Γράφει ο Ερμής:

Τα υπόλοιπα πουλιά του δάσους κορόιδευαν το μικρό χελιδόνι που δεν μπορούσε να πετάξει. Εκείνο προσπαθούσε να ανοίξει τα φτερά του και να υψωθεί πάνω από το έδαφος, αλλά κάθε του απόπειρα κατέληγε άκαρπη και τα φτερά του παρέμεναν πεισματικά κλειστά.

Στην αρχή ήλπιζε ότι όλα θα πήγαιναν καλά και θα κατάφερνε να πετύχει αυτό για το οποίο είχε γεννηθεί.

«Αυτή είναι η μοίρα κάθε πουλιού», συλλογιζόταν. «Γιατί εγώ να διαφέρω;»

Δυστυχώς όμως ο καιρός κυλούσε και καθώς φαινόταν να μην υπάρχει πλέον ελπίδα, το χελιδόνι κατάλαβε ότι όφειλε να συμβιβαστεί και να αποδεχτεί το γεγονός ότι θα έμενε κολλημένο στο μέρος που είχε γεννηθεί και δεν θα είχε ποτέ τη δυνατότητα να φύγει μακριά ή να ακολουθήσει τα άλλα πουλιά στο αποδημητικό τους ταξίδι.

Έμαθε λοιπόν να ζει διαφορετικά από τη φύση του, οι εποχές εναλλάσσονταν και εκείνο, καταδικασμένο να παλεύει με το κρύο του χειμώνα, κρυβόταν σε μια φωλιά που του είχαν φτιάξει τα ζώα του δάσους και επιβίωνε χάρη στην τροφή που του έφερναν.

Όταν έφθανε πλέον η άνοιξη, ήταν πλέον ελεύθερο να ξεμυτίσει από την κρυψώνα του και τότε, δίχως να φοβάται τον χιονιά, έτρεχε αμέσως στο ξέφωτο του δάσους όπου συνήθιζαν να επιστρέφουν τα χελιδόνια μετά τη χειμερινή τους μετανάστευση σε θερμότερα κλίματα.

Την καθιερωμένη υποδοχή διαδεχόταν η αφήγηση των ταξιδιωτικών περιπετειών τους και το χελιδόνι έκλεινε τα μάτια και οπτικοποιούσε τις εικόνες με βάση τις περιγραφές που άκουγε.

Έβλεπε επομένως μακρινούς τόπους, τεράστιους ωκεανούς, ανθρώπους που είχαν διαφορετικές συνήθειες από αυτούς που κατοικούσαν κοντά στο δάσος και τόσα άλλα πράγματα που του φαίνονταν αλλόκοτα και αδυνατούσε να ξεχωρίσει αν ήταν πραγματικά ή υπερβολές που ξεστόμιζαν τα άλλα χελιδόνια είτε για να εντυπωσιάσουν τους ακροατές τους, είτε για να τους πλανέψουν και να γελάσουν με την ευκολοπιστία τους.

Σε κάθε περίπτωση όμως το χελιδόνι θεωρούσε ότι δεν είχε καμιά σημασία αν οι ιστορίες ήταν αληθινές ή ψεύτικες, αφού του έδιναν την ευκαιρία να δραπετεύσει, έστω και νοερά, από τη μίζερη καθημερινότητά του και να ονειρευτεί.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια και το χελιδόνι συνήθισε να ζει με τον φόβο του χειμώνα και την αγωνιώδη προσμονή της άνοιξης και του καλοκαιριού.

Γερασμένο πια, ήξερε ότι το τέλος ήταν κοντά και πονούσε που δεν είχε καταφέρει ούτε για μια φορά να βρεθεί ψηλά στον ουρανό.

«Υπήρξα, αλλά δεν έζησα», μονολογούσε και αυτή η φράση του, το παράπονό του έφθασε στα αυτιά του Ζέφυρου που αποφάσισε να του χαρίσει ένα δώρο, προτού να είναι αργά.

«Έλα μαζί μου», είπε λοιπόν στο χελιδόνι, το πήρε στην αγκαλιά του και το μετέφερε σε όλους εκείνους τους τόπους για τους οποίους είχε ακούσει τόσα, αλλά δεν είχε αντικρίσει ποτέ.

Το ταξίδι τους διήρκεσε πολλές ημέρες και το χελιδόνι είδε περίεργα φυτά, εξωτικά νησιά, πόλεις, χωριά, παγωμένες λίμνες, αχανείς ερήμους και πανύψηλα βουνά. Όσο για τους ανθρώπους που έβλεπε, εκείνοι έμοιαζαν με μικρές κουκίδες, φορτωμένοι με μυστικά και κουβαλώντας καθένας το κλειδί μιας κλειστής πόρτας που έκρυβε μια ιστορία που περίμενε να ειπωθεί.

Οι πρωτόγνωρες αυτές εικόνες, οι άγνωστες λέξεις και οι αινιγματικές μορφές προκάλεσαν στο χελιδόνι ένα αίσθημα υπέρτατης ευτυχίας, αφού, έστω και στην αγκαλιά του ανέμου, πετούσε ανάμεσα στα σύννεφα και ένιωθε στο πρόσωπό του τη θέρμη του ήλιου.

Το πρωί παρατηρούσε και το βράδυ αποκοιμιόταν με τις αφηγήσεις του Ζέφυρου που από τη μια πλευρά απαντούσε πρόθυμα στις απορίες του και από την άλλη του ιστορούσε τις δικές του περιπέτειες και εμπειρίες.

Όταν πια το ταξίδι τους έφθασε στο τέλος, ο Ζέφυρος είπε στο χελιδόνι ότι θα επέστρεφαν στο δάσος όπου ζούσε, αλλά εκείνο αρνήθηκε.

«Όχι!» αποκρίθηκε. «Μου χάρισες το ωραιότερο δώρο και δεν θα αντέξω να επιστρέψω στα ίδια, ξέροντας ότι θα πρέπει να ζω με την αγωνία και την προσμονή. Οδήγησέ με σ’ έναν παγωμένο τόπο και άφησέ με εκεί για να «φύγω» με όλες αυτές τις όμορφες εικόνες που αντίκρισα έστω και αργά».

Ο Ζέφυρος το κοίταξε, διέκρινε στο βλέμμα του την απόλυτη ευτυχία και τότε του είπε «Πάμε».

Το πήρε ξανά στην αγκαλιά του, αλλά, αντί για την Αρκτική, το οδήγησε στο παλάτι του στην Αιολία και του χάρισε την αθανασία.

«Θα μείνεις μαζί μας», του είπε και έκτοτε το χελιδόνι μήτε κρύωσε ξανά, μήτε περίμενε να ακούσει τις διηγήσεις άλλων, αφού ο Ζέφυρος φρόντισε να το παίρνει συχνά στα ταξίδια του και να του προσφέρει, έστω και με αυτόν τον έμμεσο τρόπο, το δώρο που του στέρησε η Φύση.

Συνταγή της Αμβροσίας: Άχρωμο όνειρο

Υλικά:

5 μεγάλα πορτοκάλια

1 κιλό τσικουδιά (άοσμη και δυνατή)

¾ κιλού κονιάκ

2 ξύλα κανέλας

5 σπόροι τόνγκα

2 λοβοί βανίλιας

2 κούπες ζάχαρη

Εκτέλεση:

Πλένουμε τα πορτοκάλια και τα κόβουμε χωρίς να αφαιρέσουμε τη φλούδα. Κόβουμε τους λοβούς βανίλιας και τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό, επαναλαμβάνουμε άλλες 2 φορές τη διαδικασία και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.