που διέτρεχε.
Έτσι περνούσε ο καιρός και η Κρινιώ μπλεκόταν όλο και περισσότερο στον ερεβώδη ιστό που είχε πλέξει γύρω της ο Ζαννής.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του επόμενου μήνα, εμφανίστηκε στο προσκήνιο και μια δεύτερη μορφή. Ένα πρόσωπο που στεκόταν κάθε νύχτα έξω από το σπίτι της και φορούσε ακριβώς τα ίδια ρούχα μ’ εκείνη, όταν διέπραττε τα εγκλήματά της. Μαύρο μακρύ και φαρδύ παλτό, μαύρα δερμάτινα γάντια και μια μάσκα που είχε τα χαρακτηριστικά ενός πουλιού και έμοιαζε με εκείνες που χρησιμοποιούνταν από τους γιατρούς παλαιότερων εποχών κατά τη διάρκεια επιδημιών.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο της μάσκας ήταν επομένως εκείνο που έδωσε ξεκάθαρα το μήνυμα στην Κρινιώ πως κάποιος ήξερε το μυστικό της και ήθελε να την εκβιάσει. Ποιο ήταν όμως το αίτημά του και κυρίως ποιος ήταν αυτός που την είχε ανακαλύψει;
Ο Ζαννής βρισκόταν ακόμα στη φυλακή και δεν είχε κανένα οικείο πρόσωπο που θα έμπαινε στη διαδικασία να πάρει τον Νόμο στα χέρια του. Αν ο Ζαννής είχε μάθει ποιος ήταν ο ένοχος, θα είχε μιλήσει απλώς στον δικηγόρο του για να εκκινήσουν οι νόμιμες διαδικασίες. Κατά συνέπεια, άλλος κρυβόταν πίσω από τη μάσκα και, όποιος κι αν ήταν, είχε θράσος, υπομονή και κυρίως την τόλμη για να την αντιμετωπίσει.
Το θέμα όμως ήταν τι ζητούσε ακριβώς από εκείνη και γιατί δεν της είχε μιλήσει ακόμα……
«Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος[2]», είχε σχολιάσει ο αρχαίος Έλληνας ποιητής Μένανδρος και όντως η Κρινιώ, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, είχε πάψει πλέον να ζει και βρισκόταν εγκλωβισμένη στον άγριο και δαιδαλώδη λαβύρινθο των ψεμάτων και ραδιουργιών της.
Ο φόβος δεν την εγκατέλειπε ούτε για μια στιγμή. Δεν της επέτρεπε να βγει από το σπίτι της, να κοιμηθεί, να εργαστεί ή να περιποιηθεί τον εαυτό της. Άγρυπνη, κρυφοκοιτούσε διαρκώς έξω από το παράθυρό της τις δυο μορφές που εναλλάσσονταν ως φρουροί, ενσαρκώνοντας τις Ερινύες που της υπενθύμιζαν τα εγκλήματά της.
Η ψυχραιμία και η αυτοκυριαρχία της είχαν χαθεί και αρκούσε το κουδούνισμα του τηλεφώνου, ένας τυχαίος χτύπος από το διπλανό διαμέρισμα ή ακόμα και το κορνάρισμα ενός αυτοκινήτου για να πανικοβληθεί.
Το σπίτι της είχε μετατραπεί σε μια άτυπη φυλακή, καθώς ένα βαρύ έπιπλο που είχε τοποθετηθεί πίσω από την εξώπορτα, απέτρεπε την είσοδο ή την έξοδο, ενώ οι κουρτίνες στα παράθυρα ήταν μονίμως κλειστές και όταν νύχτωνε, ένα πορτατίφ φώτιζε ελάχιστα τον χώρο.
Έτσι κύλησε και ο δεύτερος μήνας και καθώς οι προμήθειες σε τρόφιμα και βασικά αγαθά τέλειωσαν, παρά την ελάχιστη κατανάλωση που έκανε η Κρινιώ, η πείνα σε συνδυασμό με την πολυήμερη αϋπνία κατέβαλλαν τις δυνάμεις της.
Εξασθενημένη και ταλαιπωρημένη, κατέληξε λοιπόν να βυθίζεται τις περισσότερες ώρες της ημέρας σ’ έναν ταραχώδη, εφιαλτικό ύπνο και η κατάστασή της χειροτέρευε συνεχώς.
Παρόλο πάντως που έμοιαζε να μην υπάρχει επιστροφή στην κανονικότητα, άξαφνα η Κρινιώ, ξύπνησε στιγμιαία από τον λήθαργό της και αποφάσισε να αντιδράσει και να αντιμετωπίσει τους φόβους της.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, επομένως μεταμορφώθηκε στον παλιό αγέρωχο εαυτό της, βγήκε από το διαμέρισμά της, κατέβηκε στον δρόμο και πλησίασε τον μασκοφόρο.
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε, συγκεντρώνοντας κάθε ρανίδα θάρρους που μπορούσε να αντλήσει από την ταραγμένη ψυχή της. «Γιατί με κυνηγάς; Τι ζητάς από εμένα;»
Η μορφή όμως δεν απάντησε. Στεκόταν εκεί, αμίλητη και ευθυτενής ωσάν να ήταν ο παρελθοντικός αντικατοπτρισμός της σ’ έναν καθρέφτη.
Η Κρινιώ επανέλαβε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά την ερώτησή της, αλλά ο άνθρωπος που κρυβόταν πίσω από τη μάσκα εξακολουθούσε να σιωπά και εκείνη – απελπισμένη και τρομαγμένη – κυριεύτηκε ξανά από τους φόβους της που της στέρησαν κάθε λογική αντίδραση και την παρέσυραν εκεί ακριβώς που είχε σχεδιάσει ο Ζαννής με τους συνεργάτες του.
Οι φωνές της μετατράπηκαν βαθμιαία σε κραυγές και ξεσήκωσαν τους γείτονες που είτε βγήκαν στα μπαλκόνια για να δουν τι συμβαίνει, είτε κατέβηκαν στον δρόμο, είτε ειδοποίησαν την Αστυνομία. Σε κατάσταση παραφροσύνης, η Κρινιώ ούρλιαζε, χτυπούσε με τις γροθιές της τον μασκοφόρο – που οι υπόλοιποι θεωρούσαν ότι ήταν απλώς ένας καλλιτέχνης του δρόμου – και έλεγε ακατάληπτες φράσεις που αν και αρχικά δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα, σύντομα αποκάλυψαν στους αστυνομικούς που έσπευσαν στο σημείο, την αλήθεια που έκρυβε τόσον καιρό.
«Ναι!! Εγώ το έκανα!!» έλεγε. «Εγώ. Και ξέρεις γιατί; Επειδή του άξιζε, Επειδή εκμεταλλεύτηκε την έμπνευσή μου. Έπρεπε να πληρώσει και δεν μετανιώνω γι’ αυτό».
Οι λέξεις ασύνδετες στην αρχή, βρήκαν σταδιακά τον ειρμό τους και σχημάτισαν ενώπιον όλων το περίγραμμα μιας εγκληματικής ιστορίας που ανασυντέθηκε με κάθε λεπτομέρεια τις επόμενες ημέρες, χάρη στη βοήθεια των θεραπόντων ιατρών της Κρινώς στο ψυχιατρείο, όπου την οδήγησαν οι αστυνομικοί.
Οι έρευνες που ακολούθησαν, δεν άφησαν πια κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τον αληθινό ένοχο και οι Αρχές αναγκάστηκαν να ζητήσουν συγγνώμη από τον Ζαννή που αποφυλακίστηκε και ανέκτησε τη ζωή του και τη χαμένη αξιοπρέπειά του. Οι εφημερίδες αποκατέστησαν το όνομά του και το θέμα της δικαστικής αυτής πλάνης απασχόλησε για μεγάλο διάστημα την κοινή γνώμη.
Έναν χρόνο αργότερα από τη δραματική εκείνη νύχτα, η υπόθεση είχε ξεχαστεί, ο Ζαννής εγκαινίασε μια νέα έκθεση με έργα του εμπνευσμένα από την περίοδο φυλάκισής του και οι κριτικοί τέχνης εξύμνησαν το ταλέντο του, τονίζοντας τη μοναδική και πρωτοποριακή τεχνική του. Ο νεαρός καλλιτέχνης κατατάχθηκε στους σημαντικότερους ζωγράφους της εποχής του, άφησε στο παρελθόν όσα τον πλήγωσαν και ζούσε πλέον το όνειρό του.
Όσον αφορά την Κρινιώ, εκείνη έγκλειστη στο ψυχιατρείο, παραδομένη στα δεσμά της σχιζοφρένειας, εγκαταλελειμμένη και χαμένη σ’ έναν δικό της αλλόκοτο κόσμο, απαλλάχθηκε από τους εφιάλτες της, επιλέγοντας να απαγχονιστεί μ’ ένα αυτοσχέδιο σκοινί που έφτιαξε σκίζοντας τα σεντόνια της.
Έτσι έκλεισε η αυλαία αυτής της ιστορίας που γεννήθηκε από τον πόθο της εκδίκησης, την έλλειψη ειλικρίνειας και την κυριαρχία των προστατευμένων μυστικών.

ΤΕΛΟΣ
[1] Την πληγή την πληρώνεις με πληγή.
[2] Η ζωή που φοβάται τη ζωή, δεν είναι ζωή.