Γράφει ο Ερμής:

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα μικρό χωριό που ήταν χτισμένο στους πρόποδες ενός βουνού. Οι κάτοικοι αγαπούσαν τον τόπο τους, τον φρόντιζαν, τον περιποιούνταν και έσπευδαν πάντοτε να επισκευάσουν οτιδήποτε χαλούσε. Χάρη επομένως στις ενέργειές τους, το χωριουδάκι τους ήταν πρότυπο καθαριότητας, τάξης και οργάνωσης και αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τους γείτονές τους.

Μια ημέρα, καθώς δυο βοσκοί κατέβαιναν από τη στάνη τους, πρόσεξαν ότι ένας μεγάλος βράχος ήταν έτοιμος να αποκολληθεί και να πέσει επάνω στα σπίτια των χωρικών.

Έντρομοι, έτρεξαν αμέσως στο χωριό και τους ενημέρωσαν για τον κίνδυνο που διέτρεχαν.

«Συμφορά μας!!!! Και τώρα τι θα κάνουμε;» αναρωτήθηκαν όλοι, αλλά ο Πρόεδρος του χωριού, ψύχραιμος, τους συμβούλευσε να μην πανικοβληθούν και έδωσε εντολή σε μερικούς κατοίκους να πάνε στο σημείο για να ελέγξουν την κατάσταση.

Δυστυχώς, όταν εκείνοι επέστρεψαν, έφεραν πολύ άσχημα νέα.

«Ο βράχος είναι έτοιμος να κυλήσει από στιγμή σε στιγμή και αν δεν καταφέρουμε να τον σταματήσουμε, θα καταλήξει στο σπίτι του Φύλακα των Σπηλιών, το οποίο θα καταστραφεί ολοσχερώς».

Στο άκουσμα της είδησης όλοι πάγωσαν. Κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει, αφού καθένας τους ήξερε ότι ο Φύλακας των Σπηλιών, όντας εγωιστής, κακός, οξύθυμος και εκδικητικός, θα θεωρούσε υπεύθυνο το χωριό και θα το κατέστρεφε για να το τιμωρήσει. Τόσα χρόνια άλλωστε ζούσαν υπό το καθεστώς της τρομοκρατίας του και προσπαθούσαν πάντοτε να ικανοποιούν τις επιθυμίες του, προκειμένου εκείνος να κρατά ανοιχτή την είσοδο της Σπηλιάς της Αφθονίας και αντίστοιχα κλειστή εκείνη της Λάσπης.

Διότι το μεν εσωτερικό της πρώτης οδηγούσε σε ένα παραδεισένιο μέρος με εξωτικά φυτά και μελωδικά πουλιά που με τα τραγούδια τους χάριζαν ευημερία στο χωριό και απομάκρυναν κάθε κακό, ενώ το εσωτερικό της δεύτερης ήταν ένας άγριος και απόκοσμος βάλτος έτοιμος να ξεχυθεί προς το χωριό και να σκεπάσει κάθε γωνιά του με λάσπη.

Ο Φύλακας λοιπόν φρόντιζε να κρατά ανοιχτή την είσοδο της Σπηλιάς της Αφθονίας για να ακούγεται από άκρη σε άκρη η μελωδία των πουλιών και κλειστή αντίστοιχα εκείνη της Σπηλιάς της Λάσπης που θα έσπερνε την καταστροφή και τον θάνατο.

Οι χωρικοί ήξεραν ότι, εφόσον ο Φύλακας παρέμενε ευχαριστημένος από τη συμπεριφορά τους και την ικανοποίηση των επιθυμιών του, δεν είχαν λόγο να ανησυχούν. Τώρα όμως όλα ανατρέπονταν. Αν ο βράχος διέλυε το σπίτι του, εκείνος θα σηματοδοτούσε το τέλος τους.

Έπρεπε λοιπόν να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να αποφύγουν τα δεινά που τους περίμεναν. Πώς όμως; Ο βράχος ήταν τεράστιος και εκείνοι δεν είχαν ούτε τα μέσα, ούτε τη δύναμη για να τον σταματήσουν.

Απογοητευμένοι, άρχισαν να σκέφτονται ότι ίσως όφειλαν να αποδεχθούν τη μοίρα τους και να εγκαταλείψουν εγκαίρως το χωριό τους, προκειμένου να σώσουν τουλάχιστον τη ζωή τους. Και ενώ η σκέψη άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, άξαφνα μια φωνή τους χάρισε την ελπίδα.

«Οι Γίγαντες», φώναξε ένα παιδί. «Αυτοί έχουν τη δύναμη να μας σώσουν».

«Ναι, οι Γίγαντες», συμφώνησαν όλοι και απόρησαν με τον εαυτό τους που δεν το είχαν σκεφτεί νωρίτερα. Οι έξι Γίγαντες κατοικούσαν στο δάσος που βρισκόταν δίπλα στο χωριό και – σε αντίθεση με τον Φύλακα των Σπηλιών – ήταν καλοί, ευγενικοί και βοηθούσαν όποιον είχε ανάγκη.

Δίχως άλλη κωλυσιεργία λοιπόν, ο Πρόεδρος του χωριού μαζί με μια ομάδα αντιπροσώπων πήγαν στους Γίγαντες και τους εξήγησαν το πρόβλημά τους.

Εκείνοι, αν και δέχθηκαν πρόθυμα να τους βοηθήσουν, συμπλήρωσαν ότι έπρεπε να περιμένουν τον μεγάλο τους αδελφό που έλειπε και θα επέστρεφε το απόγευμα.

«Ορισμένα πράγματα είναι δύσκολα και για εμάς», διευκρίνισαν. «Μόνο ως Ομάδα μπορούμε να τα διευθετούμε. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Σε μια ώρα περίπου ο αδελφός μας θα επιστρέψει και το πρόβλημα θα λυθεί. Εντωμεταξύ θα πάμε στο σημείο που βρίσκεται ο βράχος για να δούμε και οι ίδιοι τι πρέπει να γίνει».

Οι κάτοικοι, ακούγοντας τα λόγια των Γιγάντων, καθησυχάστηκαν και τους ακολούθησαν. Μόλις όμως έφθασαν στον προορισμό τους, κατάλαβαν ότι ο χρόνος ήταν πλέον εχθρός και όχι φίλος τους.

Ο βράχος είχε αποκολληθεί και κυλούσε προς τα κάτω. Πανικόβλητοι, έτρεξαν να συνδράμουν τους Γίγαντες που προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν, αλλά ήταν τόσο μεγάλος σε όγκο που δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια. Ευτυχώς, οι Γίγαντες κατάφεραν να περιορίσουν την ταχύτητά του, αλλά όχι και να τον σταματήσουν εντελώς, αφού – όπως είχαν ήδη προβλέψει – χρειάζονταν και τον έκτο αδελφό τους.

Η ώρα περνούσε και ενώ οι Γίγαντες άρχισαν να κουράζονται και ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν την προσπάθεια, είδαν ξαφνικά τον αδελφό τους να πλησιάζει.

«Διάβασα το σημείωμα που μου αφήσατε», εξήγησε και πήρε θέση ανάμεσά τους.

Ενθαρρυμένοι οι πέντε Γίγαντες από την παρουσία του αδελφού τους, ανέκτησαν τότε τις δυνάμεις τους και, ως εξαμελής πια ομάδα, έσπρωξαν τον βράχο προς την κατεύθυνση του γκρεμού.

Μέσα σε λίγα λεπτά, ο βράχος είχε πέσει σε μια χαράδρα, ο Φύλακας των Σπηλιών δεν είχε καταλάβει τίποτα από όσα είχαν συμβεί και οι χωρικοί είχαν γλιτώσει.

Η είσοδος της Σπηλιάς της Αφθονίας θα εξακολουθούσε να παραμένει ανοιχτή και να χαρίζει ευτυχία στους κατοίκους και τους φίλους τους, τους Γίγαντες οι οποίοι με την καλοσύνη και την ομόνοιά τους είχαν σώσει το μικρό χωριό.

Συνταγή της Αμβροσίας: Γη και σκοτάδι

Υλικά:

10 φραγκόσυκα

1 μωβ σαλάτα λόλα

1 πράσινη σαλάτα λόλα

Λίγη ρόκα

1 κούπα σταφύλια (χωρίς κουκούτσια)

Για τη σος

½ κρασοπότηρο λάδι

½ κρασοπότηρο σιρόπι από μαύρο σταφύλι

1 κ.γ. μουστάρδα σκόνη

½ κρασοπότηρο ξίδι

Εκτέλεση:

Καθαρίζουμε και κόβουμε σε φέτες τα φραγκόσυκα. Ψιλοκόβουμε τη λόλα και τη ρόκα. Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μπολ, περιχύνουμε με τη σος (την οποία έχουμε ετοιμάσει, βάζοντας όλα τα υλικά της σε μπολ και χτυπώντας τα μέχρι να ομογενοποιηθούν) και ανακατεύουμε.