Γράφει ο Ερμής:

Πριν πολλά πολλά χρόνια σε μια εποχή που κανείς πια δεν θυμάται, οι άνθρωποι αγωνίζονταν να επιβιώσουν από άπειρα προβλήματα, λοιμούς, πολέμους και φυσικές καταστροφές που ακόμα και ο πόνος που βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του, έφθασε στο σημείο να πει «Αρκετά. Δεν αντέχω άλλο τη θλίψη που αντικρίζω».

Και αδυνατώντας να σηκώσει το τεράστιο αυτό φορτίο, ζήτησε βοήθεια από τους φίλους του, το δάκρυ και την ελπίδα οι οποίοι, αφού ανέλυσαν διεξοδικά το πρόβλημα, κατέληξαν ότι δεν ήταν εφικτό να αλλάξουν τη μοίρα των ανθρώπων, επειδή οι ίδιοι όριζαν την καταστροφή τους είτε με τις πράξεις, είτε με την ανοχή τους.

Παρ’ όλα αυτά μπορούσαν όμως να τους θυμίσουν ότι ο καθρέφτης έχει πάντοτε δυο όψεις και αφού η τέχνη μιμείται τη ζωή και η τελευταία εμπνέεται από την πρώτη, το δάκρυ και η ελπίδα έδωσαν εντολή σ’ έναν παραμυθά να αφηγείται παντού τις ιστορίες του για να χαρίζει με αυτές χαμόγελα, να μαλακώνει τις σκληρές καρδιές και να τις γεμίζει ξανά με αγάπη και καλοσύνη.

Ο παραμυθάς αποδέχτηκε πρόθυμα την αποστολή του και όντως τα επόμενα χρόνια κατάφερε να πετύχει τον σκοπό του και να επαναφέρει στον κόσμο την ισορροπία της ευτυχίας και της δυστυχίας, της χαράς και της λύπης.

Ο καιρός περνούσε, ο παραμυθάς γερνούσε, αλλά οι τρεις σύμμαχοι, ο πόνος, η ελπίδα και το δάκρυ, δεν ανησυχούσαν γιατί του είχαν χαρίσει την αθανασία. Έτσι εκείνος συνέχιζε απρόσκοπτα το έργο του μέχρι τη στιγμή που η αδιαφορία και η αναλγησία κατάφεραν να κλέψουν τη σκυτάλη και να κυριεύσουν τις ανθρώπινες σκέψεις.

Τα παραμύθια έχασαν την υπεροχή τους και πλέον κανείς δεν πίστευε στη μαγεία και τη φαντασία. Όλοι δόξαζαν τον ρεαλισμό, την ωμότητα, την κοινοτυπία και την επιφανειακή ολότητα των πραγμάτων και των καταστάσεων.

Η ομορφιά υπήρχε μόνο σε ορισμένα αντικείμενα που συνδέονταν με το παρελθόν, αλλά σταδιακά και εκείνα περιορίστηκαν και ήταν αντιληπτά μόνο από όσους εξακολουθούσαν να θυμούνται ότι όφειλαν να αναζητούν την αλήθεια πίσω από το ψέμα και ότι ο εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο.

Δυστυχώς όμως η πλειονότητα δεν είχε την ικανότητα να διακρίνει ό,τι κρυβόταν στις σκιές ή στην επίστρωση του ορατού, μήτε και ήθελε να διαφοροποιείται αναζητώντας ή εκφράζοντας απόψεις που θα έθεταν οριστικό τέλος σε μια κατάσταση που οι υπόλοιποι ανέχονταν και ευνοούσαν με τη στάση τους. Κατά συνέπεια η βία και η κάθε μορφής εκμετάλλευση κατέκλυσαν την καθημερινότητα.

Ο παραμυθάς – πιστός πάντοτε στο καθήκον του – συνέχιζε να πλάθει τις ιστορίες του, ελπίζοντας ότι κάποια ημέρα ο κόσμος θα θυμόταν τις έννοιες της δικαιοσύνης, της ομορφιάς, της ηρεμίας, της ασφάλειας, της ειρήνης και κυρίως του σεβασμού στην ανθρώπινη ύπαρξη. Παράλληλα όμως ήξερε ότι ο δρόμος του αυτήν τη φορά ήταν εξαιρετικά δύσκολος και με άπειρα εμπόδια.

Δε πτοούταν όμως. Θα συνέχιζε και ήταν σίγουρος ότι κάποτε, έστω και αργά, θα ερχόταν η στιγμή που το ουράνιο τόξο θα εμφανιζόταν ξανά στον ουρανό, σηματοδοτώντας με την πανδαισία χρωμάτων του την αλλαγή και την αρχή μιας νέας ευτυχισμένης εποχής που η ισχύς θα επανερχόταν στα χέρια εκείνων που είχαν την ικανότητα να ονειρεύονται, να προχωρούν πέρα από το εφήμερο και να επιζητούν όχι το επίπλαστο ή χρηματικό όφελος, αλλά την ίδια την έμπνευση της ζωής και την ανάδειξη του κάλλους που θα διέλυε το ερεβώδες του τρόμου και του φόβου.

Συνταγή της Αμβροσίας: Λήθη και μνήμη

Υλικά:

4 μεγάλα και ώριμα μάνγκο

1 κούπα ζάχαρη

1 κιλό τσικουδιά (άοσμη, δυνατή)

½ κιλό κουαντρό

5 σπόροι τόνγκα

2 λοβοί βανίλιας

1 κ. σ. κακουλέ

Εκτέλεση:

Κόβουμε τα μάνγκο και σπάζουμε τους σπόρους τους. Ομοίως κόβουμε τους λοβούς βανίλιας και σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα.

Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.