Από την Ισμήνη Χαρίλα

«Μόνο όσοι ελπίζουν ακόμα μπορούν να επωφεληθούν από τα δάκρυα. Όταν τελειώνουν, αισθάνονται καλύτερα. Αλλά γι’ αυτούς που δεν ελπίζουν και η αγωνία τους είναι μόνιμη, δεν βγαίνει τίποτα καλό από το κλάμα. Τίποτα δεν αλλάζει γι’ αυτούς. Συνήθως το γνωρίζουν, αλλά παρόλα αυτά δεν μπορούν να μην κλάψουν».

Σε ένα βουβό επομένως κλάμα αναλύεται και ο ήρωας του έργου «Ο δεσποινίς Μοναχικές Καρδιές» του Ναθάναελ Γουέστ, στον οποίο ανήκει η παραπάνω ρήση, σε μια απέλπιδη απόπειρα να ξεφύγει από τα προβλήματα που ταλανίζουν την ψυχή και το μυαλό του.

Προστατευμένος πίσω από το ψευδώνυμο «δεσποινίς Μοναχικές Καρδιές», ο πρωταγωνιστής της ομότιτλης αυτής μαύρης κωμωδίας που εκδόθηκε το 1933, ζει στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και εργάζεται ως αρθρογράφος σε μια εφημερίδα. Η αποστολή του είναι να απαντά στις επιστολές αναγνωστών και να τους συμβουλεύει – μέσω της στήλης του – για την επίλυση προβλημάτων που σταδιακά αρχίζουν να επηρεάζουν τον ίδιο και να δοκιμάζουν τις αντοχές του.

Βιώνοντας την επίπονη καθημερινότητα που διαμορφώθηκε από τις συνέπειες της Μεγάλης ύφεσης, ο ήρωας δέχεται αρχικά και αποκλειστικά για βιοποριστικούς λόγους να αναλάβει τη διαχείριση της συγκεκριμένης στήλης που προκαλεί τα ειρωνικά και χλευαστικά σχόλια των συναδέλφων του. Σε βάθος χρόνου όμως τα αρνητικά συναισθήματα που εκφράζονται μέσω των επιστολών, όπως η αγωνία, ο πόνος και η απόγνωση, τον βυθίζουν στην κατάθλιψη από την οποία αποπειράται να ξεφύγει μέσω του ποτού και του έρωτα. Στερούμενος αντιστάσεων, «επιτρέπει» στο πρώτο να τον οδηγήσει στον αλκοολισμό και τον δεύτερο σε ανούσιες και αβαθείς σεξουαλικές σχέσεις που εγείρουν μεγαλύτερα εμπόδια.

Τελευταία οδός διαφυγής η θρησκεία και συγκεκριμένα ο Χριστιανισμός, η έκφραση του οποίου μέσω της Τέχνης αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και του ίδιου του συγγραφέα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στο σημείο αυτό θα πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι πολλοί κριτικοί θεώρησαν ότι ο εβραϊκής καταγωγής Γουέστ, χτίζει ένα νοητικό σύνδεσμο με τη γνωστή φράση του Κάρλ Μάρξ «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».

Με δεδομένη κατά συνέπεια την περίοδο που εξελίσσεται η ιστορία και της οικονομικής δυσπραγίας της εποχής, η καταφυγή του πρωταγωνιστή στην αποζήτηση του Θείου με απώτερο σκοπό την ανακάλυψη του εαυτού του, μοιάζει να αντανακλά την ανάγκη αυταπάτης που είχε περιγράψει ο Γερμανός φιλόσοφος.

Μια αντανάκλαση που διψά να καταπραΰνει το μαρτύριο και την κάθε μορφής βία της σκοτεινής πλευράς της κοινωνίας που αδιαφορεί για την ηθική τάξη των πραγμάτων, εκμεταλλεύεται και κακοποιεί όσους δεν αφομοιώνονται σ’ αυτήν και γελά με τα αποτελέσματα των πράξεών της που υπερθεματίζουν τη μιαρότητά της.

Από τη μια πλευρά επομένως παρατηρείται η γεφύρωση με μια φιλοσοφική θεώρηση και από την άλλη με τη λογοτεχνική έκφραση του Spleen, όπως είχε αναλυθεί στο ποιητικό έργο του Μπωντλαίρ «Τα άνθη του κακού» και στο οποίο το άτομο αποζητά μεν το ιδανικό, αλλά αποτυγχάνει να το κατακτήσει, εξαιτίας γήινων εμποδίων, όπως η ασθένεια, ο χρόνος και η ένδεια.

Μελετητής λοιπόν του Σουρεαλισμού, ο Γουέστ διατηρεί ένα από τα χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος, αλλά παράλληλα και τον πρόδρομο συμβολισμό που είχε αποτυπωθεί από τον Γάλλο ποιητή.

Παρόλο πάντως που το πόνημα του Γουέστ είναι μικρής έκτασης, φαίνεται ότι ο συγγραφέας έχει την πρόθεση να θίξει αρκετά ζητήματα και απόψεις. Το κείμενο, ωστόσο, είναι αδύναμο και με αβαθές ψυχογραφικό υπόστρωμα, ωσάν να θέλει μεν να δει την εικόνα, αλλά τελικά δεν τολμά να την αποκαλύψει.

Προκύπτει συνεπώς το ερώτημα αν η εν λόγω υστέρηση προέρχεται από τον προσανατολισμό του δημιουργού στη συγγραφή σεναρίων ή την έλλειψη εμπειρίας, αφού «έφυγε» πρώιμα σε τροχαίο ατύχημα στην ηλικία των σαράντα ετών. Αν η βιβλιογραφική του πορεία ήταν μακροβιότερη, τα έργα του θα αποκρυσταλλώνονταν σε ένα συγγραφικό κληροδότημα που θα απεδείκνυε αν άγγιζαν τον πυρήνα της λογοτεχνικότητας με χάραξη δικής τους πορείας ή αν θα παρέμεναν στα στενά συγγραφικά όρια ιστόρησης γεγονότων πατώντας στα χνάρια των μονοπατιών που σχεδίασαν άλλοι. Με τα παρόντα όμως δεδομένα δεν μπορεί να διατυπωθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα για την υποτιθέμενη μελλοντική εξέλιξη.